Εκμεταλλεύσεις-«μαμούθ» εκτοπίζουν τους μικρομεσαίους αγρότες της Μεγάλης Βρετανίας

Κατά εννιά φορές έχει μειωθεί ο αριθμός των μικρότερων εκμεταλλεύσεων στην Αγγλία τα τελευταία 15 έτη

Βλαβερές οι συνέπειες για το περιβάλλον, στα ύψη η τιμή της αγροτικής γης

Καθώς η κλεψύδρα για το Brexit αδειάζει, οι συζητήσεις για τον νέο προσανατολισμό του αγροτικού τομέα της Μεγάλης Βρετανίας φέρνουν στο προσκήνιο το ζήτημα των εκμεταλλεύσεων-κολοσσών, ο αριθμός των οποίων έχει αυξηθεί ανησυχητικά τα τελευταία χρόνια, καταλαμβάνοντας μεγάλο κομμάτι υπαίθρου. Η συγκεκριμένη συζήτηση φουντώνει με την ευκαιρία της δημοσίευσης διατριβής που εκπόνησε η Elise Wach, υποψήφια διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο του Κόβεντρι, η οποία μελέτησε και αναλύει το φαινόμενο της ραγδαίας εξάπλωσης των λεγόμενων «megafarms», όπως αποκαλούνται στο εξωτερικό, είτε αυτές αφορούν τη φυτική παραγωγή είτε την εκτροφή ζώων.

Ωθούμενες από ιδιοτελή κίνητρα, οι εκμεταλλεύσεις βιομηχανικής κλίμακας εκτοπίζουν τους μικρομεσαίους αγρότες από τη βρετανική γεωργία και βλάπτουν με τις πρακτικές τους το περιβάλλον. Μάλιστα, ιδιαίτερο προβληματισμό προκαλεί η διαπίστωση ότι το υπάρχον κανονιστικό πλαίσιο στη χώρα αδυνατεί να σταθεί εμπόδιο στις επιδιώξεις τους.

Στην αγγλική ύπαιθρο, ο αριθμός των μικρομεσαίων εκμεταλλεύσεων (σ.σ. με έκταση λιγότερη από 100 στρέμματα) έχει μειωθεί κατά εννιά φορές σε σχέση με την προηγούμενη δεκαπενταετία. Την ίδια στιγμή, οι εκμεταλλεύσεις βιομηχανικής κλίμακας ακολουθούν εκ διαμέτρου αντίθετη πορεία. Ενδεικτικό της κατάστασης είναι το γεγονός ότι από το 2003, όταν αδειοδοτήθηκε η πρώτη μεγάλη πτηνοτροφική εκμετάλλευση εντατικής εκτροφής στη Μεγάλη Βρετανία, έχουν πάρει έγκριση λειτουργίας περισσότερες από 1.400 τέτοιες επιχειρήσεις, η μεγαλύτερη από τις οποίες μπορεί να επεξεργαστεί το κρέας περισσότερων από ένα εκατομμύριο κοτόπουλων σε εβδομαδιαία βάση. Σε παρόμοιους ρυθμούς, αυξάνεται ο αριθμός των επιχειρήσεων εντατικής καλλιέργειας κηπευτικών, με τις κρατικές επιδοτήσεις να ενισχύουν μεγάλες μονάδες υδροπονικής καλλιέργειας.

Στο στόχαστρο επενδυτικών συμφερόντων η αγροτική γη

Στη Μεγάλη Βρετανία, η αγορά και η συγκέντρωση της αγροτικής γης θεωρείται μια φορολογικά αποδοτική επένδυση, προσελκύοντας τα επιχειρηματικά συμφέροντα που κρύβονται πίσω από την ανάδυση των «megafarms» στο προσκήνιο. Αυτές οι επενδυτικές απόπειρες συντελούν στη διαμόρφωση του υψηλού και αυξανόμενου κόστους της γης, το οποίο υπερβαίνει την αξία των επιδοτήσεων και αποθαρρύνει τους μικρομεσαίους αγρότες.

Παράλληλα, η έξοδος της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ και την Κοινή Αγροτική Πολιτική σημαίνει ότι οι ενισχύσεις με βάση την έκταση θα καταργηθούν σταδιακά, με το βρετανικό υπουργείο Περιβάλλοντος, Τροφίμων και Αγροτικών Υποθέσεων (DEFRA) να αναμένει ότι πολλοί αγρότες θα εγκαταλείψουν τον τομέα, αδυνατώντας να αντεπεξέλθουν στη νέα εποχή. Όπως όλα δείχνουν, το κενό αυτό θα καλυφθεί εκ νέου από τους μεγαλοεπενδυτές και όχι από τους νέους αγρότες, οι οποίοι δυσκολεύονται να βρουν πρόσβαση σε οικονομικά προσιτή γη. Όσο το πρόβλημα αυτό δεν αντιμετωπίζεται, η γη θα συνεχίσει να συσσωρεύεται στα χέρια ολιγάριθμων μεγάλων αγροτικών επιχειρήσεων και των λοιπών επενδυτών, ισχυροποιώντας το ρεύμα των αυξανόμενων τιμών των γεωργικών εκτάσεων.

Σοβαρός ο αντίκτυπος της εντατικής παραγωγής στο περιβάλλον και την υγεία

Εξίσου κεφαλαιώδες είναι και το ζήτημα του περιβαλλοντικού αποτυπώματος τέτοιων επιχειρήσεων. Όπως είναι ευρέως γνωστό, οι τεράστιες εκμεταλλεύσεις υψηλής παραγωγικότητας επιβαρύνουν ανυπολόγιστα τον υδροφόρο ορίζοντα των περιοχών τους. Ωστόσο, οι βλαβερές επιπτώσεις δεν περιορίζονται εκεί. Συχνό φαινόμενο είναι η εκτροφή του ζωικού κεφαλαίου με εισαγόμενο, γενετικά τροποποιημένο καλαμπόκι και σόγια, τα οποία έχουν εκτεθεί στην αμφισβητούμενη δραστική ουσία γλυφοσάτη. Όσο για τις βιομηχανικές εκμεταλλεύσεις κηπευτικών, αυτές τείνουν να βασίζονται σε εισαγόμενα ορυκτά για φυτικές ζωοτροφές, να σπαταλούν υπερβολικά μεγάλα ποσά ενέργειας για θέρμανση και να παράγουν χαμηλή ποικιλία καλλιεργειών.

Προσώρας, όλα δείχνουν ότι το νέο αγροτικό νομοσχέδιο της Μεγάλης Βρετανίας δεν είναι ικανό να συμβάλει στην αντιστάθμιση του επιβαρυντικού ρόλου των οικολογικά επιζήμιων εκμεταλλεύσεων. Παρότι μεν προσφέρει πράσινα κίνητρα για την εφαρμογή περιβαλλοντικά φιλικών πρακτικών, την ίδια στιγμή δίνει τη δυνατότητα παράκαμψής τους, μέσα από την «οδό» της παραγωγικότητας. Για παράδειγμα, ένας ιδιοκτήτης εκμετάλλευσης μπορεί να λαμβάνει οικονομική ενίσχυση είτε για να εφαρμόζει περιβαλλοντικά βιώσιμες πρακτικές είτε για να είναι παραγωγικός, ωστόσο δεν του παρέχονται αρκετά κίνητρα, ώστε να είναι ταυτόχρονα βιώσιμος και παραγωγικός.

Επειδή, λοιπόν, θα ήταν αφελές να πιστεύει κανείς ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν την πρόθεση να μετριάσουν τους στόχους πλουτισμού τους παρακινούμενες από… εταιρική κοινωνική ευθύνη, η ριζική αλλαγή του προαιρετικού χαρακτήρα τέτοιων κινήτρων κρίνεται επιβεβλημένη. Με άλλα λόγια, εάν δεν διαμορφωθεί ένα αυστηρό πλαίσιο περιβαλλοντικής συμμόρφωσης για τις βιομηχανικές εκμεταλλεύσεις, το οποίο θα επιβάλει αδιαπραγμάτευτες κυρώσεις σε όσες διατηρούν μειωμένες περιβαλλοντικές επιδόσεις, το αποτύπωμά τους ενδέχεται να αυξηθεί ακόμα περισσότερο.