Λιπάσματα: Αλλάζουν όλα στην ευρωπαϊκή αγορά – Έρχονται αυξήσεις τιμών

Σε παιχνίδι εντυπωσιασμού και επιβολής εξουσίας και όχι διπλωματίας και ουσίας εξελίσσονται οι διαπραγματεύσεις ΗΠΑ, Ρωσίας και Ουκρανίας για τερματισμό του πολέμου. Στη διελκυστίνδα μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών, που βλέπουμε να εξελίσσεται τις τελευταίες μέρες με φόντο το εμπόριο ορυκτών, πετρελαίου και σιτηρών στη Μαύρη Θάλασσα, προστίθεται και ο στρατηγικός ρόλος των ρωσικών λιπασμάτων.
Έχοντας λάβει ως δεδομένο ότι η Ευρώπη θα αποφασίσει το αμέσως επόμενο διάστημα να αυξήσει τους δασμούς εισαγωγής των ρωσικών αζωτούχων λιπασμάτων, η Ρωσία ζήτησε την απρόσκοπτη εξαγωγή από τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας των πρώτων υλών τροφίμων (σιτηρά, ηλιόσπορος κ.ά.) και λιπασμάτων (αμμωνία κ.ά.) προς τις διεθνείς αγορές –συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ– προκειμένου να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τον Λευκό Οίκο. Και στις 25 Μαρτίου, τελικά, το κατάφερε.
Έβαλε ως όρο να υπάρξει ελεύθερη εξαγωγή των προϊόντων της από τη Μαύρη Θάλασσα, προκειμένου να συμφωνήσει «ειρήνη» με την Ουκρανία. Βέβαια, οι διαπραγματεύσεις δεν έχουν ολοκληρωθεί. Έχει συμφωνηθεί μια εύθραυστη προσωρινή εκεχειρία 30 ημερών, η οποία παραβιάζεται συνεχώς. Επιπλέον, την Κυριακή είδαμε τον Ντόναλντ Τραμπ για πρώτη φορά να απειλεί ανοιχτά τη Ρωσία με επιβολή δασμών και ιδιαίτερα στο πετρέλαιο. Κάτι που δεν αποκλείεται να επεκταθεί και σε άλλες ρωσικές πρώτες ύλες, όπως τα λιπάσματα, εάν ο Βλάντιμιρ Πούτιν δεν συνεργαστεί με σκοπό την ειρήνη.
Ρεκόρ παραγωγής
Η ρωσική παραγωγή λιπασμάτων ξεπέρασε τους 63 εκατομμύρια τόνους το 2024, σημειώνοντας αύξηση 6%-7% σε ετήσια βάση, κάτι που ισοδυναμεί με ρεκόρ όλων των εποχών, ακόμα και σε σύγκριση με τη Σοβιετική Ένωση.
Από τους 63 εκατ., οι 40 εκατ. τόνοι εξάγονται, καθιστώντας τη Ρωσία παγκόσμιο ηγέτη στο εμπόριο λιπασμάτων. Και, μάλιστα, η αγορά λιπασμάτων της ΕΕ εξαρτάται κατά το 25% από τη Ρωσία και τη Λευκορωσία. Οι δύο χώρες πραγματοποιούν τα τελευταία χρόνια σειρά επενδυτικών κινήσεων τόσο σε παραγωγικές εγκαταστάσεις όσο και σε υποδομές (λιμάνια, σταθμοί φόρτωσης κ.λπ.).
Η αλήθεια είναι ότι σε αυτήν τη συγκυρία, με τον Ντόναλντ Τραμπ στο «οβάλ γραφείο», η Ρωσία έχει το πάνω χέρι σε σχέση με την Ουκρανία και την Ευρώπη. Αλλά η Ευρωπαϊκή Ένωση δέχεται και τις πιέσεις από τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες λιπασμάτων, για να περιοριστούν οι αθρόες εισαγωγές αμμωνίας από τη Ρωσία και τη Λευκορωσία.
Η θέση του Fertilisers Europe
Έτσι, είδαμε πριν από μερικές εβδομάδες τον Σύνδεσμο Fertilisers Europe να επιχαίρει την απόφαση της Κομισιόν για την επιβολή δασμών. Ο πρόεδρος του Συνδέσμου, Leo Alders, είχε πει στις 29 Ιανουαρίου 2025: «Για πολύ καιρό, η ευρωπαϊκή βιομηχανία λιπασμάτων ήταν εκτεθειμένη σε τεχνητά χαμηλές τιμές εισαγωγών από τη Ρωσία και τη Λευκορωσία, με αποτέλεσμα να στρεβλώνεται σοβαρά η αγορά και να υπονομεύεται ο θεμιτός ανταγωνισμός. Κατά συνέπεια, το ρωσικό μερίδιο των εισαγωγών αζωτούχων λιπασμάτων της ΕΕ έφτασε σε υψηλό 5ετίας, ενώ ο όγκος εισαγωγών ουρίας από τη Ρωσία έφτασε σε υψηλό 10ετίας. Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για δασμούς αποτελεί σαφή αναγνώριση της επιτακτικής ανάγκης να εξισωθούν οι όροι ανταγωνισμού και να διασφαλιστεί ότι οι Ευρωπαίοι παραγωγοί μπορούν να συνεχίσουν να παρέχουν υψηλής ποιότητας και βιώσιμα λιπάσματα για τους αγρότες σε όλη την Ευρώπη». Να σημειώσουμε εδώ ότι η Κομισιόν έχει προτείνει σταδιακή αύξηση των δασμών σε βάθος τριετίας, που θα φτάσει, τελικά, στο +25%. Βέβαια, η εξάρτηση της ελληνικής βιομηχανίας λιπασμάτων από τις ρωσικές πρώτες ύλες είναι μεγαλύτερη. Γι’ αυτό και ο πρόεδρος του ελληνικού Συνδέσμου Παραγωγών και Εμπόρων Λιπασμάτων, Δημήτρης Ρουσσέας, έχει προειδοποιήσει ότι «όταν βγάζουμε από το παιχνίδι σημαντικούς παραγωγούς όπως είναι η Ρωσία είναι μαθηματικά βέβαιο ότι οδηγούμαστε σε αύξηση τιμών των πρώτων υλών και των λιπασμάτων, το οποίο θα μετακυλήσει στον αγρότη και, τελικά, στον καταναλωτή.
Μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια για πληθωρισμό των τροφίμων. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να μας προβληματίσει». Και επεσήμανε την ανάγκη, «η Ευρώπη σε κάθε μέτρο και σε κάθε διαδικασία, που πάει να εφαρμόσει, να κάνει πρώτα μια μελέτη επιπτώσεων», επαναλαμβάνοντας τη θέση του ΣΠΕΛ, να στηριχθεί η ευρωπαϊκή βιομηχανία λιπασμάτων.
Συνεχείς οι μεταβολές στο κανονιστικό πλαίσιο
Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα γεωστρατηγικών απειλών και διαπραγματεύσεων, υπάρχει και ο «καταιγισμός» νέων κανονισμών από την Ευρωπαϊκή Ένωση που επηρεάζει σημαντικά το μέλλον του κλάδου των λιπασμάτων. Σύμφωνα με τον ΣΠΕΛ, ο ρυθμός τροποποίησης, αλλά και αναθεώρησης των ευρωπαϊκών νομοθεσιών είναι ιδιαίτερα γρήγορος και πιεστικός, δημιουργώντας ένα σύνθετο μεταβαλλόμενο νομοθετικά περιβάλλον για τις επιχειρήσεις. Έχει αποτυπωθεί από όλους τους φορείς και από την ίδια τη βιομηχανία ότι η κατάσταση αυτή μειώνει την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, απασχολώντας πολλαπλούς πόρους και αυξάνοντας το διοικητικό βάρος των επιχειρήσεων και το επενδυτικό ρίσκο.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι τους τελευταίους δύο μήνες έχουν δημοσιευτεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πάνω από 15 προτάσεις κανονιστικών ρυθμίσεων που αφορούν τη βιομηχανία. Συγκεκριμένα, στις 26 Φεβρουαρίου 2025, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε τη συμφωνία για καθαρή βιομηχανία «Clean Industry Deal».
Είχαν προηγηθεί κατά την περασμένη τετραετία τουλάχιστον άλλες δέκα νομοθετικές προτάσεις-πλαίσια, εκ των οποίων κάποιες εγκρίθηκαν και ξεκίνησε η εφαρμογή τους και άλλες αναβλήθηκαν για το μέλλον ή ακόμα συζητούνται στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Σε κάθε περίπτωση, οι επιχειρήσεις παραγωγής και εμπορίας λιπασμάτων καλούνται να παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις και να είναι προετοιμασμένες για κάθε τυχόν αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας τους, που επιβάλλεται από το νομοθετικό πλαίσιο.
Παράλληλα, θα πρέπει να συμμετέχουν στις συζητήσεις για βελτίωση των προτάσεων και να παρέχουν ανατροφοδότηση (feedback) στους θεσμούς από την πρακτική εφαρμογή.