Βιοδιεγέρτες: Στο 10% η αύξηση των αποδόσεων, λέει ο πρόεδρος της EBIC

Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι τα βιολογικής και φυσικής προέλευσης προϊόντα, καθώς και αυτά που, υπό μια ευρύτερη έννοια, συμβαδίζουν και, παράλληλα, συμβάλλουν στη μετάβαση προς μια πιο βιώσιμη γεωργία αποτελούν αυτήν τη στιγμή την πιο «hot» τάση στην αγορά των αγροτικών εφοδίων.

των Αντώνη Ανδρονικάκη, Γιάννη Τσατσάκη

Οι προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής και της κάλυψης των διατροφικών αναγκών ενός αυξανόμενου παγκόσμιου πληθυσμού, ιδιαίτερα μετά τις πρόσφατες εξελίξεις στην Ουκρανία και, την ίδια στιγμή, η ανάγκη να ενισχυθεί το εισόδημα του παραγωγού καθιστούν επιτακτική την εξεύρεση νέων λύσεων στους τομείς της θρέψης και της φυτοπροστασίας.

Στην ΕΕ, τον τόνο δίνει, φυσικά, η Πράσινη Συμφωνία με κατευθυντήριες γραμμές τη μείωση των εισροών σε λιπάσματα και συνθετικά φυτοπροστατευτικά και την αύξηση του ποσοστού των βιολογικών καλλιεργειών. Αυτό, άλλωστε, είναι και το πνεύμα που διέπει τη νέα ΚΑΠ. Στη νέα προγραμματική περίοδο, πρωταγωνιστικό ρόλο για τις ενισχύσεις θα διαδραματίσουν τα οικολογικά σχήματα, τα λεγόμενα eco-schemes, τα οποία θα ξαναμοιράσουν την τράπουλα των άμεσων ενισχύσεων με δράσεις φιλικές προς το περιβάλλον και στην κατεύθυνση της εξοικονόμησης πόρων.

Σε αυτό το πλαίσιο, πλάι στα συμβατικά προϊόντα λίπανσης και φυτοπροστασίας, αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια με ταχύτατους ρυθμούς μία αγορά προϊόντων πιο φιλικών προς το περιβάλλον, αλλά, ταυτόχρονα, εξαιρετικά αποτελεσματικών σκευασμάτων, αυτή των βιοδιεγερτών. Στην αγορά αυτήν τοποθετούνται πλέον σχεδόν όλοι οι μεγάλοι παίκτες των εισροών, με την κινητικότητα σε επίπεδο επενδύσεων και εξαγορών να είναι έντονη.

Διψήφιοι ρυθμοί ανάπτυξης

Το αυξανόμενο μομέντουμ των προϊόντων βιοδιεγερτών και η σταδιακή τους εδραίωση ως πολύτιμου εργαλείου για τον παραγωγό επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία μιας αγοράς, η οποία επιδεικνύει ραγδαίους ρυθμούς ανάπτυξης, ιδιαίτερα από το 2021 και μετά. Σε παγκόσμιο επίπεδο, αυτήν τη στιγμή, η συνολική πίτα των βιοδιεγερτών εκτιμάται ότι αγγίζει τα 4 δισ. δολάρια και διευρύνεται με ρυθμό 10%-15% ετησίως. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η εν λόγω αγορά υπολογίζεται στα 850 εκατ. ευρώ (2022), ενώ την πενταετία 2023-2027 αναμένεται να υπερδιπλασιαστεί, φτάνοντας τα 1,7-1,8 δισ. ευρώ, εμφανίζοντας έναν μέσο ρυθμό ετήσιας ανάπτυξης της τάξης του 12%-13%.

Σύμφωνα με πρόσφατες κλαδικές μελέτες, οι εφαρμογές των προϊόντων στον αγροτικό τομέα ανεβαίνουν διαρκώς σε δημοτικότητα. Ένας από τους λόγους είναι η μείωση των επιπτώσεων στο περιβάλλον από επιβλαβή χημικά λιπάσματα.

Η εφαρμογή με ψεκασμό στα φύλλα των φυτών ήταν μία από τις πιο διαδεδομένες κατά τη χρήση βιοδιεγερτών, καθώς, σύμφωνα με μελέτες, η άμεση εφαρμογή στα φύλλα των φυτών θεωρείται ως η πιο αποτελεσματική για την παροχή θρεπτικών ουσιών στα φυτά και ιδιαίτερα στα φρούτα και λαχανικά, προϊοντικές κατηγορίες στις οποίες η Ευρώπη πρωταγωνιστεί παγκοσμίως και αντιστοίχως η χώρα μας συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων της Ευρώπης.

Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι η χρήση τους έχει πλέον επεκταθεί και σε μεγάλες καλλιέργειες, όπως είναι ο αραβόσιτος και το σιτάρι. Στην ΕΕ συναντώνται ορισμένες από τις παγκόσμιες ηγέτιδες της αγοράς των βιοδιεγερτών. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο που σχεδόν ο μισός παγκόσμιος κύκλος εργασιών αυτών των προϊόντων πραγματοποιείται στην Ευρώπη.

Στήριγμα στις προκλήσεις του Green Deal και της νέας ΚΑΠ

Πέρα από τους βασικούς λόγους που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, την υποβάθμιση της γονιμότητας των εδαφών και την ανάγκη να καλυφθούν οι
διατροφικές ανάγκες 8 δισ. ανθρώπων, σε μια στιγμή που το περιβαλλοντικό πλαίσιο αυστηροποιείται και οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις είναι πεπερασμένες, ακόμα ένας παράγοντας λειτούργησε πρόσφατα ως επιταχυντής για τη συγκεκριμένη αγορά.

Αυτός δεν είναι άλλος από τη μείωση της διαθεσιμότητας και, παράλληλα, την αύξηση σε δυσθεώρητα επίπεδα των τιμών των συμβατικών λιπασμάτων, γεγονός που ώθησε πολλούς παραγωγούς στη χρήση περισσότερων βιοδιεγερτών και, ιδίως, των προϊόντων που συμβάλλουν στη βέλτιστη απορρόφηση και στην αξιοποίηση των διαθέσιμων ιχνοστοιχείων (Nutrient Use Efficiency), προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν τις απώλειες στις αποδόσεις. Βέβαια, και ανεξάρτητα από τις ειδικές συνθήκες της περσινής χρονιάς, οι βιοδιεγέρτες δεν πρέπει να προσεγγίζονται ως αντικαταστάτες των λιπασμάτων, όπως υπογραμμίζουν οι ειδικοί.

Σύμφωνα με έγκριτα στελέχη της αγοράς θρέψης, «η λογική δεν είναι να αντικαταστήσουμε τα λιπάσματα, αλλά να κάνουμε μια έξτρα επένδυση, η οποία, με βάση τον αντίκτυπο που θα έχει στις αποδόσεις και στην ποιότητα, θα μας ανταμείψει, ως παραγωγούς, με περισσότερα χρήματα – με οικονομικούς όρους δηλαδή, θα μας δώσει ένα καλύτερο ROI (return on investment)».

Σταθμός ο νέος Κανονισμός για τα λιπάσματα

Ορόσημο θα πρέπει να θεωρηθεί το περασμένο καλοκαίρι, καθώς από τις 17 Ιουλίου 2022, στο πλαίσιο του νέου Ευρωπαϊκού Κανονισμού για τα λιπάσματα, τα εν λόγω προϊόντα προσδιορίζονται πλέον ως ξεχωριστή κατηγορία και διαχωρίζονται με βάση όχι τα ενεργά συστατικά, αλλά τη δράση τους (καταπολέμηση αβιοτικού στρες, καλύτερη αξιοποίηση των θρεπτικών συστατικών, βελτίωση ποιότητας και αποδόσεων).

Το νέο αυτό πλαίσιο παρέχει τη δυνατότητα ταχύτερων αδειοδοτήσεων, επιτρέποντας στις επιχειρήσεις να φέρουν σε σύντομο χρονικό διάστημα στην αγορά νέες λύσεις και σκευάσματα, ενώ δημιουργεί τις προϋποθέσεις, όπως αναφέρουν στελέχη του κλάδου, να ξεχωρίσει η «ήρα από το σιτάρι», δεδομένου ότι μέχρι πρόσφατα στην αγορά κυκλοφορούσαν αρκετά προϊόντα με ισχυρισμούς αμφίβολης αξιοπιστίας και ακόμα πιο αμφίβολης αποτελεσματικότητας.

«Ασπίδα» για την υγεία των φυτών

Μεταξύ άλλων θετικών αποτελεσμάτων στα φυτά, οι βιοδιεγέρτες μπορούν να αυξήσουν την αποτελεσματικότητα της χρήσης θρεπτικών συστατικών, ώστε οι αγρότες να προσβλέπουν σε αυξημένα έσοδα και ανταποδοτικότητα της επένδυσής τους κατά τη χρήση λιπασμάτων.

Στις θετικές επιδράσεις τους περιλαμβάνεται και η χρήση θρεπτικών συστατικών που βρίσκονται στο έδαφος και στα οποία, χωρίς τη βοήθεια των βιοδιεγερτών, το φυτό δεν θα μπορούσε να έχει πρόσβαση. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι ο φώσφορος, ο οποίος μέσω των προϊόντων αυτών μπορεί να αξιοποιηθεί από το φυτό. Αυτές οι βελτιώσεις στην αξιοποίηση των θρεπτικών ουσιών μειώνουν επίσης τις απώλειες των θρεπτικών συστατικών, μειώνοντας παράλληλα και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις και προσφέροντας άλλη μία σημαντική χρήση για το περιβάλλον, την παραγωγικότητα και τη σωστή διατροφή των ανθρώπινων πληθυσμών. Επίσης, οι βιοδιεγέρτες βοηθούν τα φυτά να αντέξουν και να ανταποκριθούν καλύτερα σε παράγοντες αβιοτικού στρες, όπως η ξηρασία, η αλατότητα, οι ακραίες θερμοκρασίες και οι πλημμύρες. Τέτοιες σκληρές συνθήκες μπορούν να προκαλέσουν μείωση των αποδόσεων των φυτών, καθώς αυτά καταναλώνουν ενέργεια για να ανταποκριθούν σε μια τέτοια ακραία κατάσταση.

Υπό την απουσία των βιοδιεγερτών, τέτοιοι παράγοντες θα μπορούσαν να αποβούν μοιραίοι για το φυτό. Επιπλέον προστατεύουν και βοηθούν τους φυτικούς οργανισμούς, διασφαλίζοντας ότι οι αποδόσεις των καλλιεργειών θα είναι υψηλότερες. Aν και δεν είναι η πρωταρχική αιτία χρήσης τους, οι βιοδιεγέρτες επιδρούν ευεργετικά σε παράγοντες στρες, καθιστώντας τα φυτά λιγότερο ευάλωτα σε ασθένειες, κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο μια υγιεινή, ισορροπημένη διατροφή θα ενίσχυε το ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα.

Ο συνδυασμός των παραπάνω θετικών αποτελεσμάτων ενισχύει τις γεωργικές εκροές, συμβάλλοντας σε καλύτερες αποδόσεις και υψηλότερη ποιότητα προϊόντων, που εντέλει μεταφράζεται σε κερδοφορία για τον παραγωγό.

EBIC: «Αποδεδειγμένη αύξηση αποδόσεων έως 10%»

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βιομηχανίας των Βιοδιεγερτών (EBIC) ιδρύθηκε το 2021 και έκτοτε αποτελεί τον θεματοφύλακα των προϊόντων αυτών στην Ευρώπη, αλλά και παγκοσμίως. Όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του EBIC, «τα οφέλη των βιοδιεγερτών έχουν δοκιμαστεί και καταγραφεί ευρέως σε επιτόπιες δοκιμές.

Είναι δύσκολο να υπολογιστεί σε ένα γενικό πλαίσιο ο βαθμός οφέλους των βιοδιεγερτών, καθώς για τον προσδιορισμό του παίζουν ρόλο διάφοροι παράγοντες, όπως το είδος της καλλιέργειας, το εκάστοτε προϊόν βιοδιεγέρτη, η κατάσταση του εδάφους και η διαχείριση της καλλιέργειας σε διάφορα επίπεδα. Ωστόσο, η ελάχιστη αύξηση των στρεμματικών αποδόσεων που σχετίζεται με τη χρήση τους έχει καταγραφεί μεταξύ 5% και 10%».

Δηλώσεις στην «ΥΧ» για τον ρόλο των βιοδιεγερτών στον πρωτογενή τομέα, υπό το φως των πρόσφατων εξελίξεων και διαταραχών που παρατηρούνται στην εφοδιαστική αλυσίδα, είχε παραχωρήσει πρόσφατα ο πρόεδρος της EBIC, Arne Pingel (φωτό), στο πλαίσιο του διεθνούς συνεδρίου «F2F», που πραγματοποιήθηκε πριν από μερικούς μήνες στην Αθήνα.

Ο κ. Pingel, ο οποίος διαδέχθηκε τον προκάτοχό του, Luca Bonini, τον Νοέμβριο του 2022, δήλωσε τα εξής: «Οι βιοδιεγέρτες μπορούν να βοηθήσουν τους Ευρωπαίους αγρότες να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες κοινωνικές και πολιτικές απαιτήσεις στις οποίες υπόκεινται όλο και περισσότερο, με το σωστό προϊόν, συμβουλές και εφαρμογή. Τα προϊόντα των βιοδιεγερτών μπορούν να βοηθήσουν στη βελτιστοποίηση της χρήσης άλλων γεωργικών εισροών και στη μείωση των απωλειών θρεπτικών συστατικών στο περιβάλλον, βελτιώνοντας την πρόσληψη θρεπτικών συστατικών από το φυτό, σύμφωνα με τους στόχους των στρατηγικών της ΕΕ “Farm to Fork” και “Zero Pollution”.

Μπορούν, επίσης, να βοηθήσουν στη διατήρηση και στην αύξηση της γονιμότητας του εδάφους, ενισχύοντας τη μικροβιακή βιοποικιλότητα των εδαφών, συμβάλλοντας έτσι στους νέους στόχους της στρατηγικής της ΕΕ για το έδαφος. Όλα αυτά, ενώ αυξάνουν τις αποδόσεις των φυτών και την ποιότητα των καλλιεργειών, άρα και την κερδοφορία του αγρότη, ακόμη και ενόψει κλιματικών πιέσεων, όπως η ξηρασία ή οι πλημμύρες.

Τα παραπάνω είναι σύμφωνα με τους δεδηλωμένους στόχους της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των αγροτών, ενισχύοντας παράλληλα τη δράση για την κλιματική αλλαγή και την καλύτερη περιβαλλοντική φροντίδα. Ωστόσο, οι βιοδιεγέρτες θα βοηθήσουν στην αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων στην Ευρώπη μόνο με το κατάλληλο ρυθμιστικό πλαίσιο σε επίπεδο ΕΕ».