Δυτική Μακεδονία: Το εθιμικό μενού της Πρωτοχρονιάς
Μνήμες και παραδόσεις της Δυτικής Μακεδονίας, που διαμόρφωσαν και συνεχίζουν να προσδιορίζουν την ταυτότητα του τόπου και να προσφέρουν το αίσθημα της συνέχειας, αναβιώνουν κάθε χρόνο, στο τέλος του έτους, τα γαστρονομικά έθιμα της περιοχής. Πρωταγωνίστρια της παραμονής του νέου έτους είναι η παραδοσιακή βασιλόπιτα, που όμως δεν ήταν γλυκιά και δεν κοβόταν στο γύρισμα του χρόνου, τουλάχιστον μέχρι και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Όπως τονίζει η συγγραφέας και συλλογέας λαογραφικού και γλωσσολογικού υλικού Ματίνα Μόμτζιου, ήταν κρεατόπιτα χειροποίητη, ένα φαγητό πλούσιο και χορταστικό, κι ό,τι χρειαζόταν για να αρχίσει πλουσιοπάροχα η καινούργια χρονιά, και με μαγικό κι ομοιοπαθητικό τρόπο να εξασφαλιστεί μπόλικο και καλό φαγητό όλον τον χρόνο.
«Την έκαναν οι νοικοκυρές. Από την παραμονή, έχωναν τον “παρά”, συνήθως κάτω από τον κόθαρο, και την έστελναν στον φούρνο ή την έψηναν στη σόμπα της κουζίνας, ενώ ανήμερα την Πρωτοχρονιά, τ’ Αϊ-Βασιλιού το μεσημέρι, μαζευόταν όλη η οικογένεια γύρω από το τραπέζι και ο μεγαλύτερος άντρας της οικογένειας, πατέρας ή παππούς, έφερνε τρεις γύρους το “σνι”, στη συνέχεια έκοβε την πίτα στα τέσσερα, σχηματίζοντας έτσι έναν σταυρό, και κατόπιν χώριζε από ένα “φιλί” για όλους με καθορισμένη σειρά», εξηγεί η κα Μόμτζιου.
Τελετουργικό
Όπως λέει χαρακτηριστικά, το πρώτο κομμάτι ήταν του Χριστού ή τ’ Αϊ-Βασίλη, απήχηση του πανάρχαιου αναθηματικού ρόλου της πίτας, ύστερα για τον «βίο», επίκληση για ευετηρία και ευγονία, και, τέλος, ένα για κάθε μέλος της οικογένειας κατά σειρά ηλικίας. «Χαρά μεγάλη για όποιον τύγχανε τον “παρά”, λίγο φρίξιμο αν έπεφτε σε κάναν γεροντότερο, πρόβλεψη για 2-3 ψευτοπαράδες για να μην πουδαρίζουντι τα μικρά, κι όλα έληγαν αρμονικά», μνημονεύει τα έθιμα η κα Μόμτζιου. Με αυτό το τελετουργικό και μόλις τελείωναν το γεύμα και οι ευχές, η νοικοκυρά του σπιτιού «εξαγόραζε» τον παρά για να τον ξαναφυλάξει έως του χρόνου στα εικονίσματα ή σε άλλο σίγουρο μέρος, γιατί ήταν συνήθως χρυσό ή ασημένιο νόμισμα, με στιλπνό λαμπερό χρώμα, ώστε να είναι αντιβασκάνιο.
«Για τον λόγο αυτόν, χρησιμοποιούσαν φλουριά ή ασημένια τούρκικα κέρματα, συνήθως παλιά οικογενειακά κειμήλια, που έπρεπε φυσικά να ξαναμπούν στη θέση τους. Εδώ και 3-4 δεκαετίες, πάντως, επικράτησε η συνήθεια να κόβεται και γλυκιά πίτα τα μεσάνυχτα, αφού μπει ο καινούργιος χρόνος, χωρίς όμως το καινούργιο έθιμο να εκτοπίσει το παλιό σε σπουδαιότητα. Είναι χαρακτηριστικό το ότι στη συνηθισμένη ερώτηση της ημέρας ‘‘Σι ποιον έπισιν ου παράς;’’ θεωρείται αυτονόητο πως η αναφορά γίνεται στην πίτα του μεσημεριού της πρωτοχρονιάς. Η βαρύτητά της, εξάλλου, τονίζεται κι από το γεγονός ότι σε εκείνη βγαίνουν κομμάτια και για τους ξενιτεμένους της οικογένειας», καταλήγει η κα Μόμτσιου.