Μια ανάσα πριν τα 41, στα 40,98 λεπτά το κιλό, ήταν το πραγματικό κόστος παραγωγής για το αγελαδινό γάλα στη Γερμανία το γ΄ τρίμηνο του 2017, έναντι των 42 λεπτών το κιλό για το β΄ τρίμηνο του ίδιου έτους, σύμφωνα με στοιχεία του γερμανικού γραφείου για τη γεωργία και την οικονομία της γεωργίας (Büro für Agrarsoziologie und Landwirtschaft, BAL). Σημειώνεται ότι το BAL υπολογίζει το πραγματικό κόστος για την παραγωγή γάλακτος στη Γερμανία από το 2012 (βλ. πίνακας 1).

Πιο πάνω, στα 41,17 λεπτά το κιλό ήταν το 2016, ενώ ακόμη υψηλότερα, στα 44,08 λεπτά το κιλό, ήταν το κόστος το 2012. Σε μια πρώτη ανάγνωση, σύμφωνα και με τα στοιχεία του BAL, φαίνεται ότι χωρίς τις επιδοτήσεις δεν είναι βιώσιμη η παραγωγή του προϊόντος και ειδικά με βάση τις τιμές που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια της κρίσης γάλακτος (2015-2016).

Όμως, για να εξάγει κανείς ασφαλή συμπεράσματα, θα πρέπει να λάβει υπόψη του πώς υπολογίζεται κάθε φορά το κόστος παραγωγής, δηλαδή αν συμπεριλαμβάνονται μια σειρά βασικών παραμέτρων, όπως για παράδειγμα η παραγωγικότητα του ζωικού κεφαλαίου ή το κόστος της εργασίας των ιδιοκτητών, αλλά και πώς δομείται η εκάστοτε αγορά και το διεθνές οικονομικό κλίμα.

Με βάση αυτά τα στοιχεία, συνομιλώντας με έμπειρους καθηγητές, αλλά και με κορυφαίους αγελαδοτρόφους της χώρας, χαρτογραφούμε τις τρέχουσες συνθήκες για το κόστος του αγελαδινού γάλακτος.

Δεν έχει ισορροπήσει η Γερμανία

Οι τιμές του γάλακτος στην ευρωπαϊκή αγορά έχουν αυξηθεί κατά 30%, στα 0,35 ευρώ το κιλό από τα 0,27 ευρώ το κιλό το ίδιο διάστημα πριν από έναν χρόνο, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου Γάλακτος της Κομισιόν που παρουσίασε η «ΥΧ» στο προηγούμενο φύλλο. Αυτό σημαίνει ότι, σταδιακά, βελτιώνονται και τα περιθώρια κέρδους των γαλακτοκομικών μονάδων στην ΕΕ. Όμως, όπως σημειώνουν οι αναλυτές του BAL, παρά το χαμηλότερο κόστος παραγωγής και τις υψηλότερες τιμές, ακόμη δεν υπάρχει ισορροπία μεταξύ των δύο αυτών παραμέτρων στη γερμανική αγορά γάλακτος. Συγκεκριμένα, το κόστος παραγωγής, σε σύγκριση με την παραπάνω τιμή, είναι χαμηλότερο κατά 9%.

Σχετικά με τη διάσταση που υπάρχει μεταξύ κόστους παραγωγής και τιμής πώλησης του αγελαδινού, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Γάλακτος (ΕΜΒ), Romuald Schaber, σχολίασε τα εξής: «Είναι ενθαρρυντικό που το χάσμα μεταξύ κόστους παραγωγής και τιμής διάθεσης του αγελαδινού γάλακτος μειώνεται. Ωστόσο, αν αναλογιστούμε τις απώλειες που έχουν καταγραφεί τα τελευταία χρόνια, οι τιμές αυτές ακόμη δεν είναι αρκετές για να επέλθει ισορροπία και να ξεκινήσουν οι επενδύσεις, που οι γαλακτοπαραγωγοί στην Ευρώπη έχουν αναβάλει μέχρι στιγμής. Και, δυστυχώς, αυτά τα στοιχεία δείχνουν επίσης ότι οι γαλακτοπαραγωγοί δεν ευνοούνται επαρκώς από την άνοδο στις τιμές του βουτύρου».

Στα 36-37 λεπτά το κιλό το κόστος παραγωγής στην Ελλάδα

Σχολιάζοντας στην «Ύπαιθρο Χώρα» το κόστος παραγωγής αγελαδινού στη Γερμανία και στην Ελλάδα, ο Γιώργος Ζέρβας, καθηγητής στο Εργαστήριο Φυσιολογίας Θρέψεως και Διατροφής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΓΠΑ), αναφέρει χαρακτηριστικά: «Tο κόστος παραγωγής εξαρτάται από τον τρόπο υπολογισμού που χρησιμοποιούμε κάθε φορά. Συγκεκριμένα για την Ελλάδα, αν συνυπολογίσουμε και την εργασία των ίδιων των ιδιοκτητών των μονάδων, το κόστος είναι πάνω από 50 λεπτά το κιλό, ενώ χωρίς τη δαπάνη της οικογενειακής εργασίας και το ενοίκιο γης, κυμαίνεται από 36-37 λεπτά το κιλό».

Οι ζωοτροφές ανεβάζουν το κόστος

«Από τη στιγμή που βελτιώθηκε η διεθνής τιμή γάλακτος, δηλαδή από τα 36-37 λεπτά το κιλό που ήταν πριν από 1 χρόνο πήγε στα 40-41 λεπτά, βρίσκονται σε καλύτερη μοίρα και οι ελληνικές αγελαδοτροφικές μονάδες», σημειώνει ο κ. Ζέρβας. Σύμφωνα με τον ίδιο, στην αύξηση των τιμών συνετέλεσε το γεγονός ότι σφαγιάστηκαν πάρα πολλές αγελάδες, οπότε δημιουργήθηκε έλλειμμα στη διεθνή αγορά γάλακτος και ταυτόχρονα αυξήθηκε η κινεζική ζήτηση. Όμως, όπως τονίζει ο καθηγητής του ΓΠΑ, αντικειμενικά, το κόστος παραγωγής είναι υψηλότερο στην Ελλάδα σε σχέση με τις βόρειες χώρες της Ευρώπης, λόγω του κόστους των ζωοτροφών. «Στη Βόρεια Ευρώπη, το 50% της διατροφής των αγελάδων προέρχεται από τη βοσκή, ενώ στην Ελλάδα είναι κυρίως σταβλισμένες. Επίσης, κάποιο ποσοστό αγελάδων που έχουν χαμηλή γαλακτοπαραγωγή υπερσιτίζεται, ενώ κάποιο άλλο ποσοστό αγελάδων υποσιτίζεται, δηλαδή δεν καλύπτει τις ανάγκες του. Έτσι, λοιπόν, έχουμε σπατάλη θρεπτικών συστατικών, άρα αυξημένο κόστος. Παράγοντες όπως η παραγωγικότητα των ζώων (π.χ. διάρκεια παραγωγικής ζωής των αγελάδων), η διαχείριση των µονάδων (π.χ. ποσοστό γονιµότητας, το µεταξύ των δύο τοκετών διάστηµα, ισόρροπη διατροφή αναλόγως με την παραγωγικότητα των ζώων), ο τρόπος εξασφάλισης των ζωοτροφών (ιδιοπαραγόµενες-αγοραζόµενες) κ.ά., παίζουν επίσης καθοριστικό ρόλο στη διαµόρφωση του κόστους παραγωγής και, τελικά, στην οικονοµική βιωσιµότητα των μονάδων», αναφέρει ο κ. Ζέρβας.

Μεγάλες διακυμάνσεις στο κόστος εκτροφής μεταξύ οργανωμένων και μικρών μονάδων

Από την πλευρά του, ο Γιώργος Βαλεργάκης, επίκουρος καθηγητής στο Εργαστήριο Ζωοτεχνίας, Τμήμα Κτηνιατρικής, Σχολή Επιστημών Υγείας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), σημειώνει τα εξής: «Επίσημα στοιχεία στην Ελλάδα είτε δεν υπάρχουν, είτε είναι δύσκολο να τα αξιολογήσει κανείς. Το κόστος παραγωγής αγελαδινού είναι περίπου κατά μέσο όρο στα 40-42 λεπτά το κιλό, όσο είναι και στη Γερμανία. Όμως, υπάρχουν μεγάλες διακυμάνσεις στην Ελλάδα, δηλαδή οι οργανωμένες εκτροφές έχουν σήμερα γύρω στα 34 λεπτά το κιλό κόστος και υπάρχουν και κάποιοι που μπορεί να φτάσουν και στα 44-45 λεπτά. Αντίστοιχο εύρος υπάρχει και στη Γερμανία. Στην πραγματικότητα είμαστε πλέον πολύ κοντά πλέον, γιατί και οι δικές μας εκτροφές έχουν εκσυγχρονιστεί και αν και μειονεκτούμε σε κάποιους τομείς, σε άλλους πλεονεκτούμε. Αντίστοιχα νούμερα υπάρχουν και σε άλλες χώρες», καταλήγει.

Η κάθε χώρα έχει τις δικές της συνθήκες

«Το κόστος παραγωγής επηρεάζεται από πολλά πράγματα και κυρίως από τον τρόπο που το υπολογίζεις. Αν βάλεις, δηλαδή, την εργασία και τη διαχείριση (μάνατζμεντ) με “μισθούς Γερμανίας” –οι οποίοι σε σύγκριση με τους “μισθούς Ελλάδας” είναι υψηλότεροι–, επιβαρύνεις το κόστος. Δεν είναι εύκολο να υπολογίσεις το κόστος παραγωγής σε ένα αγροτικό προϊόν, ενώ επιπλέον η κάθε χώρα έχει τις δικές της συνθήκες. Για παράδειγμα, εκτός από την αμοιβή, αν η χώρα το επιτρέπει, μπορεί ένας παραγωγός να συμπεριλάβει και αποσβέσεις πολύ υψηλές και να φαίνεται ότι έχει μεγάλες δαπάνες, όμως δεν τα πληρώνει αυτά τα λεφτά, οπότε του μένουν στην τσέπη, δυσκολεύοντας την αξιολόγηση των δεδομένων για τα κόστη που δημοσιεύονται», επισημαίνει ο κ. Βαλεργάκης.

Υψηλότερο κόστος ζωοτροφών και εισροών

Όσον αφορά το κόστος ζωοτροφών και εισροών που βαρύνουν το κόστος παραγωγής αγελαδινού, ο επίκουρος καθηγητής στο Εργαστήριο Ζωοτεχνίας του ΑΠΘ τονίζει τα εξής:

Η Ελλάδα έχει τις πιο ακριβές ζωοτροφές στην Ευρώπη

«Αυτό που βαραίνει περισσότερο το κόστος είναι η διατροφή των ζώων. Είναι αλήθεια ότι στην Ελλάδα, το κόστος των ζωοτροφών, ειδικά των συμπυκνωμένων, είναι ακριβότερο σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες. Πάντα ο Ευρωπαίος κτηνοτρόφος αγοράζει ζωοτροφές που εισήχθησαν σε μεγαλύτερες ποσότητες, και άρα σε χαμηλότερες τιμές, ενώ και τα μεταφορικά είναι άλλα. Επιπλέον, πολλοί Ευρωπαίοι προμηθεύονται εισροές από τους συνεταιρισμούς τους, ενώ εδώ κυριαρχεί το ελεύθερο εμπόριο».

Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, και με βάση την έρευνα που έχει κάνει, προκύπτει ότι στο εξωτερικό έχουν υψηλότερη παραγωγικότητα και λιγότερες απώλειες (σ.σ. ασθένειες, ζημιές κατά τη διαχείριση μονάδων κ.λπ.). «Το θέμα είναι υποκειμενικό και έχει να κάνει με το πώς θα διαχειριστεί ο κάθε κτηνοτρόφος τη μονάδα του. Υπάρχουν καλές και οργανωμένες μονάδες στην Ελλάδα, με καλά αποτελέσματα και ποιοτικό προϊόν. Δεν υστερούμε και πιστεύω ότι έχουμε και πολλά πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τους ξένους. Αλλά, όταν υπάρχουν και πάρα πολλοί μικροί, οι οποίοι δεν έχουν διάθεση να κάνουν κάτι παραπάνω, γιατί σε 5 χρόνια θα φύγουν, είτε γιατί είναι μεγάλης ηλικίας, είτε γιατί δεν έχουν διαδοχή στη μονάδα, δεν μπορούμε να συγκριθούμε με το τι γίνεται στο εξωτερικό. Πέραν της διαδοχής και των μικρών μονάδων, αυτήν τη στιγμή θεωρώ ότι ακόμη ένα μεγάλο πρόβλημα είναι η έλλειψη ρευστότητας, που δρα ανασταλτικά στις επενδύσεις», αναφέρει ο κ. Βαλεργάκης.

Κόστος παραγωγής αγελαδινού στη Γερμανία (ευρώ/κιλό)

Έτος

Κόστος

+Παράμετρος εισοδήματος

=Συνολικά κόστη

-Ενισχύσεις

Κόστη Παραγωγής

2017 (γ’ τρίμηνο)

30,85

12,81

43,66

2,68

40,98

2017 (β’ τρίμηνο)

31,87

12,81

44,68

2,68

42,00

2017 (α’ τρίμηνο)

31,81

12,81

44,62

2,68

41,94

2016

31,04

12,81

43,85

2,68

41,17

2015

32,00

12,81

44,81

2,68

42,13

2014

35,36

13,3

48,66

4,27

44,39

2013

37,60

13,22

50,82

4,92

45,90

2012

34,69

14,46

49,15

5,07

44,08

(Πηγή: BAL, ΕΜΒ, 16-10-2017)