Οι ειδικοί εξηγούν: Λίπανση δενδρωδών καλλιεργειών

του Δρ. Βασίλειου Ζιώγα, ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ/Ινστιτούτο Ελιάς, Υποτροπικών Φυτών και Αμπέλου

Στις δενδρώδεις καλλιέργειες, η θρέψη με ανόργανα στοιχεία αποτελεί μία από τις βασικότερες καλλιεργητικές εργασίες.  Βασικοί παράγοντες του δέντρου, όπως η παραγωγικότητα, η φυσιολογία, η αντοχή σε αβιοτικές ή και βιοτικές καταπονήσεις, η διάρκεια ζωής του, αλλά και η ποιότητα και η μετασυλλεκτική συμπεριφορά των καρπών, επηρεάζονται άμεσα από το εφαρμοζόμενο πρόγραμμα λίπανσης. Αν λάβουμε υπόψη ότι κάθε χρόνο λόγω του εφαρμοζόμενου κλαδέματος και της συγκομιδής των καρπών απομακρύνονται από τον οπωρώνα σημαντικές ποσότητες θρεπτικών στοιχείων, η αναπλήρωσή τους είναι αναγκαία.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, κάθε χρόνο πρέπει να αποτελεί κύριο μέλημα όλων των παραγωγών η αναπλήρωση του εδάφους με θρεπτικά στοιχεία, τα οποία βάσει αναλύσεων δεν βρίσκονται σε επάρκεια στο έδαφος ή στους ιστούς του δέντρου ή υφίστανται σε μη αφομοιώσιμη μορφή ή λόγω ανταγωνισμού με άλλα θρεπτικά στοιχεία ή και ακατάλληλου εδαφικού pH δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν από το δέντρο.

Είναι πολύ ουσιαστικό ο παραγωγός να δύναται άμεσα να αναγνωρίσει οπτικά την ύπαρξη τροφοπενίας ή και τοξικότητας θρεπτικών στοιχείων στον οπωρώνα του, ώστε να παρέμβει άμεσα και να διορθώσει το πρόβλημα. Αυτό, όμως, που πρέπει να τονιστεί είναι ότι όταν εμφανίζεται οπτικά η τροφοπενία ή η τοξικότητα στα φύλλα, είναι ήδη αργά και απαιτεί περισσότερο κόπο και πόρους για να επέλθει και πάλι ισορροπία εντός του οπωρώνα.

Αναγκαίο ένα εξειδικευμένο πρόγραμμα λίπανσης

Οι ανάγκες των δενδρωδών καλλιεργειών δεν παραμένουν σταθερές κατά τη διάρκεια του έτους. Ο παραγωγός οφείλει να γνωρίζει ότι, σύμφωνα με τον νόμο του ελαχίστου, η ανεπάρκεια ακόμη και ενός θρεπτικού στοιχείου, όταν το σύνολο των υπολοίπων είναι σε επάρκεια, επηρεάζει αρνητικά την επιβίωση του δέντρου.

Για τη βέλτιστη απόδοση και παραγωγικότητα των δέντρων, πρέπει κάθε χρόνο να καταρτίζεται στοχευμένο και εξειδικευμένο πρόγραμμα λίπανσης. Για την ορθή κατάρτισή του, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι κάτωθι παράμετροι:

✱ Το είδος του εδάφους (φυσικοχημικές του ιδιότητες) και ειδικότερα το pH και η ιοντοανταλλακτική του ικανότητα και η περιεκτικότητά του σε άλατα.

✱ Το μικροκλίμα της περιοχής.

✱ Οι θρεπτικές ανάγκες του δέντρου σε σχέση με το παραγόμενο προϊόν.

✱ Το είδος του λιπάσματος που θα εφαρμοστεί βάσει του είδους του δέντρου και τον τύπο του εδάφους.

✱ Οι πραγματικές ανάγκες του δέντρου, λαμβάνοντας υπόψη και τις υφιστάμενες ποσότητες θρεπτικών στοιχείων στο έδαφος.

✱ Το πρόγραμμα λίπανσης των προηγούμενων καλλιεργητικών περιόδων.

✱ Το βλαστικό στάδιο του δέντρου για τη βέλτιστη κάλυψη των θρεπτικών αναγκών σε συγκεκριμένα κρίσιμα στάδια.

Απαραίτητες η φυλλοδιαγνωστική και η ανάλυση εδάφους

Ο προσδιορισμός των θρεπτικών αναγκών σε λιπαντικά στοιχεία δεν θα πρέπει πραγματοποιείται βάσει τυφλών εκτιμήσεων. Πριν από κάθε οδηγία λίπανσης, ο παραγωγός οφείλει να πραγματοποιεί εντός του οπωρώνα φυλλοδιαγνωστική ανάλυση, η οποία του παρέχει πληροφορίες για τη θρεπτική κατάσταση που επικρατεί στα φύλλα του δέντρου.

Η φυλλοδιαγνωστική προσδιορίζει με ακρίβεια τη συγκέντρωση των μακροστοιχείων και των ιχνοστοιχείων σε δείγματα φύλλων που συλλέγονται από αντιπροσωπευτικά σημεία εντός του οπωρώνα και προσφέρουν στον παραγωγό πληροφορίες για την πραγματική θρεπτική κατάσταση του δέντρου και, κατ’ επέκταση, του οπωρώνα.

Κρίνεται αναγκαίο να τονιστεί ότι, για κάθε είδος δέντρου, προκειμένου να καθοριστεί το ορθό πρόγραμμα λίπανσης, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί ανάλυση εδάφους για τον καθορισμό των ποσοτήτων που είναι διαθέσιμες στο έδαφος. Η ανάλυση εδάφους απαιτείται να πραγματοποιείται κάθε χρόνο.

Είναι πολύ συχνό το φαινόμενο η ανάλυση εδάφους να παρουσιάζει επάρκεια θρεπτικών στοιχείων στο έδαφος, ενώ η φυλλοδιαγνωστική να παρουσιάζει ανεπάρκεια των ίδιων θρεπτικών στοιχείων στα φύλλα του δέντρου. Αυτή η διαφορά μεταξύ των αναλύσεων οφείλεται συχνά σε διάφορους παράγοντες που υφίστανται εντός του οπωρώνα και δεν επιτρέπουν τη μεταφορά των θρεπτικών στοιχείων από το έδαφος στους ιστούς του δέντρου.

Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να είναι:

✱ Ακατάλληλο pH εδάφους για την καλλιέργεια (αλκαλικό ή όξινο).

✱ Υψηλή συγκέντρωση αλάτων.

✱ Ασφυξία του ριζικού συστήματος.

✱ Ασθένεια του ριζικού συστήματος.

✱ Διακοπή της ανοδικής κίνησης των χυμών του δέντρου.

✱ Δυσμενείς συνθήκες στο έδαφος που περιορίζουν την ανταλλαγή ιόντων στη ριζόσφαιρα.

Γενικά, εντός του οπωρώνα η δόση των χορηγούμενων λιπασμάτων καθορίζεται βάσει των αναλύσεων, βάσει λιπαντικών πειραμάτων από ειδικούς επιστήμονες ή βάσει της πολυετούς εμπειρίας του καλλιεργητή, ο οποίος αναγνωρίζει τις λιπαντικές ανάγκες των δέντρων σύμφωνα με το εφαρμοζόμενο κάθε χρόνο πλάνο λίπανσης.

Οι τρόποι εφαρμογής λιπασμάτων

Τα λιπάσματα εφαρμόζονται εντός του οπωρώνα είτε με το χέρι, είτε μηχανικά, είτε πραγματοποιούνται διαφυλλικοί ψεκασμοί. Τα τελευταία χρόνια, λόγω της βελτίωσης των αρδευτικών συστημάτων και της τεχνολογίας που συνοδεύει τα εφαρμοζόμενα λιπάσματα, υπάρχει και η δυνατότητα εφαρμογής τους μέσω του αρδευτικού δικτύου ως υδρολίπανση.

Σε νεαρά δέντρα, που η εφαρμοζόμενη δόση είναι σημαντικά μειωμένη σε σχέση με τα πλήρως παραγωγικά δέντρα, τα λιπάσματα χορηγούνται με το χέρι. Όταν τα δέντρα εισέλθουν στο παραγωγικό στάδιο ανάπτυξης, τα λιπάσματα χορηγούνται γύρω από τη ριζόσφαιρα, στην προβολή της κόμης του δέντρου και μακριά από τον κορμό.

Επίσης, είναι συχνή πρακτική η λίπανση του οπωρώνα με τη χρήση του λιπασματοδιανομέα. Οι διαφυλλικοί ψεκασμοί εφαρμόζονται επικουρικά ως προς την κύρια λίπανση και έχουν ως σκοπό την άμεση αντιμετώπιση τροφοπενιών κυρίως σε ιχνοστοιχεία.

Η εφαρμογή των λιπασμάτων πραγματοποιείται κυρίως σε μία δόση τη χειμερινή περίοδο, πριν από την έναρξη της βλάστησης, είτε σε περισσότερες δόσεις ανάλογα με τον τύπο του λιπάσματος και τον τρόπο εφαρμογής. Αυτό, όμως, που έχει σημασία είναι η εφαρμογή των λιπασμάτων να προσφέρει τα θρεπτικά στοιχεία στα δέντρα όταν αυτά τα έχουν ανάγκη κατά τη διάρκεια των κρίσιμων περιόδων (έναρξη βλάστησης, έναρξη ανθοφορίας, καρπόδεση, ανάπτυξη καρπών).

Θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η εφαρμογή των λιπασμάτων επηρεάζεται από την εποχή, τη διαθεσιμότητα εργατών, την ύπαρξη βροχόπτωσης ή δυνατότητας άρδευσης, τον τύπο του εδάφους, την ποιότητα του νερού, τη θερμοκρασία του χώρου και την ικανότητα δέσμευσης των θρεπτικών στοιχείων από το έδαφος.

Γιγαρτόκαρπα

Ως προς τα γιγαρτόκαρπα δέντρα, η λίπανση που θα εφαρμοστεί λαμβάνει υπόψη την ανάλυση εδάφους, την φυλλοδιαγνωστική και την συνολική εικόνα του δέντρου. Πάντα λαμβάνεται υπόψη η επιθυμητή απόδοση ανά στρέμμα.

Μια μέση σύσταση λίπανσης είναι η χορήγηση 0,5 μονάδας αζώτου (Ν), 0,25 μονάδας φωσφόρου (Ρ) και 0,75 μονάδας καλίου (Κ) ανά δέντρο κάθε χρόνο. Το άζωτο χορηγείται σε δύο δόσεις, η πρώτη 2-3 εβδομάδες πριν από την άνθιση κυρίως με αμμωνιακή μορφή και η δεύτερη έναν μήνα μετά την άνθιση με νιτρική μορφή.

Το Ρ και Κ είναι δόκιμο να εφαρμόζονται Δεκέμβριο με Ιανουάριο.

Πυρηνόκαρπα

Ως προς τα πυρηνόκαρπα, συνήθως χορηγείται μόνο άζωτο. Αν μετά από ανάλυση εδάφους και φυλλοδιαγνωστική παρατηρηθεί έλλειψη καλίου, τότε χορηγείται κατάλληλο λίπασμα, διότι η έλλειψη καλίου επηρεάζει αρνητικά το μέγεθος του καρπού και το φύλλωμα. Σε πολλές περιπτώσεις έχει παρατηρηθεί ότι είναι αναγκαία και η χορήγηση ιχνοστοχείων, όπως ο σίδηρος, ο ψευδάργυρος, το μαγγάνιο και το βόριο.

Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι κάθε χρόνο χορηγούνται ανά στρέμμα 10-15 μονάδες αζώτου, 4 μονάδες φωσφόρου και 10 μονάδες καλίου.

Εσπεριδοειδή

Για τα εσπεριδοειδή, έχει παρατηρηθεί ότι είναι ιδιαίτερα απαιτητικά ως προς την ύπαρξη του συνόλου των 15 θρεπτικών στοιχείων (μακροστοιχεία και μικροστοιχεία). Μια μέση σύσταση είναι η χορήγηση 10-20 μονάδων Ν ανά στρέμμα.

Πρέπει, όμως, να λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο η υπερβολική λίπανση κατά την καλοκαιρινή περίοδο, να οδηγήσει σε αυξημένο ποσοστό τρυφερής βλάστησης, η οποία δεν θα προλάβει να ξυλοποιηθεί και θα επιφέρει και την εμφάνιση φυσιολογικών ανωμαλιών στους καρπούς. Ως προς τον φώσφορο, τα εσπεριδοειδή στη χώρα μας δεν παρουσιάζουν πρόβλημα, διότι το ριζικό τους σύστημα έχει τη δυνατότητα να απορροφά το θρεπτικό αυτό στοιχείο ακόμη και όταν αυτό είναι σε μικρό ποσοστό.

Ως προς το κάλιο, αν διαπιστωθεί η ύπαρξη έλλειψης, χορηγείται σε ποσότητα 2,5 – 4 κιλά θειικό κάλιο ανά δέντρο) για 2-3 χρόνια, προκειμένου να διορθωθεί η τροφοπενία. Τονίζεται ότι η αντίδραση των δέντρων στη χορήγηση καλίου είναι αργή. Το κάλιο είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ποιότητα των καρπών και η περίσσεια του υποβαθμίζει την ποιότητά τους, ανταγωνίζεται την πρόσληψη μαγνησίου και επιβραδύνει την ανάπτυξη του δέντρου.