Freskon 2025: Υψηλό κόστος παραγωγής, το «αγκάθι» για την ελληνική αχλαδοκαλλιέργεια

Στο επίκεντρο της φετινής Διεθνούς Έκθεσης Φρέσκων Φρούτων και Λαχανικών «Freskon» βρέθηκε το αχλάδι, πρωταγωνιστώντας σε έναν εκ των βασικών πυλώνων του εκθεσιακού γεγονότος. Ο λόγος για το καθιερωμένο Διεθνές Συνέδριο, που πραγματοποιήθηκε με επιτυχία χθες, Πέμπτη (10/4), στο πλαίσιο της έκθεσης στη Θεσσαλονίκη, και που φέτος η θεματική του ήταν αφιερωμένη στο συγκεκριμένο φρούτο.
Η εικόνα που επικρατεί στην καλλιέργεια της αχλαδιάς στη χώρα μας, αλλά και πανευρωπαϊκά, περιλαμβάνει δυσκολίες και ιδιαιτερότητες. Συνοπτικά, η αχλαδοκαλλιέργεια επηρεάζεται από τα υψηλά κόστη παραγωγής και τις εξίσου υψηλές εμπορικές τιμές για τους καταναλωτές, την εμπορική ζήτηση, τις λιγοστές και παλιές ποικιλίες που καλλιεργούνται στη χώρα μας, τη νοοτροπία των Ελλήνων παραγωγών, που εμμένουν σε ξεπερασμένα καλλιεργητικά πρότυπα και τεχνικές και διστάζουν να πάνε σε κάτι νέο, αλλά και από την κλιματική κρίση και τις νέες ασθένειες, μεταξύ άλλων. Ωστόσο, παρά τα όποια ζητήματα προκύπτουν, το αχλάδι είναι ένα προϊόν που αρέσει στους καταναλωτές και έχει δυναμική.
Τα κυριότερα προβλήματα
Την παραπάνω εικόνα μετέφεραν εξειδικευμένοι ομιλητές, οι οποίοι παρουσίασαν την τρέχουσα κατάσταση και τις τάσεις που επικρατούν στην εν λόγω καλλιέργεια στη διάρκεια του χθεσινού Διεθνούς Συνεδρίου Αχλαδιού, το οποίο πραγματοποιήθηκε στο περιθώριο της Freskon 2025. Μιλώντας για την καταναλωτική συμπεριφορά, το ανώτερο στέλεχος της ιταλικής Origine Group, Alberto Garbulia, ανέφερε πως, ενώ το αχλάδι αρέσει στους καταναλωτές, η πορεία της ζήτησής του είναι πτωτική, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι η ποιότητα δεν είναι σταθερή, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η καταναλωτική συμπεριφορά.
Είπε, επίσης, ότι ενώ η Ιταλία ήταν από τις πρώτες χώρες σε παραγωγή αχλαδιών, τα τελευταία χρόνια υπάρχει μεγάλη μείωση, τόσο σε έκταση όσο και σε όγκο παραγωγής. Τα προβλήματα που εντοπίζονται στην καλλιέργεια της αχλαδιάς, σύμφωνα με τον κ. Garbulia, και έχουν επίπτωση στην ανταγωνιστικότητα των παραγωγών, ειδικότερα των νοτιότερων χωρών της Ευρώπης, είναι οι κλιματικές συνθήκες (παγετοί, καύσωνες), οι νέες ασθένειες στα φυτά, που οφείλονται στην αύξηση της θερμοκρασίας, και η ασταθής ποιότητα του προϊόντος, που έχει άμεση επίδραση στους καταναλωτές, οι οποίοι βρίσκονται αντιμέτωποι με υψηλές τιμές για το προϊόν.
Σύμφωνα με το στέλεχος της ιταλικής εταιρείας, προκειμένου να προσελκυστεί το ενδιαφέρον του κοινού, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση σε στρατηγικές που ενισχύουν την ποιότητα του προϊόντος και την αποτελεσματική προώθησή του, όπως οι επενδύσεις στην έρευνα για την ποιότητα, στις ποικιλίες, στο brand, αλλά και στην εφοδιαστική αλυσίδα. Επεσήμανε, δε, ότι κάποιες ποικιλίες είναι πολύ παλιές, με ορισμένες να κρατούν από το 1770, ενώ για τις νέες ποικιλίες τόνισε ότι αυτές θα πρέπει να είναι παραγωγικές, ανθεκτικές, γευστικές, προσαρμοσμένες σε διαφορετικές καταναλωτικές συνήθειες, ωραίες στην εμφάνιση και με χρώμα.
Επίσης, κάτι στο οποίο δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση από όλους τους ομιλητές ήταν ότι οι καταναλωτές προτιμούν σήμερα τα μικρότερα σε μέγεθος φρούτα, αυτά που είναι περισσότερο τραγανά και που καταναλώνονται ως σνακ.
Η κατάσταση στην Ελλάδα

Στη συνέχεια, τον λόγο πήρε ο καθηγητής Δενδροκομίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Γιώργος Νάνος, ο οποίος έκανε, αρχικά, μια ιστορική αναδρομή στην καλλιέργεια της αχλαδιάς στη χώρα μας. Όπως είπε, μέχρι και το 1988, όταν η ελληνική δενδροκομία βρισκόταν σε υψηλά επίπεδα, η αχλαδιά αναπτύχθηκε, κυρίως, σε Θεσσαλία και Μακεδονία. Το 1988 ήρθε το βακτηριακό κάψιμο, χάθηκαν ποικιλίες και τεράστιες εκτάσεις. Τη δεκαετία του 1990 ήρθε και η ψύλλα και χάθηκαν παραδοσιακές περιοχές καλλιέργειας. Η κύρια παραγωγή έμεινε στην επαρχία Τυρνάβου και σε λιγοστά μέρη στην Κεντρική Μακεδονία, όπως και λίγες εκτάσεις στη Λακωνία.
Σε ό,τι αφορά τη σημερινή εικόνα της αχλαδιάς στη χώρα μας, κλασικές ποικιλίες είναι οι Κρυστάλλια, Santa Maria, λιγότερο Κοντούλα, Coscia, Sissy, μεταποιήσιμα Williams, Highland κ.λπ. Καθώς, μάλιστα, εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρά προβλήματα με την ψύλλα και το βακτηριακό κάψιμο, αρκετές χρονιές υπάρχει μειωμένη παραγωγή.
Ο καθηγητής υπογράμμισε ότι για την καλλιέργεια γίνονται πάρα πολλές εισροές σε όλα τα στάδια της παραγωγής, με αποτέλεσμα να υπάρχει υψηλό κόστος παραγωγής, καθότι αυτή δεν γίνεται σωστά. Στο σημείο αυτό, ανέφερε ότι γίνεται μη ορθή χρήση γιββεριλλινών, οι οποίες, όπως είπε, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο όταν είναι άσχημος ο καιρός στην περίοδο της άνθισης. «Ακόμη και σε περιπτώσεις ολοκληρωμένης διαχείρισης και πιστοποίησης, γίνονται πολλά λάθη στην καλλιέργεια, αφού το μόνο που ενδιαφέρει παραγωγούς και διακινητές είναι τα υπολείμματα φυτοφαρμάκων στα αχλάδια πάνω από τα όρια που θέλει ο αγοραστής», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Νάνος.
Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει διεθνώς, η κλιματική κρίση επηρεάζει αρνητικά μερικές μόνο χρονιές την αχλαδοκαλλιέργεια στη χώρα μας και αυτό λόγω έλλειψης καθοδήγησης και γνώσεων, όπως τονίσθηκε. Αναφορικά με τα περιθώρια ανάπτυξης, ο κ. Νάνος σημείωσε ότι παρότι το άριστο κλίμα της χώρας μας ευνοεί την καλλιέργεια της αχλαδιάς σε πολλές περιοχές, εντούτοις δεν καλύπτουμε τις ανάγκες μας σε αχλάδια, τονίζοντας ότι γίνονται κάποιες εξαγωγές, αλλά έχουμε περισσότερες εισαγωγές. Πρόσθεσε, δε, πως εάν βελτιωθεί η γευστική ποιότητα των αχλαδιών, θα αυξηθεί και η κατανάλωσή τους. Υπογράμμισε, ακόμη, πως αν μειωθεί το κόστος της καλλιέργειας, μπορεί και πρέπει να αυξηθεί η παραγωγή αχλαδιών. Σημείωσε, τέλος, ότι σήμερα γνωρίζουμε πολλά για να υποστηρίξουμε την αειφορική ανάπτυξη της αχλαδοκαλλιέργειας, ωστόσο, ελάχιστοι παραγωγοί ακούνε.
Νέες ποικιλίες αχλαδιού στην Ελλάδα

Σύμφωνα με την εικόνα που παρουσιάστηκε στο Διεθνές Συνέδριο Αχλαδιού, προβληματική παραμένει η κατάσταση σε ό,τι αφορά τις νέες ποικιλίες. Το αχλάδι, όπως ειπώθηκε, υστερεί σε σχέση με άλλες εμπορικές καλλιέργειες. Πάντως, στη χώρα μας κυκλοφορούν τέσσερις νέες ποικιλίες αχλαδιάς του Πανεπιστημίου της Μπολόνια. Σύμφωνα με τον διευθυντή Πωλήσεων της ΒΙΤΡΟ ΕΛΛΑΣ ΑΕ, γεωπόνο Άρη Κωνσταντινίδη, πρόκειται για τις Lucy Sweet, Early Giulia, Debby Green και Lucy Red, με την τελευταία, όπως ειπώθηκε, να έχει δυναμική να προσελκύσει νεότερο καταναλωτικό κοινό, αφού είναι ιδιαίτερη και καινοτόμος λόγω χρώματος. Πρόκειται για προστατευμένες ποικιλίες με trademark. Να σημειωθεί ότι καλλιεργήσιμες εκτάσεις με τις νέες ποικιλίες υπάρχουν σε Κεντρική Μακεδονία και Θεσσαλία.