Πρόσθετα τροφίμων: Νόστιμα είναι, ασφαλή;

Προστίθενται σκόπιμα στα τρόφιμα για να βελτιώσουν τη γεύση, την οσμή, την εμφάνιση, τη διατροφική αξία και το προσδόκιμο ζωής των τροφίμων. Ο λόγος για τα πρόσθετα τροφίμων, τις ουσίες εκείνες, δηλαδή, που προστίθενται στα τρόφιμα για να επιτελέσουν μια συγκεκριμένη λειτουργία και αναγράφονται με το γράμμα «Ε» στις ετικέτες των συσκευασιών.
Σύμφωνα με τον Ενιαίο Φορέα Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ): «Ως πρόσθετο τροφίμων νοείται οποιαδήποτε ουσία που είτε έχει θρεπτική αξία είτε όχι. Δεν καταναλώνεται συνήθως μόνη της ως τρόφιμο ούτε χρησιμοποιείται συνήθως ως χαρακτηριστικό συστατικό τροφίμων. Η σκόπιμη προσθήκη στα τρόφιμα, για τεχνολογικούς σκοπούς -κατά την κατασκευή, τη μεταποίηση, την παρασκευή, την κατεργασία, τη συσκευασία, τη μεταφορά ή την αποθήκευση- έχει ως αποτέλεσμα ή αναμένεται λογικά να έχει ως αποτέλεσμα, να αποτελέσει η ίδια ή τα παράγωγά της συστατικό στοιχείο των τροφίμων αυτών, άμεσα ή έμμεσα».
Η Ολυμπία Χαρισμιάδου, Γεωπόνος-Τεχνολόγος Τροφίμων και εργαζόμενη στο τμήμα Έρευνας & Ανάπτυξης της εταιρείας προσθέτων τροφίμων, «Νεφελούδης Θαλής» μάς πληροφορεί πως τα πρόσθετα ταξινομούνται με βάση τον λειτουργικό τους χαρακτήρα σε 26 κατηγορίες, μερικές από τις οποίες είναι οι ακόλουθες: αντιοξειδωτικά, γαλακτωματοποιητές, συντηρητικά, ενισχυτικά γεύσης, σταθεροποιητές, χρωστικές ουσίες.
«Τα πρόσθετα αξιολογούνται για την ασφάλειά τους πριν εγκριθούν για χρήση τους σε τρόφιμα και ροφήματα. Ανεξάρτητες επιτροπές επιστημόνων υποβάλλουν τα πρόσθετα σε κατάλληλες δοκιμές και τοξικολογική αξιολόγηση. Μόνο εάν αποδειχθεί η τεχνολογική ανάγκη για τη χρήση τους και η ασφάλειά τους, δηλαδή ότι δεν παρουσιάζουν κανένα κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία, εγκρίνονται. Κάθε πρόσθετο τροφίμων λαμβάνει ένα Ευρωπαϊκό Κωδικό Ταξινόμησης, που δηλώνεται με το γράμμα «Ε», συνοδευόμενο από ένα (συνήθως) τριψήφιο αριθμό.
Ο αριθμός «Ε» που αντιστοιχεί σε κάθε πρόσθετο, μάς «ενημερώνει» ότι το συγκεκριμένο συστατικό έχει υποστεί μία ιδιαίτερα αυστηρή διαδικασία αξιολόγησης ασφάλειας από την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) και έχει εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για χρήση στα τρόφιμα και τα ροφήματά μας», εξηγεί στην «ΥΧ» ο Δρ Αναστάσιος Παπαλαζάρου, διαιτολόγος – διατροφολόγος και διδάκτωρ στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο. Η Ολ. Χαρισμιάδου, συμπληρώνει «Η χρήση αυτών των ουσιών γίνεται στις ελάχιστες απαιτούμενες ποσότητες και σύμφωνα με τις επιστημονικές μελέτες δεν αποτελούν κίνδυνο για τον καταναλωτή».
Παρόλα αυτά, ο Γεώργιος Λεχουρίτης πρόεδρος της ΙΝΚΑ – Γενική Ομοσπονδία Καταναλωτών Ελλάδος (ΙΝ.ΚΑ/ΓΟΚΕ), αναφέρει πως στο τομέα των πρόσθετων ουσιών στα τρόφιμα υπάρχουν αρκετές ασάφειες με αποτέλεσμα να προκαλούν προβλήματα στην ενημέρωση και την ασφάλεια των καταναλωτών. «Τα πρόσθετα τροφίμων μπορούν να προκαλέσουν αλλεργίες ή ακόμα και θάνατο σε ανθρώπους που είναι επιρρεπείς σε κάποιες ουσίες».
Υποχρεωτική η αναγραφή στις συσκευασίες
Η Ολυμπία Χαρισμιάδου, η οποία εργάζεται στην εταιρεία προσθέτων τροφίμων, «Νεφελούδης Θαλής», εξηγεί «Η κάθε Βιομηχανία Τροφίμων είναι υποχρεωμένη να εναρμονίζεται με τις αρχές που θεσπίζει ο Ενιαίος Φορέας Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ) και οι οποίες έχουν θεσπιστεί για την Προστασία της Υγείας του Καταναλωτή.
Η κάθε εταιρία που κάνει χρήση προσθέτων ουσιών στα προϊόντα της, υποχρεούται να αναγράφει στην τελική ετικέτα του προϊόντος, στο κατάλογο των συστατικών, την ύπαρξη του προσθέτου.
Η αναγραφή αυτών στην ετικέτα γίνεται με την αναφορά της κατηγορίας στην οποία ανήκει το πρόσθετο και την ειδική τους ονομασία ή τον αριθμό EC (πχ ενισχυτικό γεύσης: γλουταμινικό μονονάτριο ή ενισχυτικό γεύσης: Ε621 )».
Ο Γεώργιος Λεχουρίτης, Πρόεδρος της ΙΝ.ΚΑ/ΓΟΚΕ αναφέρει «κάθε καθαρή αναφορά πρόσθετων δίνει την δυνατότητα στους καταναλωτές για σωστή ενημέρωση άρα και επιλογή, όποια εταιρεία δεν κάνει σωστές αναφορές τότε σαφέστατα παραπληροφορεί τους καταναλωτές εσκεμμένα προς ίδιο όφελος και κέρδος».
Κίνδυνοι από την μακροχρόνια κατανάλωση
«Η αξιολόγηση της ασφάλειας των πρόσθετων των τροφίμων είναι βασισμένη στις ανασκοπήσεις όλων των διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων παρατηρήσεων σε ανθρώπους και ζώα.
Από τα διαθέσιμα στοιχεία καθορίζεται ένα ανώτατο όριο μιας πρόσθετης ουσίας, που δεν έχει καμία αποδεδειγμένη τοξική επίδραση. Αυτό ονομάζεται «επίπεδο στο οποίο δεν παρατηρούνται δυσμενείς επιδράσεις» (NOAEL) και χρησιμοποιείται για να καθορίσει την «Αποδεκτή Ημερήσια Πρόσληψη» (ADI) για κάθε πρόσθετη ουσία τροφίμων.
Η ADI παρέχει ένα μεγάλο περιθώριο ασφάλειας και αναφέρεται στην ποσότητα μιας πρόσθετης ουσίας τροφίμων που μπορεί να λαμβάνεται καθημερινά στη δίαιτα, καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής, χωρίς οποιαδήποτε αρνητική επίπτωση στην υγεία», επισημαίνει ο Δρ Αναστάσιος Παπαλαζάρου.
Βικτωρία Αποστολοπούλου