Ανάλυση: Αυξημένες κατά 31% οι εισαγωγές οπωροκηπευτικών τον Ιανουάριο στην Ελλάδα

του Γιώργου Πολυχρονάκη,
ειδικού συμβούλου του Incofruit-Hellas

Με βάση προσωρινά στοιχεία για τον φετινό Ιανουάριο, οι εισαγωγές νωπών οπωροκηπευτικών στην Ελλάδα έφτασαν τους 47.070 τόνους, έναντι 35.832 τόνων την ίδια περίοδο το 2023. Αυτό συνιστά μια αξιοσημείωτη ετήσια άνοδο (+31,36%). Τα στοιχεία για τις εισαγωγές του Ιανουαρίου του 2024, σε ό,τι αφορά τα επιμέρους προϊόντα, εμφανίζονται στον παρατιθέμενο πίνακα. Μεταξύ άλλων, τον περασμένο μήνα είχαμε εισαγωγές:

α) 15.110 τόνων πατατών, έναντι 12.119 τόνων το 2023 (+24,68%), προερχόμενων κυρίως από την Αίγυπτο και ακολουθούν Κύπρος και Γαλλία.

β) 19.551 τόνων μπανανών, έναντι 17.099 τόνων το 2023 (+14,34%), προερχόμενων πρωτίστως από τον Ισημερινό και ακολουθούν Κόστα Ρίκα και Γουατεμάλα.

γ) 2.238 τόνων κρεμμυδιών, έναντι 826 τόνων πέρσι (+170,9%), προερχόμενων κυρίως από την Αίγυπτο και ακολουθούν Ινδία και Αυστρία.

δ) 226 τόνων ντοματών, έναντι 95 τόνων το 2023 (+137,9%), προερχόμενων κυρίως από την Τουρκία.

ε) 402 τόνων γλυκών πιπεριών, έναντι 287 τόνων το 2023 (+40,07%), προερχόμενων πρωτίστως από την Ολλανδία και ακολουθούν Τουρκία και Βόρεια Μακεδονία.

στ) 1.798 τόνων μήλων, έναντι 464 τόνων πέρσι (+287,5%), προερχόμενων κυρίως από τη Βόρεια Μακεδονία και ακολουθούν Πολωνία και Σερβία.

ζ) 1.151 τόνων μανιταριών, έναντι 966 πέρσι (+19,15%), προερχόμενων κυρίως από την Πολωνία και ακολουθούν Ρουμανία και Ιταλία.

Εκτός των παραπάνω, εισήχθησαν σε μεγάλες ποσότητες και άλλα φρούτα και λαχανικά, όπως αβοκάντο, ακτινίδια, κολοκυθάκια κ.ά. Η εισαγωγή νωπών φρούτων και λαχανικών είναι ενδεικτική της συνεχούς ανάπτυξης του ξένου ανταγωνισμού, τόσο στη χώρα μας όσο και στις λοιπές κοινοτικές αγορές.

Σημειώνεται, δε, ότι οι κοινοτικές εισαγωγές από τρίτες χώρες εκτιμώνται, βάσει Eurostat, να έχουν εκτοξευθεί κατά 32,9% σε όγκο το 2023, σε σχέση με το 2022, ανερχόμενες σε 16,289 εκατ. τόνους, ενώ αυτές του ενδοκοινοτικού εμπορίου διαμορφώνονται μειωμένες κατά 5,5%, σε 28,112 εκατ. τόνους. Συνολικά, αυτές αφορούν 28,423 εκατ. τόνους φρούτων (από τρίτες χώρες και ενδοκοινοτικά), αξίας 35,636 δισ. ευρώ (-1,7% και +1,4%, αντίστοιχα, έναντι του 2022), και 13,930 εκατ. τόνους λαχανικών, αξίας 20,209 δισ. ευρώ (+2,9 και +9%, αντίστοιχα, έναντι του 2022). Κυριότερες προμηθεύτριες τρίτες χώρες είναι, κατά σειρά, οι Κόστα Ρίκα, Ισημερινός, Αίγυπτος, Ν. Αφρική, Μαρόκο κ.ά.

Απορρυθμισμένη η αγορά της ΕΕ

Οι αυξημένες εισαγωγές της ΕΕ από τρίτες χώρες οφείλονται στις υφιστάμενες αποκλίσεις μεταξύ κοινοτικών και μη κοινοτικών παραγωγών σε εργασιακά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά θέματα, η οποία προκαλεί συνεχή ανάπτυξη των εισαγωγών τόσο στην αγορά της ΕΕ όσο και στην ελληνική. Οι εμπλεκόμενοι στον τομέα των οπωροκηπευτικών της ΕΕ λειτουργούν σε μια απορρυθμισμένη αγορά, η οποία εισάγει αγροτικά προϊόντα από τρίτες χώρες σε χαμηλές τιμές, γεγονός που ασκεί πτωτική πίεση στα αντίστοιχα παραγόμενα προϊόντα στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων και των παραγόμενων στην Ελλάδα.

Αυτές οι παραγωγές στις τρίτες χώρες δεν συμμορφώνονται με τους εσωτερικούς κανονισμούς της ΕΕ και παρουσιάζεται μια αντίφαση και υποκρισία στην πολιτική δράση της ΕΕ, μεταξύ της εμπορικής πολιτικής και της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της. Είναι ένας αθέμιτος ανταγωνισμός, ο οποίος υποσκάπτει τη βιωσιμότητα χιλιάδων αγροκτημάτων στη χώρα μας και την Ευρώπη. Η ΕΕ, μάλιστα, συνεχίζει να συνάπτει περισσότερες συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών με τρίτες χώρες, οι οποίες επιδεινώνουν τα προβλήματα της γεωργίας σε ολόκληρο το μπλοκ.

Τι πρέπει να γίνει στο εξής

Ζητείται, λοιπόν, «το πάγωμα» των διαπραγματεύσεων συμφωνιών όπως η MERCOSUR, η μη επικύρωση της συμφωνίας με τη Νέα Ζηλανδία και το «πάγωμα» των διαπραγματεύσεων με τη Χιλή, την Κένυα, το Μεξικό, την Ινδία και την Αυστραλία. Προτείνεται η υιοθέτηση, από μεριάς ΕΕ, της αρχής σύμφωνα με την οποία οι εμπορικές συμφωνίες που θα συζητούνται στο μέλλον θα πρέπει να ενσωματώνουν «κατοπτρικές ρήτρες», κατ’ εφαρμογή της αρχής της αμοιβαιότητας, για την αποφυγή αθέμιτου ανταγωνισμού.

Είναι απαραίτητο τα φρούτα και τα λαχανικά που προέρχονται από τρίτες χώρες να πληρούν τις ίδιες ποιοτικές προδιαγραφές που απαιτούνται για τους γεωργούς και τους κτηνοτρόφους της ΕΕ, με ίσες συνθήκες εργασίας και ίδια χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων, καθώς και να επιδιωχθεί οι ελληνικές ελεγκτικές αρχές να διενεργούν αυστηρούς ελέγχους για την τήρηση των εμπορικών προδιαγραφών ποιότητας και μη ύπαρξης υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων στα εισαγόμενα προϊόντα στην ελληνική αγορά, με παράλληλη διασφάλιση της μη ελληνοποίησής τους.

Επιπλέον, παρεμφερείς έλεγχοι πρέπει να διενεργούνται και στα αποστελλόμενα-εξαγόμενα οπωροκηπευτικά προϊόντα, προς διασφάλιση της φήμης των προϊόντων μας, κάτι που θα συμβάλει στην περαιτέρω αύξηση των εξαγωγών τους.

Είναι ζωτικής σημασίας να ανακτήσουν τα ευρωπαϊκά αγροτικά προϊόντα τη βασική αρχή της ίδρυσης της ΕΕ και την προτίμηση των ενωσιακών καταναλωτών, για την ανάκαμψη και τη βιωσιμότητα των καλλιεργούμενων εκτάσεων, η οποία εγγυάται την επισιτιστική κυριαρχία. Η έμφαση στην εγχώρια παραγωγή, η δημιουργία προστιθέμενης αξίας και η ιδιαιτερότητα της ποιότητας είναι η ενδεδειγμένη εθνική στρατηγική για την Ελλάδα.

Εισαγωγές φρούτων και λαχανικών

Πηγή: Επεξεργασία Incofruit-Hellas βάσει προσωρινών στοιχείων