Ανάγκη για νέα στρατηγική σε εσπεριδοειδή και ακτινίδιο

Στόχος η αναδιάρθρωση των ποικιλιών

του Άγγελου Ξυλογιάννη, προέδρου ΑΣΕΑΑ (Αγροτικός Συνεταιρισμός Εκμετάλλευσης Ακτινιδίου Άρτας)

Για να μπορέσουμε να αναπτύξουμε μια νέα δυναμική στον τομέα των εσπεριδοειδών και του ακτινιδίου, βασικός στόχος και επιδίωξή μας θα πρέπει να είναι οι νέες ποικιλίες, ώστε να ανταποκρίνονται και να αντανακλώνται από τις ανάγκες της αγοράς. Η αδυναμία σχετικής υποδομής στη χώρα μας, με την έλλειψη εξειδικευμένου ερευνητικού προσωπικού και τεχνολογικού εξοπλισμού αυτόματα δημιουργεί ένα μεγάλο κενό και μία αδυναμία στη στρατηγική που επιδιώκουμε. Ο στόχος θα πρέπει να εστιάζεται τόσο στην ποσοτική όσο και στην ποιοτική υπεροχή των προϊόντων που θα παράγονται με λιγότερες, όμως, εισροές που θα χρησιμοποιούμε.

Άρα, προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να κινηθεί και η επίσημη πολιτεία, ώστε να υπάρχει αντικατάσταση παραδοσιακών ποικιλιών, οι οποίες δεν καλύπτουν τα στάνταρ που προαναφέραμε και το βασικότερο από όλα να δίνουν εισόδημα στον παραγωγό, ώστε να μην εγκαταλείπονται. Ως άμεση προτεραιότητα τίθεται η κάλυψη της αγοράς από τον Σεπτέμβριο έως και τον Ιούλιο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του μανταρινιού, που καλύπτει μόνο τρεις μήνες, με αποτέλεσμα η αγορά να μένει χωρίς ελληνικό μανταρίνι το επόμενο διάστημα. Το κενό αυτό το καλύπτουν οι Ισπανοί με όψιμες ποικιλίες, δημιουργώντας συνθήκες αστάθειας για τα ελληνικά εσπεριδοειδή στις αγορές του εξωτερικού.

Τι πρέπει να γίνει

Θα πρέπει να υπάρχει ένας στρατηγικός σχεδιασμός, ώστε να λάβουμε υπόψη μας συγκεκριμένους παράγοντες. Ο πρώτος αφορά την αύξηση του πληθυσμού της Γης, που ξεπερνά το 3% κάθε χρόνο. Η κλιματική αλλαγή που έρχεται να παίξει ένα σημαντικό ρόλο, σε συνδυασμό με την αύξηση του αποτυπώματος του άνθρακα, δημιουργούν σοβαρά προβλήματα. Μαζί με αυτά μπορούμε να συμπληρώσουμε και το μεγάλο ποσοστό νιτρορύπανσης από την αλόγιστη χρήση των αγροχημικών και όχι μόνο.

Έχοντας υπόψη τις παραπάνω μεταβλητές πρέπει να γίνει ένας μεσο-μακροπρόθεσμος σχεδιασμός, με σαφέστατες και προκαθορισμένες περιοχές της χώρας μας. Πρέπει να επενδύσουμε σε καλλιέργειες που απαιτούν πολλές εργατοώρες λόγω του μικρού γεωργικού κλήρου. Αυτό θα πρέπει όμως να γίνει σε συνδυασμό με καλλιέργειες, οι οποίες δεν μπορούν να γίνουν σε βόρειες χώρες, καθώς και σε νότιες λόγω του ανταγωνισμού και της διεθνούς ζήτησης των προϊόντων.

Συγκεκριμένα, τα εσπεριδοειδή και το ακτινίδιο μπορούν να καλύψουν ένα σημαντικό ποσοστό των προαναφερθέντων, λόγω του γεγονότος ότι οι ανταγωνιστικές χώρες περιορίζονται στη λεκάνη της Μεσογείου. Σε αυτή την περίπτωση, στόχος μας είναι οι καλλιέργειες αυτές να ξεπερνούν το μεικτό εισόδημα ανά στρέμμα τα 1.500 ευρώ, κάτι το οποίο μπορεί να επιτευχθεί με τα προαναφερθέντα είδη.

Σε ό,τι αφορά το ακτινίδιο, ανοίγεται ένα μεγάλο κεφάλαιο που μπορεί να δώσει μία νέα προοπτική σε πολλές περιοχές της χώρας μας, αρκεί να καλύπτεται από τις ιδιαίτερες εδαφοκλιματολογικές απαιτήσεις που χρειάζεται. Αυτές τις ιδιαιτερότητες του βόρειου ημισφαιρίου δεν τις έχει η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Τουρκία, αλλά μόνο η Ιταλία και η Ελλάδα.

Η Ιταλία, λόγω του ελλιπούς χειρισμού σε θέματα φυτοπροστασίας, φαίνεται το επόμενο διάστημα να βγαίνει εκτός παραγωγής, κάτι το οποίο ωφελεί σημαντικά τη χώρα μας. Το κενό αυτό μπορεί να το καλύψουμε σε μεγάλο ποσοστό εμείς, αρκεί να μην πέσουμε στην ίδια παγίδα των Ιταλών. Άμεση αναγκαιότητα αποτελεί η δημιουργία ελληνικών ποικιλιών, ώστε τα πνευματικά δικαιώματα (royalties) να μένουν στην Ελλάδα και να μην έρχονται οι ξένοι να επενδύουν σε αυτές τις ποικιλίες εισπράττοντας την προστιθέμενη αξία που δημιουργείται.

Για να μπορέσουμε να έχουμε άμεσο αποτέλεσμα, θα πρέπει η επίσημη πολιτεία να στραφεί προς αυτή την κατεύθυνση, ώστε να ξεπεραστούν τα προβλήματα που, δυστυχώς, μέχρι και σήμερα παραμένουν άλυτα. Πρέπει να υπάρξουν χρηματοδοτικά εργαλεία με σημαντικά κίνητρα στους παραγωγούς και με παράλληλη ασφαλιστική υποστήριξη της παραγωγής.

Επιδίωξή μας θα πρέπει να είναι οι μεγάλες αγορές και για να το καταφέρουμε αυτό, θα πρέπει να δημιουργήσουμε μεγάλες ομάδες παραγωγών και σύγχρονα συλλογικά σχήματα, ώστε να πετύχουμε τους στόχους μας.