Δυτική Θεσσαλονίκη: Γεωπολιτική αστάθεια, λειψυδρία και εισαγωγές απειλούν τη βιωσιμότητα της ορυζοκαλλιέργειας

Ανοιχτό το ενδεχόμενο κινητοποιήσεων εντός Αυγούστου για το αρδευτικό νερό
14/07/2025
5' διάβασμα
dytiki-thessaloniki-geopolitiki-astatheia-leipsydria-kai-eisagoges-apeiloun-ti-viosimotita-tis-oryzokalliergeias-357703

Ετος πολλαπλών προκλήσεων και δοκιμασιών για τους ορυζοκαλλιεργητές της Χαλάστρας αποδεικνύεται το 2025. Η κλιματική αβεβαιότητα, ο διεθνής ανταγωνισμός, οι δασμοί Τραμπ και οι γεωπολιτικές εντάσεις συμπίπτουν με μεγάλες ελλείψεις σε νερό, ήδη από την αρχή της καλλιεργητικής περιόδου, αλλά και με την αύξηση του κόστους παραγωγής, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα αστάθειας και αβεβαιότητας για τη βιωσιμότητα της ίδιας της παραγωγής και της καλλιέργειας, σε μια περιοχή, μάλιστα, όπου παράγεται περίπου το 70%-80% του ελληνικού ρυζιού της χώρας.

Από τις αρχές του έτους έχει καταγραφεί κάθετη πτώση της εμπορικής ζήτησης, τους τελευταίους τέσσερις μήνες δεν έχει γίνει καμιά απολύτως πράξη, με αποτέλεσμα οι αποθήκες των συνεταιρισμών να φιλοξενούν αδιάθετο έως και το 20% της περσινής σοδειάς, όπως επισημαίνει ο πρόεδρος του Α’ Αγροτικού Συνεταιρισμού Χαλάστρας, Χρήστος Γκαντζάρας.

Σύμφωνα με τον ίδιο, εάν δεν διατεθούν οι ποσότητες αυτές στην αγορά, τότε θα αναγκαστούν να πουλήσουν το προϊόν σε χαμηλότερες –μη συμφέρουσες για τον παραγωγό– τιμές και δεν αποκλείεται να ζητήσουν να ενταχθούν στο έκτακτο μέτρο ρευστότητας για τους πληγέντες αγρότες, το γνωστό Μέτρο 23.

«Δεν φτάνουν ούτε οι οικονομικές ενισχύσεις για να καλλιεργήσουμε, το κόστος παραγωγής είναι υψηλότατο και βάζουμε χρήματα και από την τσέπη μας. Εάν δεν σταματήσουν οι εισαγωγές ρυζιού χαμηλού κόστους από τρίτες χώρες εκτός ΕΕ, οι μικρομεσαίοι παραγωγοί δεν θα αντέξουν να ξανακαλλιεργήσουν κι έτσι θα περάσουν οι καλλιέργειες στα χέρια των “δυνατών”», υπογραμμίζει ο κ. Γκαντζάρας.

Όπως αναφέρει, το ποσοστό της πτώσης των πωλήσεων φτάνει περίπου στο 30%. «Εάν πούμε ότι ξεκίνησε η αγορά στο μεσόσπερμο, περίπου στα 400-430 ευρώ/τόνο και στο μακρύσπερμο γύρω στα 500 ευρώ/τόνο, αυτήν τη στιγμή έχουμε περίπου στα 300-330 ευρώ/τόνο στο μεσόσπερμο και 350-370 ευρώ/τόνο στο μακρύσπερμο. Το κόστος παραγωγής είναι πολλαπλάσιο από τις τιμές πώλησης. Υπολογίζω ότι έχουμε ένα έλλειμμα 100 ευρώ το στρέμμα», διαπιστώνει.

«Αγκάθι» οι εισαγωγές και οι διεθνείς εξελίξεις

Αναφερόμενος στις γεωπολιτικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, ο ίδιος τονίζει πως είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουν σήμερα, καθώς οι εξαγωγές προς αυτές της αγορές έχουν παγώσει λόγω των εντάσεων, ενώ και η Τουρκία, που αποτελούσε μια σημαντική χώρα-προμηθευτή του ευρωπαϊκού ρυζιού, στράφηκε σε άλλες, πιο φθηνές αγορές, εξαιτίας της «βουτιάς» που σημειώνει το τουρκικό νόμισμα. Επιπλέον, η επανέναρξη εισαγωγών ρυζιού χαμηλού κόστους από τρίτες χώρες εκτός ΕΕ –αμφίβολης ποιότητας– έπληξε την ανταγωνιστικότητα του προϊόντος.

«Ξεκίνησε πολύ καλά η αγορά και κλείνει πολύ άσχημα η χρονιά», συνοψίζει ο κ. Γκαντζάρας, εξηγώντας ότι «πριν από λίγες ημέρες βρεθήκαμε στις Βρυξέλλες όλες οι ευρωπαϊκές χώρες παραγωγοί και τα προβλήματα είναι όλα κοινά, όπως οι εισαγωγές ρυζιού χωρίς δασμούς από τρίτες χώρες, αλλά και οι δραστικές ουσίες που είναι απαγορευμένες στην Ευρώπη και γίνεται αλλεπάλληλη χρήση φαρμάκων για την καταπολέμηση των ζιζανίων, που έχουν ανεβάσει το κόστος παραγωγής στα ύψη. Δυστυχώς, βλέπουμε μια Ευρώπη που δεν κάνει τους απαραίτητους ελέγχους και δεν βάζει “κόφτη” στις εισαγωγές», αναφέρει.

Αν και την τελευταία διετία έχουν αυξηθεί οι εκτάσεις με ρύζι στην περιοχή, αφού πολλοί αγρότες έσπευσαν να καλλιεργήσουν το προϊόν αντί για βαμβάκι, εξαιτίας της χαμηλής τιμής, ωστόσο, ο πρόεδρος του συνεταιρισμού δεν αποκλείει το ενδεχόμενο από του χρόνου να μειωθούν οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις ρυζιού, αφήνοντας τους αγρότες να αναρωτιούνται για το ποιες παραγωγές είναι, τελικά, δυνατές.

«Καίγονται» τα χωράφια

Το ενεργειακό κόστος, οι ανατιμήσεις στα λιπάσματα και φυτοφάρμακα (έως και 50%), καθώς και η αύξηση στις χρεώσεις ΤΟΕΒ επιβαρύνουν ασφυκτικά τους παραγωγούς. Ταυτόχρονα, έργα υποδομής, όπως τα αντλιοστάσια, μένουν χωρίς επαρκή χρηματοδότηση.

«Η κυβέρνηση πρέπει να μας πάρει σοβαρά εμάς τους παραγωγούς και να δει τι γίνεται με το νερό ή και με τις συμφωνίες που έχει συνάψει με άλλες χώρες για τη διαχείριση του νερού. Εάν δεν θέλουν να ξαφνιαστούν από έντονες κινητοποιήσεις από τα μέσα Ιουλίου και τον Αύγουστο, ας φροντίσουν το θέμα της άρδευσης, γιατί τα χωράφια “καίγονται” για νερό. Έργα υποδομών δεν υπάρχουν ή ό,τι υπάρχει είναι από τη δεκαετία του 1960, οι κοίτες των ποταμών δεν έχουν καθαριστεί, δεν υπάρχουν φράγματα. Έχουμε άλλους δύο μήνες μπροστά μας που χρειαζόμαστε νερά και έρχονται καύσωνες. Παρά τις όποιες υποσχέσεις που μας έδωσαν, δεν έγινε τίποτε, γιατί τίποτε δεν λειτουργεί», ισχυρίζεται ο πρόεδρος του συνεταιρισμού.