Το ζυθοποιείο της Heineken στην Αιθιοπία που άλλαξε τη ζωή των αγροτών… προς το χειρότερο

Τον μακρινό Φεβρουάριο του 2013, μια περίλαμπρη τελετή λάμβανε χώρα στο μικρό χωριό Kilinto στα περίχωρα της πρωτεύουσας της Αιθιοπίας. Εκεί, η τότε υπουργός Εξωτερικού Εμπορίου και Συνεργασίας για την Ανάπτυξη της Ολλανδίας, Lilianne Ploumen, έβαζε συμβολικά τη θεμέλια λίθο για την ανέγερση μιας νέας βιομηχανίας ζυθοποίησης για λογαριασμό της γνωστής πολυεθνικής Heineken. «Άπαντες θα βγουν κερδισμένοι από αυτό», ανέφερε σε δηλώσεις της.

Σύμφωνα με τις προγραμματικές τοποθετήσεις, το έργο του ζυθοποιείου αποσκοπούσε στο να τονώσει την τοπική αγορά εργασίας της αφρικανικής περιοχής, δημιουργώντας περισσότερες αμειβόμενες θέσεις, σε συνδυασμό με τα αναμενόμενα σχέδια κερδοφορίας για τον πολυεθνικό όμιλο με έδρα την Ολλανδία.

Όμως, σήμερα, περίπου μια δεκαετία μετά από αυτές τις πολλά υποσχόμενες εξαγγελίες, το ρεπορτάζ του Olivier van Beemen εκ μέρους της Mail & Guardian σκιαγραφεί μία εκ διαμέτρου αντίθετη εικόνα. Σε μια εργατική συνοικία με μη ασφαλτοστρωμένους δρόμους, λίγα μόλις λεπτά οδικώς από το ζυθοποιείο, ζουν μερικοί από τους περίπου 200 χωρικούς που εκδιώχθηκαν από τη γη τους για να ανοίξει ο δρόμος για τη νέα βιομηχανία.

Μολονότι οι αγρότες έλαβαν μια πενιχρή αποζημίωση υπό τη μορφή παραχώρησης μικρών εκτάσεων γης ή εφάπαξ πληρωμών σε μετρητά, θεωρούν ότι αυτή η ανταπόδοση υπολείπεται κατά πολύ από την αξία της γης που τους αφαιρέθηκε. «Ήταν μια καταθλιπτική συνθήκη», λέει ο Tolosa Balacha. Σε ένα κομμάτι γης, έκτασης 1.000 τ.μ., ο ίδιος καλλιέργησε κριθάρι και τεφ, τη βασική τροφή της Αιθιοπίας, προτού του διαμηνύσουν ότι έπρεπε να μετακομίσει. Ως αποζημίωση, έλαβε ένα κομμάτι γης μόλις 50 τ.μ., συν περίπου 2.000 δολάρια.

«Το οικόπεδο ήταν πολύ μικρό για να χτιστεί ένα νέο σπίτι και τα χρήματα ήταν πολύ λίγα για να αγοράσω ένα», αναφέρει. «Τώρα είμαι φύλακας σε ένα εργοτάξιο. Η ζωή μου βρίσκεται σε τέλμα». Η Bezuelem Alemu θυμάται το άγχος που κυρίευσε τον πατέρα της όταν του ξεκαθάρισαν ότι έπρεπε να εγκαταλείψει τη γη στην οποία είχε ζήσει όλη του τη ζωή. «Ήταν απελπισμένος. «Τι να κάνω;» έλεγε συνέχεια. Λίγο πριν αναγκαστούμε να φύγουμε, πέθανε από καρδιακή προσβολή». Η Alemu ήταν εκεί όταν το χωριό ισοπεδώθηκε. «Ήρθαν με μια μπουλντόζα και μια επίλεκτη αστυνομική ομάδα. Ακόμα πονάει. Τώρα εργάζομαι ως υπηρέτρια. Η ζωή μου θα μπορούσε να ήταν πολύ καλύτερη».

Ο Anbassa Tesfaye έκανε το λάθος να αντισταθεί στην έξωση και βίωσε στο πετσί του τον αυταρχισμό και τη βίαιη συμπεριφορά των αρχών. Τελικά, αναγκάστηκε να μετακομίσει και τώρα εργάζεται στο ζυθοποιείο Heineken. Ελέγχει και επισκευάζει ξύλινες παλέτες, βγάζοντας μόλις 10 με 40 δολάρια τον μήνα. «Είναι ταπεινωτικό να δουλεύεις εκεί. Η κλοπή της γης μάς έχει κάνει να μισούμε τη Heineken, αλλά είμαστε ακόμη πιο θυμωμένοι με την κυβέρνηση», εξομολογείται. «Μας έδιωξαν και έδωσαν τη γη μας».