Δυναμώνει η ρωσική βιομηχανία ζωοτροφών

Χάρη στο εμπάργκο και στο φθηνό ρούβλι

Δυναμώνει η ρωσική βιομηχανία ζωοτροφών

Mπορεί τη Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου οι Βρυξέλλες να αποφάσισαν κι επισήμως την παράταση για ακόμα ένα εξάμηνο των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, όμως τουλάχιστον ένας παραγωγικός κλάδος της χώρας δεν φαίνεται να ανησυχεί ιδιαίτερα από την εξέλιξη αυτή.

Ο λόγος για τη ρωσική βιομηχανία ζωοτροφών, η οποία στη διάρκεια των δυόμισι τελευταίων ετών –από τον Ιούλιο του 2014, οπότε και τέθηκε για πρώτη φορά σε εφαρμογή το εμπάργκο, μέχρι σήμερα– καταγράφει σταθερά θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, αξιοποιώντας με τον καλύτερο τρόπο το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που της εξασφαλίζει το υποτιμημένο ρωσικό ρούβλι.

 

Καθώς, μάλιστα, το καθεστώς Πούτιν στηρίζει έμπρακτα τον κλάδο με κίνητρα για τη δημιουργία νέων μονάδων, δεν είναι λίγοι αυτοί που προβλέπουν ότι, μέσα στα επόμενα χρόνια, η Ρωσία θα εξελιχθεί σε έναν από τους μεγάλους «παίκτες» της παγκόσμιας αγοράς ζωοτροφών. Ήδη, καθώς ο στόχος της αυτάρκειας μοιάζει πολύ κοντινός, οι επιχειρήσεις του χώρου αρχίζουν να ρίχνουν κλεφτές ματιές στις αγορές του εξωτερικού.

Σύμφωνα με τη ρωσική στατιστική υπηρεσία (Rosstat), στο πρώτο εξάμηνο του 2016 η χώρα παρήγαγε 126.700 τόνους προμειγμάτων ζωοτροφών (premix), σημειώνοντας αύξηση 1,9% σε σχέση με έναν χρόνο πριν. Η Rosstat μιλάει για μια ξεκάθαρη ανοδική δυναμική επικαλούμενη και τα στοιχεία του 2015, χρονιά κατά την οποία η παραγωγή προμειγμάτων έφτασε τους 254.000 τόνους, δηλαδή 13% περισσότερους σε σύγκριση με το 2014. Παρόμοια είναι η εικόνα και στα συμπληρώματα ζωοτροφών (supplements), που η συνολική παραγωγή της Ρωσίας ανήλθε το 2015 στους 199.800 τόνους, όταν έναν χρόνο πριν (2014) δεν ξεπερνούσε τους 143.800 τόνους.

Ο ρόλος της υποτίμησης

Διόλου τυχαία, η αύξηση της παραγωγής συμπίπτει χρονικά με την αποδυνάμωση του ρωσικού νομίσματος. Το φθηνό ρούβλι καθιστά ακριβότερες τις εισαγόμενες (από την ΕΕ κυρίως) ζωοτροφές, αναγκάζοντας τους Ρώσους κτηνοτρόφους να στραφούν στη βιομηχανία της χώρας τους για πιο προσιτές εναλλακτικές. Με τη σειρά της, η βιομηχανία ζωοτροφών ανταποκρίνεται στην πρόκληση, κερδίζοντας αρχικά από τους μεγαλύτερους όγκους και, στη συνέχεια, από τη βελτίωση των τιμών. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά τη μείωση των εισαγωγών, η συνολική αξία της αγοράς προμειγμάτων ανήλθε το πρώτο εξάμηνο του 2016 στα 17,1 δισ. ρούβλια (264 εκατ. δολάρια), 24% πάνω σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα.

Καθώς ολοένα και περισσότερα νέα εργοστάσια μπαίνουν σε πλήρη λειτουργία, στελέχη της ρωσικής βιομηχανίας ζωοτροφών διακινδυνεύουν την πρόβλεψη ότι μέχρι το 2018 η χώρα θα έχει διπλασιάσει την παραγωγή της, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα προμείγματα –προϊόντα που, σημειωτέον, εκτός από σημαντικές επενδύσεις, προϋποθέτουν και σοβαρή τεχνογνωσία–, αγγίζοντας τους 500.000 τόνους ετησίως. Το νούμερο υπερβαίνει, βέβαια, τις ανάγκες της εσωτερικής αγοράς, ωστόσο, οι επιχειρηματίες του κλάδου ποντάρουν πολλά στις εξαγωγές, καθώς και στα σχέδια μεγάλων κτηνοτροφικών μονάδων να βελτιώσουν την απόδοση των ζωοτροφών που χρησιμοποιούν με την προσθήκη περισσότερων συμπληρωμάτων και προμειγμάτων.

Νέες μονάδες

Ο Ρώσος υπουργός Γεωργίας, Αλεξάντερ Τκάτσεφ, εμφανίζεται πιο συγκρατημένος στις δικές του προβλέψεις. Eκτιμά ότι η συνολική παραγωγή προμειγμάτων «θα αυξηθεί κατά 33%, φτάνοντας τους 400.000 τόνους μέχρι το 2020», όπως δήλωσε χαρακτηριστικά κατά τη διάρκεια των εγκαινίων μιας νέας γραμμής παραγωγής στο εργοστάσιο της Coudais MkKorma, δυναμικότητας 200.000 τόνων ετησίως. «Πρόκειται για μια μοναδική αγορά, την οποία πρέπει να αξιοποιήσουν οι εγχώριες επιχειρήσεις και όχι οι εισαγωγείς. Το υπουργείο μας είναι έτοιμο να συνδράμει σε όλα τα επίπεδα τα επενδυτικά πρότζεκτ που θα έχουν αυτόν τον στόχο», συμπλήρωσε.