Το δύσκολο φινάλε της σεζόν και η επόμενη μέρα για το βαμβάκι

Στην επόμενη καλλιεργητική σεζόν και στους παράγοντες που θα καθορίσουν την εμπορευσιμότητα και, εντέλει, το οικονομικό αντίκρυσμα της νέας σοδειάς στρέφεται πλέον η προσοχή των συντελεστών της εγχώριας αλυσίδας παραγωγής βάμβακος, καθώς κάθεται σιγά σιγά η… σκόνη της φετινής εκκοκκιστικής περιόδου.

Το φινάλε της φετινής χρονιάς, ίσως της δυσκολότερης και πλέον απρόβλεπτης των τελευταίων ετών, βρίσκει μια μεγάλη μερίδα καλλιεργητών, ιδίως όσους απέφυγαν ή δίστασαν να εμπιστευτούν το εργαλείο των προπωλήσεων, απογοητευμένους για «τις ευκαιρίες που χάθηκαν». Την ίδια στιγμή, τα κόστη παραγωγής και διαχείρισης των εκμεταλλεύσεων έχουν σκαρφαλώσει σε δυσθεώρητα ύψη, ενώ οι σειρήνες από κάποιες ανταγωνιστικές καλλιέργειες ηχούν ολοένα και πιο δυνατά.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, φαντάζει δύσκολο να διακρίνει κανείς αισιόδοξα στοιχεία ή ελπιδοφόρα μηνύματα. Ορισμένες πιο ψύχραιμες φωνές, ωστόσο, επιμένουν ότι τέτοια υπάρχουν, αρχής γενομένης από τη –σε γενικές γραμμές– πολύ καλή ποιότητα του σύσπορου που παραδόθηκε φέτος στα εκκοκκιστήρια και η οποία είχε ως αποτέλεσμα, με βάση την τιμή εκκαθάριστης στο κλείσιμο της περιόδου, τα ποιοτικά προγραμμάτα που «τρέχουν» οι επιχειρήσεις και τα αντίστοιχα πριμ, η σεζόν να κλείσει με μια τιμή στην την περιοχή των 70 λεπτών/κιλό (στην αποθήκη του παραγωγού). Αν και απέχουν παρασάγγας από τις τιμές της τάξης του 1 ευρώ που προσφέρθηκαν από την αγορά στη διάρκεια της σεζόν, τα επίπεδα αυτά εξασφαλίζουν μια οριακή έστω κερδοφορία, τουλάχιστον για όσους παραγωγούς κέρδισαν το στοίχημα των αποδόσεων.

Ύφεση και όχι υπερπροσφορά πίσω από τις πιέσεις

Το δεύτερο στοιχείο στο οποίο αξίζει να σταθεί κανείς αφορά τα θεμελιώδη και την προοπτική της επόμενης χρονιάς, η οποία εύκολα μπορεί να χαθεί σε μια συγκυρία που χαρακτηρίζεται από μια γενικευμένη «διάθεση αποστροφής κινδύνου». Είναι σαφές ότι η πίεση που υπέστησαν φέτος οι τιμές ήταν το αποτέλεσμα του ευρύτερου μακροοικονομικού περιβάλλοντος και των υφεσιακών συνθηκών οι οποίες, με τη σειρά τους, επέδρασαν στην κατανάλωση και όχι κάποιας υπερπαραγωγής ή πλεονάζουσας προσφοράς. Όπως επισημαίνουν αναλυτές, η παγκόσμια παραγωγή θα μπορούσε ήδη να χαρακτηριστεί συρρικνωμένη, ενώ σε καμία περίπτωση δεν διαφαίνεται κάποια αξιοσημείωτη αύξηση για τη σεζόν 2023-2024. Κάθε άλλο μάλιστα…

«Αυτήν τη στιγμή, οι τιμές του βάμβακος, όπως και των υπόλοιπων αγροτικών προϊόντων, έχουν υποχωρήσει και φαίνεται ότι βρισκόμαστε στο κάτω άκρο της διακύμανσης της τελευταίας διετίας», σημειώνει στην «ΥΧ» έμπειρο στέλεχος του κλάδου. «Η αγορά έχει χάσει αρκετό χρόνο εδώ, κάτι που εξηγείται από τις επικρατούσες υφεσιακές συνθήκες. Δεδομένου όμως ότι μιλάμε για μια σαφώς ελεγχόμενη ύφεση, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι, με την πρώτη συνθήκηκη βελτίωσης της κατανάλωσης, το βαμβάκι θα είναι από τα πρώτα που θα ανακάμψουν και η αγορά θα δώσει και πάλι τις ευκαιρίες της. Άλλωστε, παγκοσμίως, τα στρέμματα με βαμβάκι δεν περισσεύουν, το αντίθετο μάλιστα», συμπληρώνει ο ίδιος παράγοντας.

Η κατανάλωση έπιασε πάτο

Ο αντιπρόσωπος-αγοραστής εκκοκκισμένου βάμβακος, Γιάνννης Ψαρόπουλος, κάνει στην «ΥΧ» λόγο για «την πιο δύσκολη χρονιά που έχουμε βιώσει τα τελευταία 20 χρόνια, ενδεχομένως και παραπάνω, από τις πλημμύρες στο Πακιστάν και τα χρηματοοικονομικά προβλήματα, όπως capital controls σε βασικούς προορισμούς (π.χ. Πακιστάν, Αίγυπτος) μέχρι την πρόσφατη καταστροφή στην Τουρκία η οποία, μέσα σε λίγα λεπτά, αφαίρεσε από την παγκόσμια κατανάλωση περί τους 500.000 τόνους».

Σύμφωνα με τον ίδιο, στην ούτως ή άλλως «απίστευτα απότομη πτώση της κατανάλωσης» που αποτυπώθηκε στο κλείσιμο πολλών κλωστηρίων, ήρθε να προστεθεί και το φαινόμενο να μην πουλιέται το προϊόν, ακόμα κι όταν οι τιμές υποχώρησαν σε σημαντικό βαθμό. «Αυτό το είδαμε τόσο στο εκκοκκισμένο βαμβάκι και στο νήμα όσο και στο σύσπορο. Άλλες χρονιές, όταν υπήρχε πτώση τιμών υπήρχε και κίνηση στην αγορά. Φέτος, ένας συνδυασμός εξωτερικών παραγόντων συνέβαλε ώστε να μη συμβεί αυτό», υπογραμμίζει.

Ο ίδιος πάντως θεωρεί ότι, με τα σημερινά δεδομένα κι εκτός κι αν συμβεί κάτι αναπάντεχο στα θεμελιώδη, δεν υπάρχουν πολλοί λόγοι για να πέσει χαμηλότερα η αγορά. «Εκτός απροόπτου, η παραγωγή του χρόνου σε παγκόσμιο επίπεδο θα είναι μειωμένη. Όσον αφορά την κατανάλωση, θεωρώ ότι βλέπουμε αυτήν τη στιγμή τον πάτο του βαρελιού. Ακόμα κι αν, λόγω της προσδοκόμενης μακροοικονομικής βελτίωσης, δεν έχουμε κάποια αύξηση, και μείνει στα σημερινά επίπεδα, με τις διαφαινόμενες απώλειες στρεμμάτων και με τα συμβόλαια Δεκεμβρίου στο Χρηματιστήριο να κινούνται πέριξ των 85 σεντς, θα υπάρξει πρόβλημα προσφοράς στην αγορά», σημειώνει.