Βραζιλία: Η περιβαλλοντοκτόνος γεωργία βιομηχανικής κλίμακας αποκτά «πράσινα» άλλοθι

Καθώς η συνολική αξία των πράσινων ομολόγων, που προορίζονται για τον πρωτογενή τομέα και τη γη, σημείωσε αύξηση 59% από το 2019 έως το 2020, η αγροβιομηχανία εξελίσσεται σε έναν από τους ταχύτερα αναπτυσσόμενους κλάδους στην παγκόσμια αγορά «πράσινων» χρηματοδοτικών μέσων.

Σύμφωνα με πρόσφατη επισκόπηση της οργάνωσης Grain, οι μεγάλοι παίκτες της βιομηχανικής γεωργίας αναζητούν τρόπους, ώστε να διατηρούν ανέπαφη τη ροή των κεφαλαίων και των προϊόντων τους, κρύβοντας παράλληλα κάτω από το χαλί την περιβαλλοντική καταστροφή που προκαλούν.

Στη Βραζιλία, τα περιβαλλοντικά εγκλήματα και οι καταπατήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που συνδέονται με τους βιομηχανικούς κολοσσούς της σόγιας, είναι ίσως τα πιο επιβαρυντικά παγκοσμίως. Ωστόσο, οι εταιρείες αυτές δεν έχουν επιδοθεί μόνες τους στις γνωστές πρακτικές υφαρπαγών γης, ρύπανσης από χημικά και αποψίλωσης εκατομμυρίων στρεμμάτων δασών.

«Από τη στιγμή που άρχισαν να καταστρέφουν το οικοσύστημα του Αμαζονίου και της πολύτιμης σαβάνας Σεράδο τη δεκαετία του 1980, έχουν χρηματοδοτηθεί σε μεγάλο βαθμό από ξένα συνταξιοδοτικά ταμεία, τράπεζες και τους περισσότερους άλλους ηγέτες της παγκόσμιας χρηματοδότησης», τονίζει η Grain.

Σήμερα, οι βραζιλιάνικες εταιρείες εξακολουθούν να εξαρτώνται από τα διεθνή κεφάλαια, όμως ο εγχώριος κλάδος της σόγιας βρίσκεται υπό αυξανόμενο διεθνή έλεγχο και οι ξένες χρηματοπιστωτικές εταιρείες ανησυχούν για τη φήμη τους.

Έτσι, οι Βραζιλιάνοι ηγέτες του προϊόντος και οι υποστηρικτές τους αναζητούν λύσεις που θα τους «ξεπλένουν» από την περιβαλλοντική και κοινωνική καταστροφή που προκαλούν. Σε αυτό το σημείο εισέρχονται –αλλάζοντας το τοπίο– οι επενδύσεις ESG, οι οποίες προβλέπουν υιοθέτηση περιβαλλοντικών και κοινωνικών κριτηρίων, καθώς και κριτηρίων Εταιρικής Διακυβέρνησης στην επενδυτική διαδικασία.

Το 2020, η μεγαλύτερη παραγωγός εταιρεία σόγιας της Βραζιλίας, SLC Agrícola, εξέδωσε πράσινο ομόλογο 95 εκατομμυρίων δολαρίων για ένα πρότζεκτ «αναγεννητικής γεωργίας». Οι εκμεταλλεύσεις της SLC καλύπτουν 4,6 εκατομμύρια στρέμματα γης, κυρίως στη σαβάνα Σεράδο, όπου η εταιρεία έχει αποψιλώσει τουλάχιστον 300.000 στρέμματα αυτοφυούς βλάστησης και της έχει επιβληθεί πολλές φορές πρόστιμο από την ομοσπονδιακή περιβαλλοντική υπηρεσία της Βραζιλίας.

Η εταιρεία ισχυρίζεται ότι σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τους πόρους από το πράσινο ομόλογο για την αγορά νέων ελκυστήρων με καύσιμα, «πράσινα» λιπάσματα και διάφορες ψηφιακές τεχνολογίες για τη μείωση του αποτυπώματος άνθρακα.

Παρά το αμφιλεγόμενο ιστορικό της, οι αγοραστές του ομολόγου θα πρέπει να εμπιστευθούν αφενός ότι η SLC θα υπολογίσει τις μειώσεις εκπομπών της και αφετέρου την ιδιωτική εταιρεία που επιστρατεύθηκε από την ίδια για να τις πιστοποιήσει. «Αυτό είναι σαν η Shell να εκδίδει “πράσινο ομόλογο” για να αγοράσει πανιά για τα πετρελαιοφόρα της», σχολιάζει η Grain.

Πολλές βραζιλιάνικες εταιρείες σόγιας έχουν ακολουθήσει αυτό το παράδειγμα, αλλά δεν είναι οι μόνες ένοχοι. «Σε όλο τον κόσμο, οι πιο διαβόητοι παράγοντες επέκτασης της βιομηχανικής γεωργίας στρέφονται στην “πράσινη” χρηματοδότηση για να συγκεντρώνουν χρήματα. Σε αυτούς περιλαμβάνονται εταιρείες φοινικελαίου, ιχθυοτροφεία, κολοσσοί κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων», υπογραμμίζει η οργάνωση.