Αναγεννητική Γεωργία και επισιτιστική ασφάλεια «πρωταγωνίστησαν» στο παγκόσμιο οικονομικό φόρουμ του Νταβός

Αναλυτικά οι προτεραιότητες των πολιτικών και επιχειρηματικών ηγετών για τον αγροτικό τομέα, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στα πρακτικά της διοργάνωσης

Οι εργασίες του φετινού 54ου Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, το οποίο διεξήχθη –όπως κάθε χρόνο– στο Νταβός της Ελβετίας, ολοκληρώθηκαν αισίως στις 19 Ιανουαρίου. Η αναγεννητική γεωργία και η επισιτιστική ασφάλεια ήταν ανάμεσα στις προτεραιότητες που βρέθηκαν σε περίοπτη θέση στην ατζέντα των συζητήσεων, μέσα από σχετικά θεματικά πάνελ, με υψηλόβαθμους αξιωματούχους και ειδικούς επιστήμονες να υπερθεματίζουν τον κρίσιμο ρόλο του αγροτικού τομέα ως αρωγού σε ένα αναμορφωμένο, πιο βιώσιμο σύστημα τροφίμων.

Παρουσία 2.800 συμμετεχόντων από 120 χώρες, συμπεριλαμβανομένων εκπροσώπων της παγκόσμιας επιχειρηματικής και οικονομικής ελίτ, αλλά και 60 κυβερνητικών ηγετών, η προστασία και η αξιοποίηση της φύσης μέσω των αγροτικών πρακτικών αναδείχθηκε σε βασικό θέμα της ολιγοήμερης συνάντησης στο γνωστό ελβετικό θέρετρο.

Την πρώτη ημέρα του συνεδρίου, μιλώντας σε συζήτηση στρογγυλής τραπέζης που διεξήγαγε ο τραπεζικός όμιλος Lombard Odier, ο Σουηδός καθηγητής Johan Rockstrom, διακεκριμένος επιστήμονας σε θέματα κλίματος και παγκόσμιας βιωσιμότητας, διεμήνυσε στους συνέδρους ότι ο στόχος της Συμφωνίας του Παρισιού θα μπορούσε να επιτευχθεί ακόμα και τώρα, κόντρα σε όλα τα δεδομένα. Η λύση, όπως ο ίδιος υπέδειξε, είναι «η φύση».

Πράγματι, όπως αναφέρει ανακοίνωση του Lombard Odier, «παράλληλα με τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων γεωπολιτικών εντάσεων, τις ανησυχίες για την οικονομική ανάπτυξη και την πιθανή απειλή από την τεχνητή νοημοσύνη (AI), το Φόρουμ απηύθυνε κάλεσμα στους συνέδρους να συνεργαστούν για να οικοδομήσουν μια διαφανή, μακροπρόθεσμη στρατηγική για την Ενέργεια, το Κλίμα και τη Φύση».

Ξεκλειδώνοντας την αξία στα περιουσιακά στοιχεία της φύσης

Μιλώντας στην εκδήλωση, ο Hubert Keller, Senior Managing Partner στον Lombard Odier, είπε ότι, αντί για τις εθελοντικές αγορές αντιστάθμισης εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, ο πλανήτης θα πρέπει να επικεντρωθεί στην αναγεννητική γεωργία, προκειμένου να μετατραπεί η φύση από «ασθενής» σε μέρος της «λύσης» για τον μετριασμό της κλιματικής κρίσης, τη δημιουργία εύφορων συνθηκών για ανάπτυξη, θέσεις εργασίας και μια νέα, βιώσιμη οικονομία.

«Ως Lombard Odier, εστιάζουμε την προσοχή μας στην παραγωγή αναγεννητικών τροφίμων», σημείωσε, εξηγώντας ότι «το 85% της πίεσης στη φύση προέρχεται από τα συστήματα τροφίμων μας, επομένως είναι η ανάπτυξη της αναγεννητικής παραγωγής αυτή που θα ξεκλειδώσει την αξία στα περιουσιακά στοιχεία της φύσης».

Όπως εξήγησε ο Keller, η αναγεννητική γεωργία θα αυξήσει τη διάρκεια ζωής και την ανθεκτικότητα αυτών των περιουσιακών στοιχείων. «Θα αυξήσει τη δέσμευση άνθρακα και θα δημιουργήσει εμπορεύματα με θετικό πρόσημο για τη φύση, σε μια εποχή που ο κόσμος θέτει ένα αντίτιμο στο περιβαλλοντικό κόστος της παραγωγής. Τα οικονομικά συστήματα που τροφοδοτούνται από την αναγεννητική προσέγγιση της φύσης μπορούν να υπερτερήσουν των σημερινών συστημάτων», διαβεβαίωσε.

Η στροφή μακριά από τη μονοκαλλιέργεια μπορεί να εξοικονομήσει 20 γιγατόνους εκπομπών

Με την παραπάνω άποψη συντάχθηκε και ο καθηγητής Rockstrom, δίνοντας έμφαση στο «έτος ακραίων φαινομένων» του 2023 και στο «καμπανάκι» πρόσφατης έρευνας που έδειξε ότι το βραζιλιάνικο τροπικό δάσος του Αμαζονίου έχει μετατραπεί από ζωτικής σημασίας καταβόθρα σε πηγή άνθρακα. «Η αναγεννητική δράση θα βοηθήσει τη φύση να συνεχίσει να παρέχει κρίσιμες υπηρεσίες ως δεξαμενή άνθρακα. Μπορούμε να επιτύχουμε μια μετατόπιση τουλάχιστον 20 γιγατόνων στις παγκόσμιες εκπομπές, μεταβαίνοντας από τη γεωργία μονοκαλλιέργειας στις αναγεννητικές αλυσίδες αξίας».

Υπογραμμίζοντας τη σημασία της ανάπτυξης τεχνολογικών καινοτομιών σε αρμονία με λύσεις που βασίζονται στη φύση, η Eliane Ubalijoro, διευθύνουσα σύμβουλος του Κέντρου Διεθνών Δασικών Ερευνών (CIFOR) και του Παγκόσμιου Κέντρου Αγροδασοπονίας (ICRAF), τόνισε ότι «το έργο μας, μέσω του πλαισίου επιτήρησης υποβάθμισης της γης, το οποίο συνδυάζει δορυφορικά δεδομένα με τηλεπισκόπηση, δείχνει ότι όταν τίθεται σε εφαρμογή η αναγεννητική γεωργία και η αγροδασοκομία –μια αναγεννητική μορφή γεωργίας που συνδυάζει τη γεωργία με την αποκατάσταση και τη διαχείριση δασών– μπορείτε να πάρετε μη παραγωγικό έδαφος, που έχει σταματήσει να ανταποκρίνεται στη λίπανση, και να το μετατρέψετε ξανά σε παραγωγικό, με υψηλή περιεκτικότητα σε οργανικά στοιχεία».

Μάλιστα, όπως συνόψισε η ίδια, με αυτές τις μεθόδους το έδαφος «θα γίνει σαν σφουγγάρι, που θα κατακρατά νερό είτε λαμβάνουν χώρα πολλές βροχοπτώσεις είτε σε μακροχρόνιες περιόδους ξηρασίας. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη δύναμη της φύσης για να επαναφέρουμε τη ζωή στα εδάφη και να γίνουμε η κινητήριος δύναμη των ευημερούντων συστημάτων διατροφής».

Ο κρίσιμος ρόλος των μικροκαλλιεργητών

Τέλος, η Ubalijoro ανέφερε ότι το 75% των ανθρώπων στον πλανήτη τρέφονται χάρη στους παραγωγούς μικρής κλίμακας, υποστηρίζοντας ότι «πρέπει να συνδέσουμε τη χρηματοδότηση με τη σοφία των μικροκαλλιεργητών», μέσα από μια «μακροπρόθεσμη επενδυτική στρατηγική».

Παραδοσιακές τοπικές ποικιλίες για την αντιμετώπιση της επισιτιστικής ανασφάλειας

Από τη μεριά του, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Antony Blinken, επανέλαβε τη δέσμευση της χώρας του για την παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια, μιλώντας από το βήμα του Φόρουμ. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ίδιος αναφέρθηκε σε μια νέα πρωτοβουλία των ΗΠΑ, από κοινού με την Αφρικανική Ένωση και τον FAO.

«Ονομάζεται Vision for Adapted Crops and Soils ή VACS. Η VACS αποτελεί μέρος της εμβληματικής πρωτοβουλίας Feed the Future, της Υπηρεσίας Διεθνούς Ανάπτυξης των Ηνωμένων Πολιτειών (USAID). Πρώτον, επενδύουμε πάνω από το έδαφος, εντοπίζοντας τις γηγενείς αφρικανικές καλλιέργειες που είναι πιο θρεπτικές και πιο ανθεκτικές στην κλιματική αλλαγή, βελτιώνοντας αυτές τις ποικιλίες και παρέχοντάς τες στον κόσμο. Ταυτόχρονα, επενδύουμε υπόγεια, χαρτογραφώντας, συντηρώντας και χτίζοντας υγιή εδάφη».

Όπως περιέγραψε, αυτή είναι μια «ολιστική απάντηση» των ΗΠΑ στο ζήτημα της παγκόσμιας επισιτιστικής ανασφάλειας.