Σε δυσμενή θέση της αλυσίδας αξίας στο λαδοτύρι Λέσβου βρίσκεται ο κτηνοτρόφος

Στην «αναβάθμιση» του «υποτιμημένου» ελληνικού προϊόντος εστιάζει η διδακτορική διατριβή της Μαρίας Σπηλιώτη, η οποία παρουσιάστηκε στο ΓΠΑ

Πολλά και ενδιαφέροντα ήταν τα συμπεράσματα που προέκυψαν από την παρουσίαση της διδακτορικής διατριβής της Μαρίας Σπηλιώτη, υποψήφιας διδάκτορος στο Τμήμα Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΓΠΑ), με τίτλο «Αναβάθμιση των Αλυσίδων Αξίας Ποιοτικών Αγροτοδιατροφικών Προϊόντων».

Το ερευνητικό έργο, το οποίο παρουσιάστηκε στις εγκαταστάσεις του ΓΠΑ τη Δευτέρα 2 Οκτωβρίου, εστιάζει στη μελέτη και στον προσδιορισμό τρόπων αναβάθμισης της αλυσίδας αξίας του λαδοτυριού Μυτιλήνης.

Ο λόγος για ένα προϊόν που, μέχρι σήμερα, δεν έχει αξιοποιηθεί όσο θα έπρεπε, παρά την αδιαμφισβήτητη ποιότητά του. Μέσω αυτού του παραδείγματος, δίνεται ένα γενικότερο στίγμα των πιθανών νέων στρατηγικών για την ευρύτερη αναβάθμιση της αξίας του παραγωγικού μας συστήματος.

Μια άρτια ερευνητική προσπάθεια

Σε μεθοδολογικό επίπεδο, η κα Σπηλιώτη ξεκίνησε την έρευνά της πραγματοποιώντας βιβλιογραφική ανασκόπηση πάνω στο λαδοτύρι. Πρόκειται για ένα ημίσκληρο τυρί, το οποίο παράγεται από πρόβειο ή αιγοπρόβειο γάλα, και εν συνεχεία ωριμάζει μέσα σε ελαιόλαδο, δίνοντάς του τη χαρακτηριστική του νοστιμιά. Η παραγωγή του γίνεται αποκλειστικά στη Λέσβο. Όντας αναγνωρισμένο ως προϊόν Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ), το λαδοτύρι έχει στενή αγκύρωση με την οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή του.

Ακολούθως, η κα Σπηλιώτη διεξήγαγε επιτόπιες συνεντεύξεις με τους εμπλεκόμενους φορείς της αλυσίδας αξίας του προϊόντος. Ουσιαστικό τμήμα της μεθοδολογίας αποτέλεσε η λεπτομερής τεχνικοοικονομική ανάλυση, καθώς και ο υπολογισμός και η κατανομή της προστιθέμενης αξίας κατά μήκος της σχετικής αλυσίδας.

Σε θεωρητικό πλαίσιο, η έρευνα επικεντρώθηκε στην ανάλυση της μοναδικής σχέσης του λαδοτυριού με τους ιδιότυπους πόρους της Λέσβου, δίνοντας έμφαση στην «τοπικοποίηση» των συστημάτων αγροδιατροφής διαμέσου της δημιουργίας ανθεκτικών αλυσίδων αξίας. Προς την κατεύθυνση αυτή, διερευνήθηκε η δυνατότητα παροχής «δημόσιων αγαθών» μέσω της προστασίας των Γεωγραφικών Ενδείξεων.

Επαναπροσέγγιση της έννοιας του δημόσιου αγαθού

Η ανωτέρω διαδικασία στηρίχθηκε σε νεότερες προσεγγίσεις, οι οποίες προβλέπουν ότι τα δημόσια αγαθά ορίζονται όχι μόνο βάσει των γνωστών κριτηρίων της νεοκλασικής θεωρίας, αλλά και του δημόσιου χαρακτήρα τους ως προς την κατανάλωση, τη λήψη αποφάσεων και τη διανομή ωφελειών.

Τα νέα αυτά χαρακτηριστικά των δημόσιων αγαθών σχετίζονται με την ισχυρή σύνδεση που υπάρχει μεταξύ της ποιότητας του πιστοποιημένου τρόφιμου και των τοπικών πόρων της περιοχής παραγωγής, καθώς και με την ταυτότητα του προϊόντος Γεωγραφικής Ένδειξης, η οποία είναι αποτέλεσμα των συλλογικών προσπαθειών των παραγόντων της αλυσίδας αξίας.

Στρατηγικό «πλασάρισμα» σε εξειδικευμένες αγορές

Στο ίδιο πλαίσιο, η έρευνα προσδιόρισε τα οφέλη που μπορούν να δημιουργηθούν από την τοποθέτηση ποιοτικών τροφίμων ζωικής προέλευσης σε εξειδικευμένες αγορές, οι οποίες είναι ευρύτερα γνωστές με τον όρο niche markets. Το συγκεκριμένο είδος προώθησης δύναται να διευκολύνει την επικοινωνία μεταξύ των κτηνοτρόφων και των καταναλωτών, ενώ είναι εφαρμόσιμο από μικρού μεγέθους επιχειρήσεις, ούτως ώστε να επιτυγχάνονται υψηλές τιμές πώλησης.

Μια στρατηγική για εξειδικευμένες αγορές απαιτεί τη βελτιστοποίηση της ποιότητας του προϊόντος Γεωγραφικής Ένδειξης, μέσω της διατήρησης και της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, της σύνδεσης των τοπικών φυλών ζώων με το οικείο παραγωγικό σύστημα και της ενδυνάμωσης της διακυβέρνησης δικτύου, αλλά και του ρόλου των παραγωγών, ως κύριων διαμορφωτών της παραγωγικής διαδικασίας.

Σε δυσμενή θέση οι κτηνοτρόφοι, όσον αφορά τον καταμερισμό της προστιθέμενης αξίας

Ανάμεσα στα κύρια πορίσματα που προέκυψαν από τη μελέτη, υπογραμμίζονται οι σημαντικές προκλήσεις στη συνεργασία, η ασυμμετρία πληροφόρησης και η ανισοκατανομή της προστιθέμενης αξίας μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών της αλυσίδας αξίας, με τους κτηνοτρόφους να καταλαμβάνουν την πιο αδύναμη θέση.

Η ίδρυση μιας συλλογικής δομής, όπως είναι μια διεπαγγελματική οργάνωση, με εκπροσώπους από όλα τα επίπεδα της αλυσίδας αξίας του τυριού, οι οποίοι θα μοιράζονται ένα κοινό όραμα, όπως η βελτίωση της ποιότητας του προϊόντος, μπορεί να οδηγήσει σε άμβλυνση των παραπάνω προβλημάτων. Η άσκηση ξεχωριστής διαχείρισης για το συγκεκριμένο πιστοποιημένο προϊόν από τους εμπλεκόμενους εθνικούς ελεγκτικούς φορείς και η ενδυνάμωση των δεσμών με τους τοπικούς πόρους μπορούν επίσης, να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των προκλήσεων του συστήματος αξίας.

Αξιοποιώντας τον μοναδικό δεσμό μεταξύ προϊόντος και τόπου παραγωγής και δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην αυτόχθονη φυλή προβάτων Λέσβου, είναι δυνατό να αναπτυχθεί μια στρατηγική με στόχο την τοποθέτηση του τυριού σε niche markets, η οποία αναμένεται να συμβάλει στην αναβάθμιση της εξεταζόμενης αλυσίδας αξίας.

Το σύστημα αξίας του εξεταζόμενου τυριού φαίνεται να παράγει ήδη δημόσια αγαθά και να δημιουργεί «θετικές εξωτερικές οικονομίες», σύμφωνα με τις νεότερες προσεγγίσεις, προσφέροντας οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά οφέλη. Η διαπίστωση αυτή μπορεί να συμβάλει στην περαιτέρω αναβάθμιση της αλυσίδας αξίας, μέσω της προώθησης και της γνωστοποίησης των ωφελειών που δημιουργεί στους εμπλεκoμένους.

«Αγκάθι» το ατελές μοντέλο βόσκησης

Παρ’ όλα αυτά, η εικόνα ως προς τη δημιουργία εξωτερικών οικονομιών και την παροχή δημόσιων αγαθών είναι μεικτή, αφού εντοπίζονται υποβαθμισμένες περιοχές, με σημάδια ερημοποίησης. Επομένως, απαιτείται ιδιαίτερη μέριμνα για την ουσιαστική βελτίωση των βοσκότοπων και την ορθολογική τους διαχείριση, αφού η βόσκηση, όπως λαμβάνει χώρα σήμερα, αναδεικνύεται ως μία από τις σημαντικότερες αιτίες της προβληματικής αυτής κατάστασης.

Συμπερασματικά, η αλυσίδα αξίας του ΠΟΠ λαδοτυριού Μυτιλήνης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τους φυσικούς και ανθρώπινους πόρους. Η αναβάθμισή της μπορεί να επιτευχθεί με διάφορους τρόπους, αρκεί τα ενδιαφερόμενα μέρη να κατανοήσουν τη σημασία της σύνδεσης μεταξύ των τοπικών πόρων και της ποιότητας του παραγόμενου προϊόντος.

Με τον τρόπο αυτό θα καταστεί δυνατή η διατήρηση της διεθνούς φήμης του προϊόντος, θα βελτιωθεί η αναγνωρισιμότητά του στις αγορές, θα επιτευχθούν υψηλότερες τιμές και θα δημιουργηθούν περισσότερες ευκαιρίες σε όρους βιωσιμότητας και ανθεκτικότητας.