Αλέξανδρος Λυμπερόπουλος: Ο Ξωτάρης που αναβίωσε την ξηρική αμυγδαλοκαλλιέργεια της Κέας

Ξωτάρης, στην τοπική διάλεκτο της Κέας, είναι ο άνθρωπος της εξοχής, αυτός που ζει μακριά από την πόλη και επιβιώνει στις ιδιαίτερες συνθήκες της φύσης. Αυτός ο άνθρωπος είναι ο Αλέξανδρος Λυμπερόπουλος, παιδί της πόλης στην καταγωγή, μα άνθρωπος της φύσης στο μυαλό και στην καρδιά.

Ο Αθηναίος που έβαλε ως σκοπό να αναβιώσει την ξηρική αμυγδαλοκαλλιέργεια της Κέας, η οποία είχε εγκαταλειφθεί εδώ και χρόνια. Παρά τις δύσκολες συνθήκες καλλιέργειας, το μηδενικό κεφάλαιο, την κούραση και τη σκληρή δουλειά, κατάφερε να καταστήσει ξανά παραγωγικά δέντρα πολλών χρόνων, να συσκευάσει και να συστήσει τα ξηρικά αμύγδαλα της Κέας σε πολλές περιοχές του πλανήτη.

«Δεν είχα σχέση με τη γη και μεγάλωσα, όπως τόσα άλλα παιδιά της πόλης, στο διαμέρισμα. Αγαπούσα τη φύση και την καλλιέργεια, ζούσα τη χαρά της δημιουργίας και την ελευθερία και πάντοτε σκεφτόμουν πώς θα ήταν η ζωή μου αν εργαζόμουν πάνω στο αντικείμενο που με ικανοποιούσε. Με αφορμή την κρίση, σταμάτησα την πολυετή κύρια απασχόλησή μου ως διοικητικός υπάλληλος σε χώρους υγείας, διατήρησα ως εμπειρία ζωής τις σπουδές και ξεκίνησα να αγωνίζομαι ως παραγωγός μίας υπό εξαφάνιση παραγωγής: της ξηρικής καλλιέργειας αμυγδάλου στις άνυδρες Κυκλάδες.

Ξεκίνησα, δηλαδή, μία προσπάθεια να διατηρήσω την ξηρική αμυγδαλοκαλλιέργεια στην Κέα και ακολούθως να την καταστήσω επιχειρηματικά βιώσιμη, καθώς η γη μας είναι δύσβατη και οι ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες αυξάνουν τα κόστη και μειώνουν την παραγωγικότητα», αναφέρει στην «ΥΧ» ο Αλέξανδρος, η συστηματική προσπάθεια του οποίου για την αναβίωση της καλλιέργειας ξεκίνησε το 2011.

Τα βήματα της αναβίωσης

Από τις επισκέψεις του στο νησί και βλέποντας ότι τα κτήματα με τα δέντρα ήταν παρατημένα, σκέφτηκε ότι «αφού δεν ασχολείται κανείς με αυτό, θα ασχοληθώ εγώ». Όπως εξηγεί «παράλληλα με το βασικό μου επάγγελμα, ξεκίνησα την επαναφορά των παρατημένων άνυδρων εκτάσεων και την αγροτική δραστηριότητα. Με πολύ κόπο, καθώς η γη εδώ είναι παρθένα και δύσβατη, οργώναμε με μουλάρια και κουβαλούσαμε τον καρπό, καθώς αμάξι και μηχάνημα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Για αρχή, αγοράσαμε ένα κτήμα 15 στρεμμάτων και σιγά σιγά εξελιχθήκαμε.

Νοίκιασα και άλλα χωράφια από ανθρώπους που με εμπιστεύθηκαν και έκαναν ενοικιαστήρια σε χαμηλές τιμές, καθώς γνώριζαν πως το κόστος επαναφοράς της παρατημένης επί δεκαετίες γης, η συντήρηση, η συλλογή και η μεταφορά του καρπού και η χαμηλή παραγωγικότητα των άνυδρων δέντρων δεν σου αφήνει πολλές επιλογές. Η προσπάθειά μου εντατικοποιήθηκε και, τελικά, αυτήν τη στιγμή και μετά από μία ‘‘πέτρινη’’ δεκαετία, καλύπτω τα έξοδά μου, εξελίσσομαι διαθέτοντας πλέον 190 στρέμματα, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής εξάγεται.

Επίσης, μια και η κατάσταση πολλών δέντρων είναι ήδη μη αναστρέψιμη, προσπαθώ να περισώσω όσα δέντρα ανακαλύπτω στο νησί με υπομονή, μέσα σε ένα κύκλο 5-7 ετών ήπιων γεωργικών πρακτικών. Αδιαμφισβήτητα, οι νέες φυτεύσεις βοηθούν στην αύξηση της παραγωγής». Προσπαθώντας να δώσει υπεραξία στην όλη προσπάθεια, ο Αλέξανδρος πήρε την πιστοποίηση βιολογικής καλλιέργειας ήδη από το 2012. «Με το που ξεκίνησα, πήρα την πιστοποίηση για να μπορώ να πουλάω το προϊόν ως βιολογικό σε μία άλλη αξία και τιμή».

Ποικιλίες και πολυμορφικότητα

Εκτός, όμως, από τον βιολογικό τρόπο καλλιέργειας, το μεγάλο πλεονέκτημα του Αλέξανδρου είναι τα χαρακτηριστικά και η ποιότητα του καρπού που οφείλονται, μεταξύ άλλων, στα ίδια τα δέντρα και στις ποικιλίες τους. «Επειδή δεν υπάρχουν οι ντόπιες ποικιλίες στα φυτώρια, καθώς τα τελευταία χρόνια επικρατούν μαζικά συγκεκριμένες που δεν σχετίζονται με την πολυμορφικότητα και τα χαρακτηριστικά των αμυγδάλων μας, μεταφυτεύω τα δενδρύλλια που ξεπηδούν κάτω από τα πιο γέρικα, παλαιά και άγρια δέντρα σε μέρη δύσβατα και αναμένω να δημιουργηθούν δέντρα από την αρχή.

Αρχικά, σε συγκεκριμένες θέσεις και έπειτα πιο μαζικά, διατηρώ αυτές τις ποικιλίες που η προέλευση και η ταυτοποίησή τους –μέχρι τη στιγμή που μιλάμε– αγνοείται», εξηγεί. Όσον αφορά την εξέλιξή τους, επισημαίνει ότι «η εξέλιξη των δέντρων σε δύσβατα μέρη και με ελάχιστο πότισμα είναι ικανοποιητική. Αργούν να καρποφορήσουν, αλλά εξελίσσονται ταχύτατα και σταδιακά μειώνεται το κόστος ποτίσματος και γενικότερα συντήρησης της καλλιέργειας. Επίσης, συνήθως προκύπτουν γλυκά αμύγδαλα και έτσι αποφεύγουμε το μπόλιασμά τους».

Παρά τη μικρότερη παραγωγή, το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό, τονίζει ο ίδιος λόγω της πολυμορφικότητας που μπορεί να συναντήσει κάποιος μέσα σε ένα μόνο σακουλάκι αμυγδάλων. «Με όλους όσους συνεργάζομαι, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, μου έχουν πει ότι δεν έχουν ξανασυναντήσει τόση ποικιλία και πολυμορφικότητα στον αμυγδαλοκαρπό. Η διαφορετικότητα που έχουμε έναντι άλλων παραγωγών στην Ελλάδα και στην Ευρώπη είναι ότι μέσα σε ένα σακουλάκι μπορεί να φτάσει να δει κάποιος και 11-12 διαφορετικά μεγέθη αμυγδάλου και να γευτεί πάνω από 7-8 διαφορετικές γευστικές τονικότητες».

Συσκευασία και εξαγωγές

Το 2014, ο Αλέξανδρος πήρε την απόφαση να συσκευάσει τα αμύγδαλά του και, μένοντας πάντα πιστός στην περιβαλλοντική του συνείδηση, χρησιμοποίησε 100% βιοδιασπώμενο πλαστικό. Τα προϊόντα του προωθούνται τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό με την επωνυμία «Βιολογικά Προϊόντα Κέας-Ξωτάρης». Η χρήση του διαδικτύου και η προβολή βίντεο με τις ιδιαίτερες συνθήκες καλλιέργειας στα ξηρικά δέντρα και τη χειρωνακτική εργασία κέντρισε το ενδιαφέρον πολλών από το εξωτερικό που επιθυμούσαν συνεργασία με τον Αλέξανδρο.

Αυτήν τη στιγμή, έχει μόνιμες συνεργασίες με την Ταϊλάνδη, τη Γαλλία και την Αυστρία, ενώ έχει στείλει αμύγδαλα στην Αμερική, στο Λονδίνο και στη Σουηδία. Στην Ελλάδα, τα προϊόντα πωλούνται μέσω του δικτύου της Open Farm, όσο και σε καταστήματα ντελικατέσεν.

Παράλληλες καλλιέργειες

Ο Αλέξανδρος δεν έμεινε μόνο στην αμυγδαλοκαλλιέργεια, αλλά στις ρίζες των δέντρων φύτεψε βότανα έχοντας ένα παράλληλο εισόδημα. «Καλλιεργώ βότανα που δεν είναι τόσο γνωστά και εστιάζω στα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά χωρίς να βάζω μεγάλες κλίμακες και τα στέλνω στις βιολογικές αγορές της Γαλλίας».

Θέλοντας να στείλει ένα μήνυμα σε όσους επιθυμούν να ασχοληθούν στον αγροτικό τομέα, αναφέρει ότι «θεωρώ ότι για να ξεκινήσει κάποιος μία επένδυση, θα πρέπει να έχει διασφαλίσει πού θα διαθέσει την παραγωγή του. Εγώ, εδώ και έντεκα χρόνια, κάνω πολύ μικρά και προσεκτικά βήματα, δεν έχω καμία μορφή δανεισμού και δεν έχω τύχει ποτέ σε κανένα πρόγραμμα χρηματοδότησης. Το γεγονός αυτό μου επιτρέπει να εξελίσσομαι ομαλά χωρίς να έχω πολλά ρίσκα στην πλάτη μου», καταλήγει ο Αλέξανδρος.