Η ανασκόπηση των εξαγωγών νωπών φρούτων και λαχανικών για το 2021

Για δεύτερη χρονιά δείχνουν ικανές να εξαλείψουν στο μέλλον το εμπορικό έλλειμμα όλων των αγροτικών προϊόντων

του Γιώργου Πολυχρονάκη, ειδικού συμβούλου του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής, Διακίνησης Φρούτων Λαχανικών και Χυμών, Incofruit-Hellas

Σε συνέχεια του ρεκόρ –όλων των εποχών– του έτους 2020, οι εξαγωγές των νωπών φρούτων και λαχανικών συνεχίστηκαν με σταθεροποιητικές τάσεις (-1,9%) σε αξία το πρώτο δεκάμηνο 2021 και μείωση -7,6% σε όγκο σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του προηγούμενου έτους, συνολικού ύψους 1,279 εκατ. τόνων και 1,025 δισ. ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, όπως επεξεργάστηκε ο Σύνδεσμός μας Incofruit-Hellas και παρά το γεγονός της μειωμένης παραγωγής, λόγω καιρικών συνθηκών, στα θερινά φρούτα, που δημιούργησαν τις πτωτικές σε όγκο τάσεις, μετά τη θετική πορεία των χειμερινών νωπών οπωροκηπευτικών.

Οι αποστολές-εξαγωγές λαχανικών το εννεάμηνο, ενώ μειώθηκαν κατά -7,2% σε σχέση με το ίδιο διάστημα του 2020, ανερχόμενες σε 210.890 τόνους, αυξήθηκαν 11,2% σε αξία, με 161,814 εκατ. ευρώ. Αντίστοιχα, οι εξαγωγές φρούτων σημείωσαν μείωση σε όγκο σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2020 (-7,7%), ανερχόμενη σε 1,068 εκατ. τόνους, ενώ η αξία υπέστη ελαφρά μείωση (-4%) και ανήλθε σε 836,6 εκατ. ευρώ. Τα ακτινίδια, τα μανταρίνια, οι φράουλες και τα αγγούρια κατέγραψαν ρεκόρ τόσο σε ποσότητες όσο και σε αξίες για ακόμη μια χρονιά, όπως και τα καρπούζια.

Σημειώνεται με ιδιαίτερη έμφαση ότι σε πολλά φρούτα η μεσοσταθμική τιμή πώλησης ανά μονάδα βάρους ήταν εντυπωσιακά αυξημένη και συγκεκριμένα σε ροδάκινα (32%), ακτινίδια (16%), φράουλες (33%), νεκταρίνια (26%), αγγούρια (13%) και ντομάτες (18%). Παράλληλα, το δεκάμηνο 2021 σημειώθηκε μείωση των εισαγωγών στη χώρα μας κατά -1,1% σε όγκο σε συνέχεια της -9,1% μείωσης του 2020.

Παρά ταύτα η πρόβλεψη στο κλείσιμο του έτους είναι ότι θα έχουμε μια αύξηση της αξίας των εξαγωγών μας με παράλληλη μείωση της τάξεως του όγκου 6% και αυτό με αύξηση της μεσοσταθμικής τιμής μονάδας. Οι εξαγωγές των νωπών φρούτων και λαχανικών κατά την εμπορική περίοδο 2020/2021 ολοκληρώθηκαν τον Σεπτέμβριο και παρουσιάζονται αυξημένες στον όγκο τους +5,44 έναντι της αντίστοιχης περιόδου 2019/2020 και +9,96% του 2018/2019, αλλά και στην αξία τους κατά +6,72% έναντι 2019/2020 σε συνέχεια +35,28%. Αυτό σημαίνει αυξημένη τιμή μονάδας την περίοδο 2020/2021 σε σχέση με την προ πανδημίας περίοδο 2018/2019 κατά +24,5%, οφειλόμενη σε μεγάλη ζήτηση αφενός προϊόντων που περιέχουν βιταμίνη C και αφετέρου προϊόντων με μεγάλη αποθήκευση (βλ. Πίνακα 1).

Εκτός, όμως, από την παραπάνω εικόνα των εξαγωγών στα χειμερινά φρούτα και λαχανικά της περιόδου 2020/2021, οι εξαγωγές των εαρινών και θερινών φρούτων και λαχανικών με ετήσια εμπορική περίοδο 2021 (μέχρι 31/10) παρουσιάζουν μείωση κατ’ όγκο, λόγω μειωμένης παραγωγής τους, οφειλόμενης στις επικρατήσασες καιρικές συνθήκες (παγετός, πλημμύρες, καύσωνας και ξηρασία) κατά -20,13% κατ’ όγκο και κατά -11,87% κατ’ αξία. Οι φράουλες καταγράφουν ρεκόρ και σε σχέση με το 2020, που επίσης είχαν σημειώσει ρεκόρ, με αύξηση κατά +22,74% κατ’ όγκο και +63,79% (βλ. Πίνακα 2) κατ’ αξία.

Η Ελλάδα διατηρεί σταθερή παραγωγή σε φρούτα και λαχανικά με περίπου 7,5-8 εκατομμύρια τόνους την τελευταία δεκαπενταετία, έχει όμως αυξήσει σημαντικά τις εξαγωγές νωπών οπωροκηπευτικών. Από 1.027.568 τόνους, αξίας 718,847 εκατ. ευρώ το 2007 σε 1.698.452 τόνους και 1.31 δισ. ευρώ για το 2020 αυξημένες κατά +6,4% και +13,7% κατ’ όγκο και αξία έναντι του 2019.

Οι ελληνικές εξαγωγές των νωπών φρούτων και λαχανικών, συνεχίζοντας τις αυξητικές τάσεις του 2020, εξακολούθησαν μέχρι και τον Μάιο με 12,6% σε αξία 2% σε όγκο έναντι αντίστοιχου μήνα 2020, βελτιώνοντας τη μεσοσταθμική τιμή μονάδας και, κυρίως, σε ακτινίδια, πορτοκάλια και μανταρίνια.

Με την είσοδο των θερινών φρούτων και λαχανικών, που λόγω καιρικών συνθηκών σε ορισμένα από αυτά η παραγωγή ήταν μειωμένη, κατεγράφη σταδιακά μηνιαία μείωση τον Σεπτέμβριο -12,7% σε ποσότητες και -16,6% σε αξίες σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα του 2020 και τον Οκτώβριο -18,9% και -20,4% αντίστοιχα.

Σήμερα, οι παραγωγοί και οι εξαγωγείς αντιμετωπίζουν δυσκολίες στη μεταφορά των αυξήσεων του κόστους στις τιμές πώλησης, λόγω του ξένου ανταγωνισμού και της παγκοσμιοποίησης της κοινοτικής αγοράς. Παρόλο που το κοινοτικό μοντέλο παραγωγής ανταποκρίνεται στην υψηλή ποιότητα, δεν είναι ανταγωνιστικό στις παγκόσμιες αγορές.

Από τα στατιστικά στοιχεία προκύπτει ότι οι κοινοτικές εξαγωγές μειώθηκαν τα τελευταία πέντε χρόνια, ενώ οι εισαγωγές αυξήθηκαν σημαντικά. Μιλάμε για έλλειμμα 12 εκατ. τόνων στον κλάδο των οπωροκηπευτικών. Η ΕΕ εξάγει περίπου 5 εκατ. τόνους και εισάγει 17 εκατ. Το αναγγελθέν εμπάργκο της Λευκορωσίας από 1/1/2022 επηρεάζει περίπου το 10% των σημερινών εξαγωγών νωπών φρούτων και λαχανικών της ΕΕ σε αγορές τρίτων χωρών.

Το εμπάργκο της Λευκορωσίας θα μπορούσε ενδεχομένως να επηρεάσει περίπου 400.000-500.000 τόνους νωπών εξαγωγών από την Ευρωπαϊκή Ένωση, επιδρώντας σε ένα ευρύ φάσμα φρέσκων φρούτων και λαχανικών, συμπεριλαμβανομένων κυρίως των μήλων, των αχλαδιών, των φραουλών και των ντοματών, και να πιέσει την προσφορά και τις τιμές στην εσωτερική της αγορά. Οι προκλήσεις σε πολλούς τομείς για το νέο έτος συνοψίζονται στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας έναντι άλλων ομοιοπαραγωγών χωρών.

Το εμπορικό πλεόνασμα το δεκάμηνο του 2021 σε φρούτα και λαχανικά και παρασκευάσματα ύψους 1,288 δισ. ευρώ περίπου, αντιστάθμισε πλήρως το εμπορικό έλλειμμα στην κατηγορία των κρεάτων και των παρασκευασμάτων τους, ύψους -807,87 εκατ. ευρώ και το εμπορικό έλλειμμα στην κατηγορία των ζώντων ζώων (εκτός ψαριών) -39,693 εκατ. ευρώ, καθώς και των ζωοτροφών -424,95 εκατ. ευρώ, αναδεικνύοντας την εξαιρετική σημαντικότητα των φρούτων και λαχανικών στη διαμόρφωση του εμπορικού ισοζυγίου αγροτικών προϊόντων. Απαιτείται να αναγνωριστεί ο τομέας των οπωροκηπευτικών ως στρατηγικός άξονας της οικονομίας μας για τη διατήρηση της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της χώρας μας.

Κατά συνέπεια, θεωρούμε ότι, σε γενικό επίπεδο, ήταν μια καλή χρονιά, χωρίς να λείπουν από την άλλη πλευρά τα προβλήματα, όπως της έλλειψης εργατών γης, της αύξησης κόστους παραγωγής και μεταφοράς, αλλά και αυτών που κατ’ εξακολούθηση ταλαιπωρούν τον κλάδο, όπως αυτόν της διακίνησης προϊόντων χωρίς έγγραφα και παραστατικά.

✱ Γεγονός είναι ότι αρκετοί αλλοδαποί εργάτες γης λόγω των lockdown το 2020 εγκατέλειψαν τη χώρα μας σε συνέχεια προηγουμένων μετακινήσεων προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι καλλιεργητικές ανάγκες, αλλά και οι ανάγκες συγκομιδής των προϊόντων φυτικής παραγωγής προτείνεται α) καθεστώς μετακλήσεως εργατών από γειτονικές χώρες, β) απασχόληση ανέργων τουριστικών κ.ά. ασχολιών χωρίς στέρηση επιδομάτων, γ) χορήγηση προσωρινά ΑΜΚΑ & ΑΦΜ στους ευρισκόμενους στη χώρα μας αλλοδαπούς με προσωρινή άδεια παραμονής και δ) δικαίωμα σε συνταξιούχους αγρότες σε περιόδους αιχμής χωρίς να θίγεται η συνταξιοδοτική κατάστασή τους.

✱ To 2021 το κόστος παραγωγής αυξήθηκε, κατ’ εκτίμηση, βάσει στοιχείων Ισπανίας, μεταξύ 9,6% και 11,3%, ανάλογα με τα προϊόντα και στη συσκευασία και στην εμπορία το εύρος στην Ισπανία κυμαίνεται μεταξύ 11%-11,3%. Αυτή η αύξηση του κόστους επιδεινώνει την κρίση που ήδη υφίσταται ο κλάδος, λόγω, μεταξύ άλλων, της διακίνησης χύμα ατυποποίητων προϊόντων και των ελλιπών ελέγχων στα εξαγόμενα και εισαγόμενα προϊόντα, αλλά και των εμπορικών διμερών συμφωνιών με χώρες εκτός ΕΕ που θέτουν σε κίνδυνο την επιβίωση της ενωσιακής παραγωγής οπωροκηπευτικών.Σε αυτές τις συνθήκες, χρειάζεται να ληφθούν μέτρα από την πολιτεία, όπως:

α) Ειδική τιμή για την ηλεκτρική ενέργεια στην αγροτική παραγωγή και σε εγκαταστάσεις επεξεργασίας-τυποποίησης και μεταποίησης. Η ενέργεια που χρησιμοποιείται για αυτές τις εργασίες πρέπει να εξομοιωθεί με το γεωργικό ντίζελ όσον αφορά τη φορολογική του μεταχείριση.

β) Μειωμένος αγροτικός ΦΠΑ για όλες τις εισροές που είναι απαραίτητες για την παραγωγή και για όλες τις υπηρεσίες που είναι απαραίτητες στην παραγωγή.

γ) Φορολογικά μέτρα, ει δυνατόν τεκμαρτού προσδιορισμού εισοδήματος παραγωγών (για εξάλειψη φαινομένων υποτιμολόγησης ή μη τιμολόγησης και δραστηριοποίησης διάφορων «εμπόρων Ελλήνων, Βαλκάνιων κ.ά.»), πλήρους καθολικής εφαρμογής της ηλεκτρονικής τιμολόγησης, με παράλληλη ενεργοποίηση του πρόσφατα ψηφισθέντος Νόμου «περί ευαλλοίωτων προϊόντων»* τόσο στην εγχώρια αγορά, όσο και στα εισαγόμενα προϊόντα.

δ) Αναθεώρηση των τιμών εισόδου που ορίζονται στις προτιμησιακές συμφωνίες ΕΕ-τρίτων χωρών, για προσαρμογή τους στο τρέχον κόστος των Ευρωπαίων παραγωγών. Παρά το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι αυτή που υπογράφει τις συμφωνίες για την ΕΕ, η κυβέρνησή μας καλείται να υποστηρίξει την απαίτηση αναθεώρησης αυτών των συμφωνιών.

✱ Ο συνδυασμός αυξημένου μεταφορικού κόστους, έλλειψης οδηγών φορτηγών και διαθεσιμότητας containers οδήγησε σε σοβαρή διαταραχή τη διακίνηση των φρέσκων φρούτων και λαχανικών κατά το ανασκοπούμενο έτος που έχει εξομαλυνθεί και σταθεροποιηθεί σε υψηλότερα επίπεδα κόστους των επιβαρύνσεων που ενσωματώθηκαν στην τιμή. Ωστόσο, εκκρεμεί να υποστεί και τις επιπτώσεις του Brexit που ήδη ένα μέρος τους είναι εμφανές, αλλά με την εφαρμογή τελωνειακών και φυτοϋγειονομικών ελέγχων θα υπάρξει περαιτέρω επιβάρυνση του κόστους από 1/1/2022.

Εάν αντιμετωπιστούν τα θέματα αθέμιτου ανταγωνισμού με την υποτιμολόγηση από «Βαλκάνιους και Έλληνες εμπόρους, αλλά και Ιταλούς», τότε το πλεόνασμα του ισοζυγίου αγροτικών προϊόντων 361,73 εκατ. ευρώ του δεκαμήνου 2021 θα σταθεροποιηθεί μόνο από την πραγματική απεικόνιση των εξαγόμενων νωπών οπωροκηπευτικών μας προϊόντων.

Εάν αυτό απαλειφθεί, εφαρμοστούν οι κοινοτικοί κανόνες και επιτηρηθεί σωστά από την ελληνική πολιτεία η όλη διακίνηση, τότε η επόμενη χρονιά (2022) θα είναι ακόμη μία χρονιά με προοπτικές, κατά την οποία θα μπορούμε να συνεχίσουμε τα ρεκόρ εξαγωγών, καταγράφοντας θετικό ισοζύγιο των αγροτικών μας προϊόντων.

Διαπιστώνεται μια έλλειψη στρατηγικής στα γεωργικά προϊόντα και μια εμφανής ανάγκη για χάραξή της τόσο στην καλλιέργεια όσο και στο εμπόριο και ιδιαίτερα στο εξαγωγικό. Ο τομέας των οπωροκηπευτικών, για παράδειγμα, έχει ανάγκη από μεταρρύθμιση, καθότι η ζήτηση αναμένεται να υπερβεί την παραγωγή μόλις η εγχώρια κατανάλωση αποκατασταθεί στα προ της οικονομικής κρίσης επίπεδα.

Αναμένοντας ότι το παγκόσμιο εμπόριο φρούτων θα συνεχίσει να αυξάνεται λόγω αύξησης του πληθυσμού κατά 1 δισ. μέχρι το 2030 και η ζήτηση θα αυξηθεί για νέα, καλύτερα, καθαρότερα, αλλά και για προϊόντα μη παραγόμενα στην εγχώρια αγορά, και αντιμετωπίζοντας τη μεγάλη πρόκληση να πρέπει να παράγουμε περισσότερα, η ανάγκη χάραξης πολιτικής καθίσταται επείγουσα και άμεση.

Οι μέθοδοι καλλιέργειας στη χώρα μας, η επάρκεια της ψυκτικής αλυσίδας και αποθήκευσης, η τυποποίηση, η συσκευασία και οι μεταφορές καθιστούν τις επιχειρήσεις μας πιο βιώσιμες, ανταγωνιστικές και, επομένως, η περαιτέρω εξωστρέφειά τους είναι προφανής και πρέπει να ληφθεί υπόψη για άμεση ενεργοποίηση στρατηγικής. Η κλιματική αλλαγή είναι μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει αυτήν τη στιγμή η γεωργία. Πρέπει να προσαρμόσουμε τη γεωργία μας στην κλιματική αλλαγή και τις συνέπειές της, καθώς αυτό το φαινόμενο έχει αντίκτυπο στα γεωργικά μας συστήματα. Πρέπει, επίσης, να ανανεώσουμε τις γεωργικές πρακτικές για να μειώσουμε τις εκπομπές άνθρακα και μόνο ένας ισχυρότερος αγροτικός τομέας και με τη σωστή αμοιβή δύναται να το καταστήσει αυτό δυνατό.

Ανησυχώντας για την ψηφισθείσα ΚΑΠ (Καν. 2116 & 2117/2021), ο αντίκτυπος που θα έχει η εφαρμογή των στρατηγικών «Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο» και της Βιοποικιλότητας, που αποτελούν μέρος της Πράσινης Συμφωνίας, θα επηρεάσει την κοινοτική αγροτική παραγωγή, με λιγότερους όγκους και ενδεχομένως χαμηλότερης ποιότητας, αναφορικά με την εμφάνιση των προϊόντων.

Αυτή η εξέλιξη πιθανώς θα οδηγήσει σε αυξήσεις των τιμών, λιγότερες ευρωπαϊκές εξαγωγές και περισσότερες εισαγωγές αγροτικών προϊόντων, προκειμένου να διασφαλιστεί η εφοδιαστική αλυσίδα. Θεωρώ ότι απαιτείται ιδιαίτερα προσεκτική προσέγγιση κατά την ενσωμάτωση των δύο στρατηγικών «Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο» και της Βιοποικιλότητας στο υπό έγκριση Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο της ΚΑΠ.

Επιβάλλεται η μελέτη των προοπτικών στις καταναλωτικές αγορές και των διαμορφούμενων τάσεων για τη χάραξη προγραμμάτων αναδιάρθρωσης των καλλιεργούμενων οπωροκηπευτικών με έμφαση στα παραδοσιακά. Απαιτείται χάραξη ζωνών καλλιέργειάς τους κατ’ είδος, εμπλουτισμός τους με νέες ποικιλίες και επέκταση ημερολογιακά της συγκομιδής, μεταποίησης και εμπορίας. Αρμόδιο όργανο είναι το Συμβούλιο Αγροτικής Ανάπτυξης, που χρειάζεται επανασύσταση με συμμετοχή στο κεντρικό του συμβούλιο αντιπροσώπευσης των θεσμικών φορέων παραγωγής και εμπορίας. Το ίδιο συμβούλιο θα πρέπει να επιληφθεί και των βιολογικών προϊόντων.