Το 2023 ήταν μια πρωτόγνωρη χρονιά ως προς τις δυσκολίες και τα εμπόδια που συνάντησε ο τομέας της αγροδιατροφικής πολιτικής της ΕΕ. Με ορίζοντα τις ευρωεκλογές του 2024, καθώς και στη σκιά κάποιων εθνικών εκλογικών αναμετρήσεων καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, το δράμα γύρω από τις εισαγωγές από την εμπόλεμη Ουκρανία και τη μάχη για την πράσινη ατζέντα της ΕΕ, καταγράφηκαν έντονες εντάσεις και η –προσανατολισμένη στη συναίνεση– διαδικασία χάραξης πολιτικής σε επίπεδο ΕΕ γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη.

Ας ανατρέξουμε, λοιπόν, σε μερικά από τα βασικά γεγονότα και τις εξελίξεις της χρονιάς, μαζί με τη συντακτική ομάδα της EURACTIV για την αγροδιατροφή.

πολλοί νόμοι και μεταρρυθμίσεις που υποτίθεται ότι θα αποτελούσαν βασικά μέρη της εμβληματικής στρατηγικής «Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο» έπεσαν στο κενό ή κόλλησαν σε διάφορα στάδια της πολιτικής διαδικασίας

Η στρατηγική «Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο» έπεσε στο κενό

Κατά κάποιον τρόπο, η πολιτική της ΕΕ για την αγροδιατροφή το 2023 είχε να κάνει λιγότερο με το τι συνέβη και περισσότερο με το τι δεν συνέβη, καθώς πολλοί νόμοι και μεταρρυθμίσεις που υποτίθεται ότι θα αποτελούσαν βασικά μέρη της εμβληματικής στρατηγικής «Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο» έπεσαν στο κενό ή κόλλησαν σε διάφορα στάδια της πολιτικής διαδικασίας.

Εν τω μεταξύ, όσες πρωτοβουλίες κατάφεραν να περάσουν στο στάδιο της πρότασης, όπως ο κανονισμός για τα φυτοφάρμακα SUR και η πρόταση για την απελευθέρωση των νέων γονιδιωματικών τεχνικών (NGTs), συνάντησαν εμπόδια στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή στο Συμβούλιο των Υπουργών Γεωργίας, καθώς ο διάλογος στον αγροτικό τομέα ήταν όλο και πιο πολωμένος ενόψει των επικείμενων ευρωεκλογών.

Παρά το γεγονός ότι και οι δύο φάκελοι βρίσκονται ακόμα επισήμως στο τραπέζι, δεν είναι σαφές αν τελικά θα ολοκληρωθούν πριν από το τέλος της παρούσας θητείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Μάλιστα, η τύχη της SUR βρίσκεται εντελώς στον αέρα, μετά την ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο που μπλόκαρε όχι μόνο τον φάκελο, αλλά και τυχόν περαιτέρω συνομιλίες σχετικά με αυτόν.

Εξάλλου, πολλά στοιχεία που η Κομισιόν προέβλεπε αρχικά ως μέρος της στρατηγικής «Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο» παραμένουν στα «μη προτεινόμενα», αφού το ανώτατο εκτελεστικό όργανο της ΕΕ απέφυγε τελικά να καταθέσει τον πολυαναμενόμενο νόμο για τα βιώσιμα συστήματα τροφίμων, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της αναθεώρησης της νομοθεσίας για την καλή διαβίωση των ζώων.

Αναταράξεις στο εμπόριο με την Ουκρανία

Φυσικά, ο εν εξελίξει πόλεμος στην Ουκρανία εξακολουθεί να επιβαρύνει τον γεωργικό τομέα του Κιέβου, με τις συνολικές απώλειες μέχρι το τέλος του 2022 να ανέρχονται ήδη σε περισσότερα από 40 δισεκατομμύρια δολάρια (36,9 δισεκατομμύρια ευρώ).

Παράλληλα όμως, οι εντάσεις αυξάνονται και στις Βρυξέλλες σχετικά με τις στρεβλώσεις της αγοράς που προκαλούνται από την αύξηση των ουκρανικών εξαγωγών, ιδιαίτερα μετά την απόφαση της Επιτροπής να μην παρατείνει το μέτρο προσωρινής απαγόρευσης στις εισαγωγές ουκρανικών σιτηρών και ελαιούχων σπόρων στην ΕΕ, που εγκαινιάσθηκε τον Μάιο. Αυτή η εξέλιξη οδήγησε σε μονομερείς εθνικές απαγορεύσεις, τις οποίες επέβαλαν η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Σλοβακία στα σιτηρά, ενώ στη συνέχεια σειρά είχαν το κοτόπουλο, τα αβγά και η ζάχαρη. Η Επιτροπή επιμένει ότι το εμπόριο διεξάγεται ομαλά, αλλά αναγνωρίζει επίσης «κάποιον κίνδυνο» ότι οι εισαγωγές αυτές θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πτώση των τιμών και να απειλήσουν την τοπική παραγωγή.

Στο προσκήνιο άλλη μία αναθεώρηση της ΚΑΠ

Παρόλο που η νέα αναθεωρημένη ΚΑΠ τέθηκε σε ισχύ μόλις τον Ιανουάριο του 2023, η συζήτηση για την αμέσως επόμενη πολιτική (ΚΑΠ 2028-2034) βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη.

Πολλά ερωτήματα τέθηκαν επίσης μετά την απόφαση έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων από την ΕΕ για την ένταξη της Ουκρανίας – με ορισμένους να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τον αντίκτυπο που θα έχει η ύπαρξη μιας παγκόσμιας αγροτικής δύναμης όπως η Ουκρανία ως αποδέκτη των γεωργικών επιδοτήσεων της ΕΕ.

Για τον επίτροπο Γεωργίας της ΕΕ, Γιάνους Βοϊτσεχόφσκι, ο καθορισμός ανώτατου ορίου στις ενισχύσεις της ΚΑΠ είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος για να αντιμετωπιστεί η τάση συγκέντρωσης της γης, αλλά και το γεγονός ότι οι ουκρανικές εκμεταλλεύσεις είναι μεγαλύτερες από τον μέσο όρο της ΕΕ.

Αντίθετα, στη Γερμανία, πολλοί έχουν ζητήσει επανειλημμένα μια εκτεταμένη μεταρρύθμιση της ΚΑΠ, καταργώντας σταδιακά τις άμεσες ενισχύσεις βάσει της έκτασης και θεσπίζοντας στη θέση τους οικονομικές ανταμοιβές για την παροχή δημόσιων υπηρεσιών, όπως η προστασία του κλίματος και της βιοποικιλότητας.

Ανησυχία για την ασφάλεια των τροφίμων

Η ασφάλεια των τροφίμων συνέχισε να αποτελεί ένα από τα μείζονα θέματα της ευρωπαϊκής αγροτικής ατζέντας. Τον Μάρτιο, μια μελέτη σχετικά με τις εισαγωγές μελιού στην ΕΕ προκάλεσε αίσθηση, όταν διαπιστώθηκε ότι σχεδόν το ήμισυ του προϊόντος που εισήχθη στο μπλοκ ήταν νοθευμένο με προσθήκη σιροπιών ζάχαρης. Στο πλαίσιο της αναθεώρησης των λεγόμενων «οδηγιών της ΕΕ για το πρωινό», το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε πρόσφατα αυστηρότερους κανόνες για την επισήμανση του μελιού, προκειμένου να καταπολεμηθεί η απάτη. Εξάλλου, τον Μάρτιο, η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) διαπίστωσε ότι δέκα ουσίες νιτροζαμίνης, που βρίσκονται σε πολλά επεξεργασμένα τρόφιμα, είναι καρκινογόνες. Η Αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα σημερινά επίπεδα έκθεσης αποτελούν «ανησυχία για την υγεία» σε όλες τις ηλικίες.

Πράσινο φως στη γλυφοσάτη

Τέλος, το 2023 ήταν η χρονιά κατά την οποία συζητήθηκε ιδιαίτερα η ανανέωση χρήσης της γλυφοσάτης, με την Κομισιόν να αποφασίζει την εκ νέου έγκρισή της για άλλα δέκα χρόνια, λόγω της ευρείας χρήσης της.

Η εν λόγω απόφαση προέκυψε αφότου τα κράτη-μέλη δεν κατάφεραν να συγκεντρώσουν την απαραίτητη πλειοψηφία υπέρ ή κατά της επανέγκρισης, αφήνοντας έτσι το θέμα στη δικαιοδοσία της Επιτροπής.

Το σκεπτικό της Επιτροπής βασίστηκε στις αξιολογήσεις της EFSA και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ECHA), στις οποίες δεν εκφράζονται «σοβαρές» ανησυχίες για τη χρήση της δραστικής ουσίας στη φυτοπροστασία. Ωστόσο, διατυπώθηκαν και έντονες διαφωνίες, ιδίως από ορισμένους υπουργούς, οι οποίοι επισήμαναν τα κενά δεδομένων της αξιολόγησης της EFSA και υποστήριξαν ότι οι δυνητικοί κίνδυνοι από τη συνέχιση της χρήσης της δραστικής ουσίας για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον είναι πολύ υψηλοί.