Ανηφορικός ο δρόμος για τη γραβιέρα

Ανηφορικός ο δρόμος για τη γραβιέρα

Του Γιάννη Τσατσάκη και Χρήστου Διαμαντόπουλου

Το δικό της όνομα στις αγορές του εξωτερικού, ξεφεύγοντας από τη βαριά «σκιά» της φέτας –που βεβαίως παραμένει ο αδιαμφισβήτητος «βασιλιάς» των εγχώριων τυροκομικών– επιχειρεί να χτίσει με αργά και προσεκτικά βήματα τα τελευταία χρόνια η ελληνική γραβιέρα.

Αν και οι ποσότητες που «φεύγουν» ετησίως για τις ξένες αγορές είναι σχετικά μικρές σε σύγκριση με εκείνες που διατίθενται στο εγχώριο δίκτυο, αρκετές ιδιωτικές καθετοποιημένες μονάδες, αλλά και δραστήριοι συνεταιρισμοί, καταφέρνουν να παίξουν με επιτυχία στο γήπεδο των εξαγωγών, δομώντας τη γραμμή κρούσης τους γύρω από το δίπτυχο «ποιότητα-διαφοροποίηση».

Η στροφή προς το εξωτερικό υπαγορεύεται σαφέστατα και από τα σημάδια κορεσμού που παρουσιάζει τελευταία η ελληνική αγορά, καθώς, παρά το γεγονός ότι η συνολική εγχώρια παραγωγή τυροκομικών σε καμία περίπτωση δεν καλύπτει τη ζήτηση, η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος καθιστά τη γραβιέρα λιγότερο προσιτή στον καταναλωτή, ιδίως εκείνη που τιμολογιακά τοποθετείται στο «πάνω ράφι» της αγοράς. Τα πράγματα, ειδικά για τα προϊόντα που ανοίγουν στη μεγάλη οικογένεια των ΠΟΠ-ΠΓΕ, δυσκολεύει και η χαλαρότητα των ελεγκτικών μηχανισμών που επιτρέπει σε –συχνά επώνυμα– προϊόντα που φέρουν την κατοχυρωμένη ονομασία, δίχως όμως να πληρούν τις σχετικές προδιαγραφές, να κυκλοφορούν ανενόχλητα στην εσωτερική αγορά και να κλέβουν, μέσω της χαμηλότερης τιμής τους, μερίδια από τους «νόμιμους» παραγωγούς.

Στην εξίσωση θα πρέπει να προστεθούν και τα σοβαρά προβλήματα που ταλανίζουν ολόκληρη την αλυσίδα των συντελεστών του κτηνοτροφικού κλάδου, από την έλλειψη ρευστότητας και το διαρκώς αυξανόμενο κόστος παραγωγής των κτηνοτρόφων –που είχε ως αποτέλεσμα να μπουν «λουκέτα» σε πολλές εκμεταλλεύσεις την τελευταία τριετία– μέχρι το εξάμηνο… και πλέον των χρόνων αποπληρωμής εκ μέρους των σούπερ μάρκετ.

Διαβάστε περισσότερα στο φύλλο 24 της «ΥΧ» που κυκλοφορεί