«Για αλλού κινήσανε και αλλού η ζωή τους πάει»

Πέντε πτυχιούχοι μιλούν στην «ΥΧ» για την απόφασή τους να αλλάξουν ζωή και να ασχοληθούν με τον πρωτογενή τομέα στην Πελοπόννησο

Η ζωή τα έφερε αλλιώς, είτε από επιλογή, είτε λόγω των δύσκολων συνθηκών της καθημερινότητας και από τις μεγαλουπόλεις, με τα πτυχία τους ανά χείρας, επέστρεψαν στον τόπο καταγωγής τους, στην Πελοπόννησο.

Ο Λάμπρος Καραγγελής, ο Γιάννης Ρεκούμης, ο Νίκος Διονυσόπουλος, ο Ιάσων Σκουτέρης και ο Ανδρέας Μπικάκης μιλούν στην «ΥΧ» για την απόφασή τους να ασχοληθούν με τον πρωτογενή τομέα. Όπως εξηγούν, ήταν μία απόφαση που άλλαξε εντελώς την καθημερινότητά τους, βελτίωσε την ποιότητα ζωής τους, αλλά τίποτα δεν τους χαρίστηκε. Και οι πέντε έχουν ολοκληρώσει σπουδές σε ανώτατα ή/και ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα, ενώ κάποιοι εργάστηκαν για χρόνια πάνω στο αντικείμενό τους.

Η οικονομική κρίση, οι δυσκολίες της καθημερινότητας, ακόμη και οικογενειακοί λόγοι, όλα έπαιξαν για τον έναν ή τον άλλον τον ρόλο τους στην απόφασή τους. Όμως, η ζωή στη φύση αποδείχθηκε ακόμη πιο δυνατή.

Από την τράπεζα στην καλλιέργεια μανιταριών

Ο Λάμπρος Καραγγελής από τη Μεσσηνία ακολούθησε την αγάπη του για τη φύση, αφού παράτησε μια καριέρα στον τραπεζικό τομέα. Σήμερα, είναι ευρύτερα γνωστός για την καλλιέργεια εκλεκτών μανιταριών, μέσω της εταιρείας του, Harma Foods. Απόφοιτος της Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας, σύντομα βρέθηκε υπάλληλος σε μία από τις μεγάλες τράπεζες. Όχι όμως για πολύ.

«Η πολλά υποσχόμενη καριέρα στην τράπεζα δεν με κράτησε», επισημαίνει. Ο ίδιος, πάντα φυσιολάτρης, χωρίς ποτέ να κρύψει την αδυναμία του στα μανιτάρια. «Κατέληξα λοιπόν στη Γεωπονική, να παρακολουθώ σεμινάρια για ό,τι αφορά τα άγρια μανιτάρια». Η συνέχεια είναι γνωστή: «Η επιλογή να ζήσεις ως παραγωγός συνδέεται με τη δημιουργία, με αυτό που αγαπάς. Και, βέβαια, υπάρχει ένα σταθερό πεδίο γνώσης που δεν τελειώνει ποτέ».

Τον πρώτο καιρό της μετάβασης, όπως παραδέχεται, πέρασε δύσκολα. «Το πρώτο διάστημα μετά την τράπεζα αντιμετώπισα προβλήματα, αφού δεν υπήρχε πλέον μισθός και το αγροτικό εισόδημα αργούσε να φανεί». Ζητήσαμε να μας πει τη γνώμη του για το τι μπορεί να γίνει με τη γήρανση του αγροτικού πληθυσμού. «Όταν καταλάβουμε πόσο πλούσια είναι η χώρα μας, τότε θα αλλάξουν πολλά. Όταν συντεταγμένα πολιτεία και εκπαιδευτικό σύστημα δουλέψουν με συνέπεια για τον πρωτογενή τομέα».

Από τον κατασκευαστικό κλάδο στα μελίσσια

Ο Γιάννης Ρεκούμης είναι μελισσοκόμος στην Αργολίδα. Η μεγάλη στροφή στη ζωή του έγινε στην ηλικία των 40 ετών, ξεκινώντας ουσιαστικά από το μηδέν τη νέα επαγγελματική του ζωή. Απόφοιτος Πολιτικός Μηχανικός του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, εργάστηκε για πολλά χρόνια και με επιτυχία στον κατασκευαστικό τομέα.

Η κρίση που έφεραν τα μνημόνια δεν άφησε πολλά περιθώρια για τους κατασκευαστές και ο Γιάννης πήρε τη μεγάλη απόφαση. «Άλλαξα επάγγελμα σε ηλικία 40 ετών και η αλλαγή ήταν μεγάλη, αφού είχα συνηθίσει σε δουλειά γραφείου. Ένας μελισσοκόμος χρειάζεται γνώσεις και σωματική αντοχή. Εγώ προχώρησα αρχικά με πολύ διάβασμα». Όπως εξηγεί, εάν μπουν σε μέτρο σύγκρισης οι οικονομικές αποδοχές, «τότε σίγουρα αντιλαμβάνεσαι ότι οι αποδοχές από το μέλι είναι πολύ λιγότερες από όσα έβγαζε κάποιος στην οικοδομή». Κι ο μεγαλύτερος αντίπαλος για το ελληνικό μέλι είναι οι εισαγωγές. «Η εργασία μας δεν ανταμείβεται όπως πρέπει», υπογραμμίζει. Όσο για το μέλλον, οι προβλέψεις είναι μάλλον δυσοίωνες αφού, όπως υποστηρίζει, «λείπουν τα εργατικά χέρια, ειδικότερα στη μελισσοκομία».

Από τα έδρανα των πολιτικών επιστημών στο αλιευτικό καΐκι

Ο αλιέας Ανδρέας Μπικάκης είναι πρωτοπόρος στον αλιευτικό τουρισμό της Αργολίδας, αν και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης. Το παρελθόν του όμως ήταν συνυφασμένο με τη θάλασσα. Ο ίδιος θυμάται ότι ήδη από την ηλικία των 5 ετών πήγαινε με τον πατέρα του για ψάρεμα ώρες πολλές πάνω σε μια βάρκα.

Και, όπως λέει, δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή του μακριά από τη θάλασσα. «Πηγαίνω για ψάρεμα και είμαι ήρεμος. Εργοδότης μου είναι ο Θεός», σημειώνει. Όσο για τον αλιευτικό τουρισμό, όπως τονίζει: «Κάνω πάντα κάτι παραπάνω. Όταν έρχομαι σε επαφή με τον κόσμο, θέλω να του δίνω χαρά». Κατά τη γνώμη του, για να μπουν στη δουλειά οι νέοι, χρειάζονται γνώσεις. «Οι πατεράδες κάνουν ό,τι μπορούν για να μείνουν τα παιδιά στο επάγγελμα, αν και βλέπουν ότι μειώνεται το ψάρι», καταλήγει.

Από την Αγγλία, βιοκαλλιεργητής στην Κορινθία

Ο Ιάσων Σκουτέρης από την Κορινθία προέρχεται από τον κλάδο των πολιτικών μηχανικών. Το 2014 επέστρεψε από την Αγγλία και βούτηξε στα βαθιά. Έχασε τον πατέρα του το 2015 και την ίδια χρονιά αποφάσισε να ασχοληθεί με τη βιολογική καλλιέργεια. Πεπόνια, καρπούζια και άλλα οπωροκηπευτικά, όλα καλλιεργούνται με βιολογικό τρόπο.

«Ήρθαν δύσκολες στιγμές, αλλά δεν έκανα πίσω», εξομολογείται. «Η οικονομική κατάσταση δεν επέτρεπε ταλαντεύσεις. Αποφασίσαμε να μείνουμε και αγαπήσαμε αυτό που κάναμε. Δώσαμε όλη τη φροντίδα που μπορούσαμε, με πολλές ώρες εργασίας», σημειώνει.

Στην αρχή, όπως λέει, η δουλειά δεν του άρεσε, αλλά σύντομα την αγάπησε, δίνοντας το 100% του εαυτού του. «Οι νέοι πρέπει να καταλάβουν τι μπορεί να πάρουν από τη γη και να εργαστούν με όρεξη σε αυτό το κομμάτι. Να ασχοληθούμε όλοι και να ξαναζωντανέψουμε την ύπαιθρο. Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα από την ενασχόληση με τη φύση», επισημαίνει.

Μετά τα δύο πτυχία, στις καλλιέργειες της ελιάς και του σύκου

Με δύο πτυχία, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στις σχολές Βαλκανικών Σπουδών στη Φλώρινα και Διοίκησης Επιχειρήσεων στην Καλαμάτα, ο Νίκος Διονυσόπουλος αποφάσισε να ακολουθήσει τελικά την οικογενειακή παράδοση και να ασχοληθεί ενεργά με τον πρωτογενή τομέα και ειδικότερα με τις ελιές και τα σύκα.

«Είναι δύσκολο να ξεκινήσεις στον αγροτικό τομέα χωρίς να έχεις κάποιους να σε στηρίξουν με τις γνώσεις τους και με αγροτική γη», σημειώνει. Γι’ αυτό και, κατά τη γνώμη του, βασική προϋπόθεση για να επιστρέψουν οι νέοι σήμερα στην ελληνική ύπαιθρο είναι να έχουν πρόσβαση στη γη. Άλλαξε καθόλου η ζωή του, από τότε που εγκαταστάθηκε στο χωριό; Αναμφίβολα, απαντά ο ίδιος, υπογραμμίζοντας ότι «η ποιότητα ζωής είναι σίγουρα πολύ καλύτερη από οποιοδήποτε αστικό κέντρο, παρά τα προβλήματα στην καθημερινότητα του χωριού».