Με όπλο την αγροοικολογία, μια γυναίκα δείχνει τον δρόμο προς την επισιτιστική αυτάρκεια

Η αποστολή της Casimiro Rodriguez για ένα βιολογικό αγροτικό μέλλον

Στην Κούβα, η βιολογική παραγωγή άνθησε μέσα από τις στάχτες της οικονομικής κατάρρευσης. Όλα ξεκίνησαν το 1991, όταν η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης συμπαρέσυρε μαζί της την οικονομία του νησιωτικού κράτους της Καραϊβικής. Η ξαφνική άρση των εισαγωγών σοβιετικών τροφίμων, λιπασμάτων, αγροτικού εξοπλισμού και καυσίμων, από τις οποίες η Κούβα παραδοσιακά εξαρτιόταν, έφερε εκατομμύρια κατοίκους αντιμέτωπους με συνθήκες πείνας. Έτσι, δίχως αγροχημικά προϊόντα και βενζίνη για τα τρακτέρ τους, οι απελπισμένοι Κουβανοί αγρότες στράφηκαν στη μόνη επιλογή που τους απέμενε: τις βιολογικές πρακτικές.

Χρησιμοποιούμε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας όσο το δυνατόν περισσότερο, συμπεριλαμβανομένων των ηλιακών κλιβάνων και της άρδευσης που τροφοδοτείται με βαρύτητα. Επίσης, έχουμε έναν ανεμόμυλο για τη συλλογή ηλεκτρικής ενέργειας και μια δεξαμενή επεξεργασίας αγροτοβιομηχανικών αποβλήτων για την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας.

Σήμερα, με την οικονομία της χώρας να έχει πια ανακάμψει και την πρόσβαση στις παγκόσμιες αγορές να έχει αποκατασταθεί, οι μεγαλύτερες αγροτικές εκμεταλλεύσεις έχουν αποκτήσει πρόσβαση σε αγροχημικά και άλλα εργαλεία που ευνοούν την παραγωγή μεγάλης κλίμακας. Πλέον, οι Κουβανοί αγρότες καλούνται να αποφασίσουν ανάμεσα στο αναδυόμενο «βιομηχανικό» μοντέλο γεωργίας και τη βιολογική προσέγγιση που είχαν υιοθετήσει κατ’ ανάγκη στο παρελθόν. Στην κρίσιμη αυτή καμπή του συγκεκριμένου διλήμματος συναντάμε τη Leidy Casimiro Rodriguez, μια επιφανή εμπειρογνώμονα στον τομέα της αγροοικολογίας, που έχει ως αποστολή της να προωθήσει την κατά συνείδηση στροφή σε ένα βιολογικό μέλλον.

Η Casimiro Rodriguez είναι η πρώτη Κουβανή με διδακτορικό στην αγροοικολογία, διαθέτοντας ευρεία θεωρητική γνώση και μακροπρόθεσμη ερευνητική εμπειρία στο πεδίο των καθημερινών πρακτικών των αγροτών της Κούβας. Το 1993, στην καρδιά της «Ειδικής Περιόδου» για την Κούβα, είχε επιστρέψει μαζί με την οικογένειά της στην εγκαταλειμμένη ιδιόκτητη εκμετάλλευσή τους, με το όραμα να αποκαταστήσει τη γονιμότητα του υποβαθμισμένου εδάφους, να γίνει αυτάρκης σε τρόφιμα και να βιώσει την εμπειρία της αγροτικής παραγωγής σε αρμονία με τη φύση.

 

Σήμερα, η οικογενειακή γεωργοκτηνοτροφική εκμετάλλευση της Casimiro Rodriguez αποτελεί λαμπρό παράδειγμα αγροοικολογικής μετάβασης.

«Η εκμετάλλευση αριθμεί 27 στρέμματα με φρούτα και λαχανικά, ενώ πραγματοποιείται και εκτροφή ζωικού κεφαλαίου. Είναι πλούσια σε βιοποικιλότητα και μας εφοδιάζει με το 95% των αναγκών μας σε τρόφιμα. Κάνουμε ψωμί με το δικό μας αλεύρι μπανάνας και σαπούνι από λάδι καρύδας, καθώς και λικέρ φρούτων.

Χρησιμοποιούμε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας όσο το δυνατόν περισσότερο, συμπεριλαμβανομένων των ηλιακών κλιβάνων και της άρδευσης που τροφοδοτείται με βαρύτητα. Επίσης, έχουμε έναν ανεμόμυλο για τη συλλογή ηλεκτρικής ενέργειας και μια δεξαμενή επεξεργασίας αγροτοβιομηχανικών αποβλήτων για την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας.

Το αγρόκτημα είναι ανοιχτό για το κοινό και φιλοξενεί εκατοντάδες εκδηλώσεις με επισκέπτες από όλο τον κόσμο, οι οποίοι έρχονται να μάθουν για την αποκατάσταση των υποβαθμισμένων εδαφών και να βιώσουν την κουλτούρα της συνύπαρξης», δηλώνει η Κουβανέζα σε συνέντευξή της στο Modern Farmer.

Με την κατάλληλη δημόσια πολιτική, οι εκμεταλλεύσεις αυτές θα μπορούσαν να παράγουν αρκετό φαγητό για περισσότερο από τον μισό πληθυσμό, πάντοτε με σεβασμό στην οικολογική ποικιλομορφία και ενισχύοντας τις αγροτικές κοινότητες.

Χάρη στα εφόδια που αποκόμισε από την ακαδημαϊκή έρευνα, η Casimiro Rodriguez κατόρθωσε να εδραιώσει την επιστημονική εγκυρότητα των νέων αγροτικών πρακτικών στην οικογενειακή της εκμετάλλευση και, πολύ περισσότερο, να αναπτύξει αρχές για την ενσωμάτωσή τους σε οποιοδήποτε άλλο περιβάλλον οικογενειακής καλλιέργειας ανά τον κόσμο.

«Έχω αναπτύξει ένα νέο αναλυτικό εργαλείο για την αξιολόγηση της κοινωνικής και οικολογικής ανθεκτικότητας μιας εκμετάλλευσης ή ενός τύπου εδάφους, το οποίο χρησιμεύει επίσης ως ένα εννοιολογικό, μεθοδολογικό και πρακτικό πλαίσιο για τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις που μεταβαίνουν στην αγροοικολογία. Η ιδέα είναι να προσδιοριστούν τα κρίσιμα σημεία στον σχεδιασμό και στη διαχείριση ενός αγροτικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένων των δυνατοτήτων για βελτίωση των κοινωνικών και οικολογικών αποτελεσμάτων και να δημιουργηθεί μια στρατηγική για την πραγματοποίηση αυτών των αλλαγών. Μπορεί να εφαρμοστεί σε τοπική κλίμακα από αγροτικές οικογένειες ή σε μεγαλύτερη κλίμακα από τους υπευθύνους χάραξης πολιτικής που εργάζονται για την αλλαγή του συστήματος τροφίμων».

Με όχημα τις εν λόγω κατακτήσεις, η Casimiro Rodriguez συμμετέχει σε μια εθνική πρωτοβουλία για την αποκατάσταση δέκα εκατομμυρίων στρεμμάτων υποβαθμισμένης αγροτικής γης στην Κούβα.

«Πρόκειται για ένα σχέδιο σύμφωνα με το οποίο 100.000 κουβανέζικες οικογένειες θα εγκαταστήσουν εκμεταλλεύσεις έκτασης 100 στρεμμάτων –έκαστη– σε εδάφη που παραμένουν ακαλλιέργητα μέχρι σήμερα. Με την κατάλληλη δημόσια πολιτική, οι εκμεταλλεύσεις αυτές θα μπορούσαν να παράγουν αρκετό φαγητό για περισσότερο από τον μισό πληθυσμό, πάντοτε με σεβασμό στην οικολογική ποικιλομορφία και ενισχύοντας τις αγροτικές κοινότητες. Ήδη, διεξάγω έρευνα στο πανεπιστήμιο του Σάνκτι Σπίριτους για να διαπιστώσω κατά πόσο είναι εφικτό ένα τέτοιο όραμα».

Οι διατροφικές συνήθειες των Ευρωπαίων συντελούν στην αποψίλωση των τροπικών δασών

Ερευνητές του πανεπιστημίου Τεχνολογίας Τσάλμερς της Σουηδίας προέβησαν σε μελέτη στην οποία εξετάζουν τον βαθμό συσχέτισης μεταξύ της αποψίλωσης των τροπικών δασών, της παραγωγής τροφίμων και της τοποθεσίας, όπου καταναλώνονται αυτά. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους, το 15% των εκπομπών άνθρακα που συνδέεται με τις τυπικές διατροφικές συνήθειες των κατοίκων της ΕΕ μπορεί να ανιχνευθεί στην αποψίλωση των δασών σε τροπικές και υποτροπικές χώρες.

«Η Ευρώπη είναι μία από τις περιοχές που εισάγουν το μεγαλύτερο μέρος των αγαθών που ευθύνονται για την αποψίλωση των τροπικών δασών»

Η περίπτωση της ΕΕ, ως ενός εκ των σημαντικότερων εισαγωγέων τροφίμων, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. «Η Ευρώπη είναι μία από τις περιοχές που εισάγουν το μεγαλύτερο μέρος των αγαθών που ευθύνονται για την αποψίλωση των τροπικών δασών», εξηγεί στο FoodNavigator ο καθηγητής του Τσάλμερς, Martin Persson. Τα βασικά προϊόντα που συντελούν μέσω της διαδικασίας παραγωγής τους στην αποψίλωση των τροπικών περιοχών είναι το βοδινό κρέας και η σόγια που εισάγονται από τη Νότια Αμερική και το φοινικέλαιο που προέρχεται από τη Nοτιοανατολική Ασία.

Για ορισμένα κράτη-μέλη, οι εκπομπές που συνδέονται με την εισαγωγή αγαθών αντιστοιχούν σε περισσότερο από το 50% των εκπομπών που προκαλούνται από τη δική τους εθνική αγροτική παραγωγή.