Δεν αρκεί μόνο η αύξηση των εκτάσεων βιολογικής γεωργίας για να επιτύχουν ΕΕ και κράτη-μέλη

Αρκεί η αύξηση της στρεμματικής έκτασης που καλλιεργείται βιολογικά για να υπερηφανεύονται ΕΕ και κράτη-μέλη ότι συμβάλλουν στην ανάπτυξη της βιολογικής παραγωγής; Η απάντηση στο ερώτημα είναι αρνητική, καθώς, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ), όχι μόνο η στρατηγική που ακολουθείται παρουσιάζει σημαντικές αδυναμίες, αλλά η προσοχή στις απαιτήσεις και τις ανάγκες του τομέα είναι ελάχιστη.
«Η ευρωπαϊκή γεωργία καθίσταται οικολογικότερη και η βιολογική γεωργία διαδραματίζει καίριο ρόλο σε αυτό. Ωστόσο, προκειμένου η επιτυχία να είναι μακροχρόνια, η εστίαση των προσπαθειών αποκλειστικά και μόνο στην αύξηση των εκτάσεων βιολογικής γεωργίας δεν επαρκεί. Πρέπει να καταβληθούν περισσότερες προσπάθειες, ώστε ο τομέας να υποστηρίζεται στο σύνολό του, αναπτύσσοντας την αγορά και τονώνοντας την παραγωγή», τονίζει η Keit Pentus-Rosimannus, μέλος του ΕΕΣ και αρμόδια για τον έλεγχο. Διαφορετικά, όπως προσθέτει, «αντί για μια ακμάζουσα βιομηχανία υπό την ώθηση ενημερωμένων καταναλωτών, κινδυνεύουμε να δημιουργήσουμε ένα μη ισορροπημένο σύστημα που θα εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τη χρηματοδότηση της ΕΕ».
Κονδύλια για στρεμματική αύξηση
Η πρόσφατη ειδική έκθεση του ΕΕΣ, με τίτλο «Βιολογική γεωργία στην ΕΕ: Κενά και ασυνέπειες υπονομεύουν την επιτυχία της πολιτικής», καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ενωσιακές και οι εθνικές πολιτικές στον τομέα της βιολογικής παραγωγής παρουσίαζαν κενά. Τα κονδύλια της ΚΑΠ χρησιμοποιήθηκαν για την αύξηση των εκτάσεων με βιολογικές καλλιέργειες, χωρίς να λαμβάνονται επαρκώς υπόψη οι περιβαλλοντικοί στόχοι και οι στόχοι της αγοράς που καθορίζονται στην πολιτική της ΕΕ για τη βιολογική γεωργία.
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην έκθεση, το 2022, περίπου 170 εκατ. στρέμματα γης στην ΕΕ καλλιεργούνταν βιολογικά, κάτι που αντιπροσωπεύει το 10,5% της συνολικής χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης. Ενώ στην ΕΕ το ποσοστό των εκτάσεων βιολογικής γεωργίας αυξάνεται σταθερά από το 2014, η υιοθέτηση βιολογικών γεωργικών πρακτικών διέφερε σημαντικά μεταξύ των κρατών-μελών και κυμαινόταν από 0,6% στη Μάλτα έως 25,7% στην Αυστρία.
Όπως αναφέρουν οι ελεγκτές, η στήριξη της ΚΑΠ είχε ως στόχο να αποζημιώνει τους αγρότες για τα πρόσθετα έξοδα και την απώλεια εισοδήματος που επέφερε η μετάβαση από τη συμβατική στη βιολογική γεωργία. «Οι παραγωγοί βιολογικών προϊόντων δεν ήταν υποχρεωμένοι να παράγουν κανένα βιολογικό προϊόν, προκειμένου να λαμβάνουν χρήματα από την ΕΕ, γεγονός που συνέτεινε σε μια κατάσταση στην οποία η βιολογική παραγωγή εξακολουθεί να αποτελεί μια πολύ μικρή αγορά, αντιπροσωπεύοντας λιγότερο από το 4% της συνολικής αγοράς τροφίμων της ΕΕ», σημειώνουν.
Παράλληλα, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών-μελών, όσον αφορά την κατανάλωση βιολογικών προϊόντων, με τη σχετική κατά κεφαλή δαπάνη να κυμαίνεται, το 2022, από 2 ευρώ στη Ρουμανία και 6 ευρώ στην Ελλάδα έως 365 ευρώ στη Δανία. «Οι εν λόγω διαφορές αναδεικνύουν την ανομοιογενή ανάπτυξη της αγοράς των βιολογικών προϊόντων ανά την ΕΕ και τη σύνδεση με την αγοραστική δύναμη στα κράτη-μέλη», τονίζουν οι ελεγκτές.
Κενά στη στρατηγική
Το στρατηγικό πλαίσιο της ΕΕ για τη βιολογική παραγωγή που αφορούσε την περίοδο 2014-2020, σύμφωνα με τους ελεγκτές, δεν περιλάμβανε κανέναν στόχο για τον τομέα, ενώ απουσίαζαν επίσης βασικά στοιχεία, όπως: Τιμές που έπρεπε να επιτευχθούν στο πλαίσιο ειδικών στόχων και δράσεων του σχεδίου, ορόσημα και χρονοδιάγραμμα για την υλοποίηση των δράσεων κ.ά.
«Ελλείψει ποσοτικοποιημένων στόχων, δεικτών παρακολούθησης και αξιολόγησης, ο πραγματικός αντίκτυπος του σχεδίου δράσης 2014-2020 παραμένει άγνωστος», υπογραμμίζουν οι ελεγκτές
«Στο σχέδιο δράσης 2021-2027, η Επιτροπή ανέφερε ότι οι δράσεις στο πλαίσιο του προηγούμενου σχεδίου είχαν υλοποιηθεί, χωρίς όμως να διευκρινίζει τις διεξαχθείσες δραστηριότητες και τα επιτεύγματα. Ελλείψει ποσοτικοποιημένων στόχων, δεικτών παρακολούθησης και αξιολόγησης, ο πραγματικός αντίκτυπος του σχεδίου δράσης 2014-2020 παραμένει άγνωστος», υπογραμμίζουν οι ελεγκτές. Το κλιμάκιο ελέγχου εξηγεί ότι οι αγρότες μπορούν να λαμβάνουν χρήματα από την ΕΕ ακόμη και αν δεν εφαρμόζουν τα πρότυπα σχετικά με την αμειψισπορά ή την καλή διαβίωση των ζώων, τα οποία συνιστούν βασικές αρχές της βιολογικής γεωργίας. Διαπιστώνει, επίσης, ότι η έκδοση άδειας για τη χρήση μη βιολογικών σπόρων κατά τη φύτευση βιολογικών καλλιεργειών αποτελούσε κοινή νομική πρακτική.
Τονίζει επίσης ότι, επί του παρόντος, δεν υπάρχει τρόπος μέτρησης του βαθμού υλοποίησης των υποτιθέμενων περιβαλλοντικών οφελών της βιολογικής γεωργίας.
Χωρίς όραμα
Αναφορικά με το σχέδιο δράσης 2021-2027, οι ελεγκτές διαπιστώνουν ότι είναι βελτιωμένο σε σχέση με το προηγούμενο, αλλά απουσιάζουν από αυτό ορισμένα βασικά στοιχεία. Προσθέτουν ότι η τιμή-στόχος του 25%, που έχει τεθεί από την ΕΕ για το 2030, αναφέρεται μόνο στις εκτάσεις που πρέπει να καλλιεργούνται βιολογικά, ενώ κανένας στρατηγικός στόχος δεν τέθηκε για τον τομέα της βιολογικής παραγωγής. «Δεν υπάρχει στρατηγικό όραμα για τη βιολογική γεωργία ή τον τομέα μετά το 2030, ώστε να διασφαλίζεται σταθερότητα και μακροπρόθεσμη προοπτική για την αξιακή αλυσίδα», υπογραμμίζουν.
Μάλιστα, αναφέρουν ότι η ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας και οι φιλοδοξίες για την επέκτασή της διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των χωρών της ΕΕ, σε βαθμό που η ΕΕ κινδυνεύει να μην επιτύχει την τιμή-στόχο του 25% και προειδοποιούν ότι, για να καλυφθεί το χαμένο έδαφος, ο ρυθμός διάδοσης των πρακτικών βιολογικής γεωργίας στην Ευρώπη πρέπει να διπλασιαστεί.
Αδυναμίες και στις εθνικές πολιτικές
Κι αυτό, γιατί, μεταξύ άλλων, διαπιστώνονται αδυναμίες και στις εθνικές πολιτικές. Αν και τα κράτη-μέλη έχουν δεσμευτεί για την κατάρτιση εθνικού σχεδίου δράσης, μέχρι τα τέλη του 2023, η Ελλάδα, η Λιθουανία και η Ισπανία δεν το διέθεταν.
Επιπλέον, εκτός από την αύξηση των εκτάσεων βιολογικής γεωργίας, μόνο 16 κράτη-μέλη έχουν καθορίσει άλλες εθνικές τιμές-στόχο για να στηρίξουν περαιτέρω την ανάπτυξη του τομέα. Για παράδειγμα, οκτώ κράτη-μέλη έθεσαν τιμές-στόχο για τη βιολογική παραγωγή, δέκα κράτη-μέλη για την κατανάλωση βιολογικών προϊόντων μέσω της δημόσιας τροφοδοσίας και τέσσερα για τη μεταποίηση των βιολογικών προϊόντων. Η Αυστρία, για παράδειγμα, ως πρόσθετη τιμή-στόχο έχει θέσει να διατίθενται βιολογικά τρόφιμα σε ποσοστό 55% στα δημόσια κυλικεία έως το 2030.