Αμερικανική «απόβαση» γενετικά τροποποιημένων προϊόντων στην ΕΕ με πρόσχημα το κλίμα

Αξιοποιώντας τα αντικειμενικά ποιοτικά τους πλεονεκτήματα για την ανθρώπινη υγεία, τα παράγωγα της βιολογικής γεωργίας έχουν βρεθεί τα τελευταία χρόνια σε περίοπτη θέση σε όλο το φάσμα του εμπορίου λιανικής, από τις μεγάλες αλυσίδες των σούπερ μάρκετ, έως τις τοπικές λαϊκές αγορές.

Όπως, όμως, είναι φυσικό σε τέτοιες περιπτώσεις, η επιτυχία θίγει συμφέροντα τρίτων και γεννά εχθρούς. Μετατρέποντας τον εαυτό τους σε κοινωνούς μιας επιχειρηματολογίας υπέρ των μεταλλαγμένων με ξεκάθαρη αποδέκτρια την Ευρώπη, δύο επιστήμονες από τις ΗΠΑ υποστηρίζουν ευθαρσώς ότι η βιολογική γεωργία «δεν έχει καμία σχέση με τη γεωργική βιωσιμότητα, την προστασία του περιβάλλοντος ή την ποιότητα των τροφίμων», ενώ φρονούν ότι οι γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες «ενισχύουν περισσότερο τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής».

Σύμφωνα με το επίμαχο δημοσίευμα που υπογράφουν η Kathleen Hefferon, η οποία διδάσκει μικροβιολογία στο πανεπιστήμιο Κορνέλ στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, και ο μοριακός βιολόγος Henry Miller, ο οποίος είναι ανώτερος συνεργάτης στην ερευνητική δεξαμενή σκέψης PRI με έδρα το Σαν Φρανσίσκο, ένας διαδεδομένος «πράσινος μύθος» για τη βιολογική γεωργία είναι ότι δεν χρησιμοποιεί φυτοφάρμακα.

«Στην πραγματικότητα, η βιολογική γεωργία χρησιμοποιεί εντομοκτόνα και μυκητοκτόνα για να αποτρέψει την καταστροφή των καλλιεργειών της. Περισσότερες από 20 χημικές ουσίες χρησιμοποιούνται, συνήθως για την καλλιέργεια και επεξεργασία βιολογικών προϊόντων και είναι αποδεκτές σύμφωνα με τους αυθαίρετους και συνεχώς μεταβαλλόμενους βιολογικούς κανόνες του υπουργείου Γεωργίας των ΗΠΑ.

Πολλά από αυτά τα βιολογικά φυτοφάρμακα είναι πιο τοξικά από τα συνθετικά που χρησιμοποιούνται στη συμβατική γεωργία», υποστηρίζουν οι αρθρογράφοι του κειμένου, που ανέβηκε στην ιστοσελίδα European Scientist. «Ακόμη και το spinosad, μια ευρέως χρησιμοποιούμενη βιολογική εναλλακτική στα συνθετικά εντομοκτόνα που θεωρείται από καιρό λιγότερο επιβλαβής για τα ωφέλιμα έντομα, πρόσφατα βρέθηκε ότι έχει ζημιογόνο δράση σε έντομα που δεν αποτελούν στόχο».

«Χαμηλής απόδοσης και σπάταλη»

Ως μεγαλύτερο «πράσινο» μειονέκτημα της βιολογικής γεωργίας φωτογραφίζονται οι χαμηλές αποδόσεις, με τους δύο επιστήμονες να της καταλογίζουν ότι σπαταλά υπερβολικά πολύ νερό και αγροτική γη. «Σε ανάλυση δεδομένων της βιολογικής έρευνας του USDA από το 2014, σε 59 από τις 68 καλλιέργειες που εξετάστηκαν από τον φυτοπαθολόγο Steven Savage του Ιδρύματος CropLife, οι βιολογικές εκμεταλλεύσεις παρήγαγαν λιγότερο από τις συμβατικές εκμεταλλεύσεις.

Το χάσμα απόδοσης ήταν μεγαλύτερο για τις φράουλες, όπου οι βιολογικές εκμεταλλεύσεις παρήγαγαν 61% λιγότερο από τις συμβατικές, για τα μανταρίνια (58% λιγότερο), για το βαμβάκι (45% λιγότερο) και για το ρύζι (39% λιγότερο)» τονίζουν οι οι Hefferon και Miller, συνοψίζοντας ότι «η καλλιέργεια όλων των γεωργικών προϊόντων των ΗΠΑ ως βιολογικών το 2014 θα απαιτούσε τη χρήση 441 εκατομμυρίων επιπλέον στρεμμάτων γης. Αυτή είναι μια περιοχή 1,8 φορές μεγαλύτερη από τη συνολική έκταση των αστικών περιοχών των ΗΠΑ».

Σε αυτό το σημείο, οι επιστήμονες διατυπώνουν την άποψη ότι η αυξημένη χρήση γενετικά τροποποιημένων ποικιλιών υψηλότερης απόδοσης θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

«Σύμφωνα με μια πρόσφατη επιστημονική μελέτη [Emma Kovak, Dan Blaustein-Rejto, Matin Qaim], η υιοθέτηση γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών σε όλες τις γεωργικές εκτάσεις της Ευρώπης θα μείωνε τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά σχεδόν 10%», καταλήγουν οι Hefferon και Miller, προτρέποντας ανοιχτά την ΕΕ να εμπιστευθεί την επιστήμη και να εγκαταλείψει τη στρατηγική F2F, την οποία φτάνουν στο σημείο να χαρακτηρίσουν ως «χώρα της φαντασίας»!

Προωθούν έτσι μια επιχειρηματολογία που, εφόσον γίνει αποδεκτή, είναι ικανή να οδηγήσει τα δυνητικά επικίνδυνα μεταλλαγμένα προϊόντα των ΗΠΑ στο κατώφλι της ευρωπαϊκής αγοράς.