Άφαντη η Υπουργική Απόφαση για τα ανόργανα λιπάσματα

Την υπομονή του κλάδου των λιπασμάτων εξακολουθεί να δοκιμάζει η κωλυσιεργία γύρω από τη συμπλήρωση του νομοθετικού κενού για τα ανόργανα λιπάσματα, που μέχρι πρότινος καλύπτονταν με τον ΕΚ 2003/2033.

Σε συνέχεια προηγούμενων διαβεβαιώσεωνν από την Πλατεία Βάθης, ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Γιώργος Στύλιος, είχε προαναγγείλει στις 10 Φεβρουαρίου, κατά την κοπή της πίτας του ΣΠΕΛ, ότι το ζήτημα θα διευθετηθεί με Υπουργική Απόφαση, η οποία επρόκειτο να εκδοθεί άμεσα. Έναν μήνα μετά, η πολυαναμενόμενη απόφαση εξακολουθεί να αναζητείται, έστω κι αν οι τελευταίες πληροφορίες αναφέρουν ότι βρίσκεται στο στάδιο της επεξεργασίας από το Τμήμα Λιπασμάτων.

Σε πρόσφατη επιστολή του, ο Σύνδεσμος υπογράμμιζε ότι τα λιπάσματα αυτά αντιπροσωπεύουν το 85% της αγοράς, ενώ σημείωνε ότι η παρούσα εθνική νομοθεσία είναι ανεπαρκής, αφενός εξαιτίας της μεγάλης κωλυσιεργίας της ΤΕΓΕΛ (που, όπως ανέφερε, έχει να συνεδριάσει από τις 16 Δεκεμβρίου), αφετέρου λόγω της κατακόρυφης αύξησης των αιτήσεων των εταιρειών λιπασμάτων για τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας εθνικών λιπασμάτων (νέου τύπου).

«Ο μεγαλύτερος όγκος των αιτήσεων αφορούν τα εν λόγω σκευάσματα ανόργανων λιπασμάτων και παρά το αίτημα του ΣΠΕΛ στις 11/1/23 στην Αρμόδια Υπηρεσία για πιο συχνή σύγκλιση της ΤΕΓΕΛ, πάλι δεν υπάρχει καμία επιτάχυνση των διαδικασιών», σημείωνε ο Σύνδεσμος, συμπληρώνοντας ότι «όχι μόνο δεν υπάρχει πρόνοια για τη λύση του προβλήματος, αλλά υπάρχει και εσφαλμένη εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1009/2019», με αποτέλεσμα οι εταιρείες να καλούνται «να δηλώνουν στην ψηφιακή πλατφόρμα των λιπασμάτων όσα από τα λιπάσματα κυκλοφορούν με τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 1009/2019, ενώ έχει δημιουργηθεί μια άτυπη διαδικασία προέγκρισης, κάτι που δεν προβλέπεται πουθενά στον Ευρωπαϊκό Κανονισμό και έχει ρητά διευκρινιστεί και από την ΕΕ. Στην αρχή ζητείτο να κατατίθεται στην πλατφόρμα η Δήλωση Βαρέων Μετάλλων των προϊόντων λίπανσης, στη συνέχεια η Δήλωση Συμμόρφωσης και τώρα ζητείται η ετικέτα των προϊόντων».

Η κατάσταση αυτή έχει ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον ΣΠΕΛ, «να πλήττεται η βιωσιμότητα των εταιρειών και η επιχειρηματικότητα, να περιορίζονται οι επιλογές του Έλληνα αγρότη και να δημιουργούνται παραπλανητικά δημοσιεύματα για την ποιότητα των λιπασμάτων, αυξάνοντας εντέλει το κόστος παραγωγής».