Meta-terroir, μια πολιτική ανασυγκρότησης του ελληνικού αμπελοοινικού τομέα

Οι προκλήσεις της ελληνικής αμπελουργίας είναι πολυδιάστατες και επηρεάζουν την παραγωγή, την ποιότητα και τη βιωσιμότητα. Κύρια προβλήματα αποτελούν η κατακερματισμένη ιδιοκτησία γης, η ηλικία του αμπελώνα, η περιορισμένη πρόσβαση σε σύγχρονες τεχνολογίες, η αδυναμία συστηματικής προώθησης των προϊόντων σε διεθνές επίπεδο, καθώς και η οικονομική πίεση από την ανταγωνιστική παγκόσμια αγορά. Επιπλέον, το φαινόμενο της εκρίζωσης παλαιών αμπελώνων, λόγω οικονομικής αδυναμίας ή ενασχόλησης με άλλες καλλιέργειες, μειώνει την παραγωγική βάση και αποδυναμώνει τη συνοχή του κλάδου. Στα εμπόδια συγκαταλέγονται η έλλειψη πρόσβασης σε κατάλληλη γη για νέους αγρότες, η οποία περιορίζει την ανανέωση του παραγωγικού δυναμικού και την ανάπτυξη νέων εκτάσεων με ανθεκτικές ποικιλίες και βιώσιμες μεθόδους. Επομένως, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι οι προκλήσεις είναι συνδεδεμένες και αλληλένδετες με τα όποια εμπόδια.
Σήμερα, η αμπελουργία για έναν νέο ή μικρό παραγωγό μπορεί να είναι βιώσιμη υπό προϋποθέσεις. Η βιωσιμότητα της αμπελουργίας για νέους και μικρούς παραγωγούς είναι περιορισμένη, κυρίως λόγω υψηλού κόστους εγκατάστασης, κατακερματισμού γης και ασταθών αποδόσεων. Πολλοί παραγωγοί βασίζονται σε επιδοτήσεις ή συνδυάζουν το εισόδημά τους με άλλες δραστηριότητες. Για να καταστεί οικονομικά βιώσιμη, απαιτείται εκσυγχρονισμός, συνεργασίες, προστιθέμενη αξία μέσω πιστοποιήσεων και branding, καθώς και πρόσβαση σε χρηματοδότηση και εκπαίδευση.
Η κλιματική κρίση/αλλαγή ως παράγοντας αποσταθεροποίησης
Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει σημαντικά το αμπελοκαλλιεργητικό περιβάλλον στην Ελλάδα, με αυξημένες θερμοκρασίες, ακανόνιστες βροχοπτώσεις και συχνότερα ακραία καιρικά φαινόμενα (όπως παγετοί και ξηρασίες). Αυτές οι αλλαγές έχουν οδηγήσει σε πρόωρη ωρίμανση των σταφυλιών, μείωση της οξύτητας και αλλαγές στη σύνθεση των φαινολών, επηρεάζοντας αρνητικά τη γευστική ποιότητα του κρασιού. Παράλληλα, η αύξηση του στρες από ξηρασία και υψηλές θερμοκρασίες μειώνει τις αποδόσεις και ενισχύει την ευαισθησία σε ασθένειες και έντομα.
Μια άμεση εφαρμογή προγραμμάτων ακολουθίας βέλτιστων πρακτικών είναι απαραίτητη και έχει ήδη καθυστερήσει. Θα πρέπει η χώρα μας να ευθυγραμμιστεί με τις διεθνείς πρακτικές. Ας δούμε τις πρακτικές γειτονικών μας χωρών, οι οποίες έχουν ξεκινήσει προγράμματα βέλτιστων πρακτικών: Η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία εφαρμόζουν ήδη μεθόδους όπως η επιλογή ανθεκτικών ποικιλιών, η διαχείριση νερού μέσω σύγχρονων συστημάτων άρδευσης και η χρήση ψηφιακής γεωργίας. Η Ελλάδα χρειάζεται να ενισχύσει την έρευνα, να επενδύσει στην εκπαίδευση και να υποστηρίξει τη μετάβαση σε καινοτόμες τεχνικές, ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης.
Εδώ να σημειώσουμε ότι υπάρχουν ελληνικές και διεθνείς ποικιλίες που παρουσιάζουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα σε ξηρασία, ασθένειες και ακραίες καιρικές συνθήκες. Στην Ελλάδα, παραδοσιακές ποικιλίες, όπως το Αγιωργίτικο, το Ξινόμαυρο και το Μοσχάτο, εμφανίζουν σημαντική ανθεκτικότητα, ενώ η έρευνα και οι δοκιμές για την εισαγωγή και προσαρμογή υβριδίων και ανθεκτικών ποικιλιών σε επίπεδο βιότοπου είναι μια άλλη επιλογή. Ερευνητικά δεδομένα αναφέρουν ότι αυτό που λέμε «ποικιλία» στην Ελλάδα είναι στην πραγματικότητα πληθυσμοί που θα μπορούσαν να στηρίξουν τη γενετική προσαρμογή της κλιματικής αλλαγής ως μια γενετική τράπεζα. Η ενσωμάτωση ανθεκτικών ποικιλιών στην αμπελουργία είναι κρίσιμη για τη διατήρηση της παραγωγής υπό τις νέες κλιματικές συνθήκες.
Οι βασικές προκλήσεις και τα εμπόδια στη βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής αμπελουργίας
Εκτάσεις από 660.000 στρ. (2005) σε Αιτίες: Κλιματική αλλαγή (ξηρασία, ασθένειες, ακραία φαινόμενα), γηρασμένος αμπελώνας (>30 έτη μέσος όρος), απουσία εξαγωγικής στρατηγικής και νέων παραγωγών.
Ο ρόλος των παραγωγών περιορίζεται στην παροχή πρώτης ύλης· δεν έχουν τεχνογνωσία, πρόσβαση σε ψηφιακά εργαλεία, στο branding ή στην προστιθέμενη αξία, οδηγώντας σε χαμηλές τιμές και εγκατάλειψη.
Σήμερα, τα ΠΟΠ/ΠΓΕ δεν διασφαλίζουν ποιότητα, ποιοτικό επίπεδο ή διακριτότητα. Η χρήση τους είναι γενικόλογη και εξαφανίζει την τοπική ταυτότητα (π.χ. «Τοπικός Οίνος Cabernet»).
Ενώ οι εξαγωγές αυξάνονται σε premium κατηγορίες, στο εσωτερικό οι εισαγωγές bulk οίνου αυξάνονται κατά ~40% . Η συγκέντρωση σε δέκα οινοποιεία, η αποσύνδεση παραγωγών από το τελικό προϊόν και η πτώση της εγχώριας βάσης αποτελούν δομικά προβλήματα.
Παραμένουν αναξιοποίητοι >100.000 τόνοι υποπροϊόντων ετησίως – στέμφυλα και οινολάσπες, όταν άλλες χώρες τα μετατρέπουν σε κομπόστ, εκχυλίσματα ή βιοενέργεια. |
Η εκπαίδευση και η χρήση ψηφιακών τεχνολογιών
Η εκπαίδευση μπορεί να υποστηρίξει ολιστικά την αμπελουργία, από την καλλιέργεια έως την εμπορία. Οι παραγωγοί μπορούν να αποκτήσουν γνώσεις για βιώσιμες καλλιεργητικές πρακτικές, διαχείριση ασθενειών, χρήση τεχνολογιών και βελτίωση ποιότητας. Παράλληλα, η εκπαίδευση στην τυποποίηση, την πιστοποίηση και τις διεθνείς αγορές βοηθά τους παραγωγούς να κατανοήσουν τις απαιτήσεις των εξαγωγών και να αναπτύξουν επιχειρηματικές δεξιότητες. Με τη σύνδεση εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, συνεταιρισμών και επιχειρηματικών συμβούλων, η αλυσίδα αξίας ενισχύεται συνολικά.
Επίσης, η εισαγωγή ψηφιακών τεχνολογιών στην ελληνική αμπελουργία, ακόμα και για μικρούς παραγωγούς, είναι εφικτή μέσω της χρήσης φιλικών προς τον χρήστη εφαρμογών κινητών τηλεφώνων, φθηνών αισθητήρων εδάφους και κλιματικών παραμέτρων, καθώς και υπηρεσιών cloud για την επεξεργασία δεδομένων. Το πρώτο βήμα είναι η ενημέρωση και η εκπαίδευση για την αξία και τη χρήση αυτών των εργαλείων, σε συνδυασμό με τη δημιουργία συνεργατικών μοντέλων, όπου οι μικροί παραγωγοί μοιράζονται τα έξοδα και την τεχνογνωσία. «Κλειδί» είναι η ανάπτυξη προσαρμοσμένων ψηφιακών λύσεων, με υποστήριξη από φορείς και συνεταιρισμούς.
Τι ζητά σήμερα η αγορά του οίνου – Μπορεί να ανταποκριθεί ένας γηρασμένος αμπελώνας;
Η διεθνής αγορά ζητά αυθεντικότητα, υψηλή ποιότητα, μοναδικότητα και προϊόντα με περιβαλλοντική και κοινωνική υπευθυνότητα. Υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον για κρασιά με ιστορία, terroir και βιολογική ή ολοκληρωμένη καλλιέργεια. Η Ελλάδα, με τις γηγενείς ποικιλίες και το πλούσιο terroir της, έχει τη δυνατότητα να ανταποκριθεί, ιδιαίτερα σε premium τμήματα. Ωστόσο, η αύξηση της ποσότητας απαιτεί οργάνωση, επένδυση σε τεχνολογία και στήριξη νέων αμπελώνων. Η βελτίωση της πιστοποίησης και του ελέγχου ποιότητας είναι προϋποθέσεις για την ισχυρή διεθνή παρουσία.
Υπάρχουν ποικιλίες, όπως το Αγιωργίτικο, το Ξινόμαυρο, το Ασύρτικο και το Μοσχάτο, που παρουσιάζουν σημαντικό εξαγωγικό δυναμικό λόγω της μοναδικότητας και της υψηλής ποιότητας που μπορούν να προσφέρουν. Το Ασύρτικο, ειδικότερα, έχει κερδίσει διεθνή αναγνώριση για την ποιότητα και την ιδιαιτερότητά του. Η Ελλάδα μπορεί να γίνει ανταγωνιστική παγκοσμίως, εφόσον συνδυάσει την ποιοτική παραγωγή με αποτελεσματικό branding, πιστοποιήσεις και προώθηση της γηγενείας της οινοποιίας. Η διαφοροποίηση και η ανάδειξη του terroir ήταν πάντα κομβικά στοιχεία.
Υπάρχουν ενδείξεις γήρανσης του αμπελώνα, με μεγάλα ποσοστά παλαιών φυτειών που παρουσιάζουν μειωμένη παραγωγικότητα και αυξημένη ευαισθησία σε ασθένειες. Η γήρανση σημαίνει μείωση αποδόσεων, δυσκολίες στη διαχείριση και ανάγκη ανανέωσης με νέα, ανθεκτικά και αποδοτικά φυτά. Η ανανέωση είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας και την προσαρμογή στις σύγχρονες προκλήσεις, αλλά απαιτεί σημαντικές επενδύσεις.
Οι αδυναμίες απέναντι σε μια ανταγωνιστική αγορά
Η απουσία εθνικής στρατηγικής μάρκετινγκ και η πολυδιάσπαση παραγωγών έχουν εμποδίσει την εδραίωση ενός ενιαίου ελληνικού brand. Επιπλέον, η περιορισμένη επένδυση στην προβολή και η ανεπαρκής αξιοποίηση των μοναδικών χαρακτηριστικών των ελληνικών ποικιλιών και terroir μειώνουν την αναγνωρισιμότητα. Η έλλειψη συνοχής μεταξύ φορέων, παραγωγών και εξαγωγέων περιορίζει την ικανότητα προώθησης του ελληνικού οίνου ως συνόλου.
Η απουσία της συλλογικότητας επιτείνει τις αδυναμίες να εκφραστεί η βιωσιμότητα του τομέα. Απαιτείται ενίσχυση της συλλογικής ταυτότητας και της δημιουργίας ισχυρών συνεταιρισμών, ενώσεων, ομάδων και δικτύων συνεργασίας, που θα επιτρέψουν την κοινή χρήση πόρων, τεχνογνωσίας και στρατηγικής μάρκετινγκ. Μέσω αυτών, οι μικροί παραγωγοί μπορούν να κερδίσουν σε οικονομία κλίμακας, πρόσβαση σε διεθνείς αγορές και βελτίωση της ποιότητας. Η κοινή ταυτότητα μπορεί να βασιστεί σε κοινά πρότυπα ποιότητας, πιστοποιήσεις και branding που προβάλλουν την ελληνική παράδοση και το νέο terroir.
Έννοια και λειτουργικότητα
Το meta-terroir ορίζεται ως ένα συστημικό πλαίσιο ερμηνείας και ενίσχυσης της τοπικής ταυτότητας και ποιότητας, το οποίο συνδυάζει:
- Το φυσικό terroir (έδαφος, κλίμα, βιοποικιλότητα).
- Τη βιοκοινωνική δυναμική (παραδόσεις, γνώσεις, συλλογική μνήμη).
- Τη μεταβιομηχανική διάσταση (τεχνολογία, βιοοικονομία, κυκλικότητα).
- Την πολιτισμική-αισθητική έκφραση (γεύση, αφήγηση, τέχνη).
Πρόκειται για έναν διεπιστημονικό και πολυεπίπεδο μετασχηματισμό της έννοιας της τοπικότητας, που δεν εγκλωβίζεται στο παραδοσιακό, αλλά αγκαλιάζει την καινοτομία, τη γνώση και τη συμμετοχική βιώσιμη ανάπτυξη. Αποτελεί εργαλείο σχεδιασμού στρατηγικών ενδυνάμωσης των τοπικών οικονομιών και αναβάθμισης της αυθεντικότητας των προϊόντων τους.
Η έννοια του «meta-terroir» επεκτείνει την παραδοσιακή έννοια του terroir πέρα από τα φυσικά χαρακτηριστικά (έδαφος, κλίμα, γεωγραφία) και ενσωματώνει πολιτισμικές, κοινωνικές, τεχνολογικές και μεταβιομηχανικές παραμέτρους στην κατανόηση και προώθηση τοπικών προϊόντων. Το meta-terroir δεν αφορά μόνο τη γευστική ταυτότητα ενός προϊόντος, αλλά και τη δυναμική εξέλιξη της σχέσης τόπου-ανθρώπου-τεχνολογίας, μέσα από τις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής, της παγκοσμιοποίησης και της ψηφιακής εποχής.
Ως εργαλείο βιώσιμης περιφερειακής ανάπτυξης, το meta-terroir:
- Ενισχύει τη διαφοροποίηση των τοπικών προϊόντων με στοιχεία ταυτότητας που δεν περιορίζονται στο παραδοσιακό, αλλά ενσωματώνουν στοιχεία καινοτομίας, επιστήμης, κοινωνικής μνήμης και βιώσιμης πρακτικής.
- Υποστηρίζει την πολυεπίπεδη αφήγηση της τοπικότητας, μέσα από πλαίσια όπως η βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη, οι αγροβιομηχανικές διαδρομές, τα εκπαιδευτικά δίκτυα και η πολιτισμική δημιουργικότητα.
- Διευκολύνει τη δικτύωση μεταξύ αγροτών, επιστημόνων, πολιτών και δημιουργικών βιομηχανιών, συμβάλλοντας σε συστήματα καινοτομίας που ενισχύουν την κοινωνική συνοχή και την τοπική οικονομία.
Έτσι, το meta-terroir λειτουργεί ως μια συστημική και προοδευτική έννοια τοπικής αυθεντικότητας, που μπορεί να κινητοποιήσει ανθρώπινο και φυσικό κεφάλαιο προς την κατεύθυνση της ανθεκτικότητας και της δημιουργικής ανασυγκρότησης των αμπελοοινικών περιφερειών.
Επίλογος – Συμπεράσματα
Η παρούσα ανασκόπηση και συλλογιστική αναφορά αναδεικνύει την ανάγκη για μια νέα εννοιολογική, επιστημονική και αναπτυξιακή προσέγγιση της έννοιας του «terroir» του ελληνικού αμπελώνα και αμπελοοινικού τομέα, η οποία θα πρέπει να ανταποκριθεί στις προκλήσεις του 21ου αιώνα. Το meta-terroir δεν αποτελεί απλώς μία επαναδιατύπωση της τοπικότητας, αλλά ένα στρατηγικό εργαλείο μετάβασης προς συστήματα παραγωγής, κατανάλωσης, ταυτότητας και αφήγησης, τα οποία εδράζονται στη βιωσιμότητα, τη συλλογικότητα, την επιστημονική γνώση και την πολιτισμική ευαισθησία.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι: Να επιλέξει τη μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, με ταυτότητα, γνώση και αναγέννηση, ή να συνεχίσει στον «αυτόματο πιλότο» της αποδιάρθρωσης και της απώλειας προστιθέμενης αξίας.
Ο ελληνικός αμπελώνας και ο αμπελοοινικός τομέας μπορούν να μετασχηματιστούν από «underrated» σε «premium», με ανθεκτικότητα και βιωσιμότητα, μέσα από τη συλλογική προσπάθεια, τις σύγχρονες πρακτικές και το meta-terroir.
Μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο
Το meta-terroir εξελίσσει την έννοια του terroir σε ένα δυναμικό, γεωχωρικό και κοινωνικό μοντέλο, με έμφαση στην ανθεκτικότητα, τη συλλογική παραγωγή και τη βιωσιμότητα.
Ενσωμάτωση μικροζωνών, παρακολούθηση δεικτών ανθεκτικότητας, πράσινα και κοινωνικά κριτήρια, υποχρεωτική ψηφιακή ιχνηλασιμότητα.
Το σχεδιασμένο σήµα APA συνδυάζει:
|