Εξελίξεις και προβλέψεις στην αγορά σιτηρών

του Γιάννη Τσιφόρου

Λίγο πριν από την έναρξη της συγκομιδής, οι τελευταίες προβλέψεις (στοιχεία USDA/FAS, 12/5/2020) εκτιμούν άνοδο της παγκόσμιας παραγωγής σίτου που αναμένεται την περίοδο 2020/2021 να ανέλθει σε 768 εκατ. τόνους, σημειώνοντας αύξηση της τάξεως των 4 εκατ. τόνων, κυρίως εξαιτίας της μεγαλύτερης παραγωγής σε ορισμένες σημαντικές εξαγωγικές χώρες, όπως η Αργεντινή, η Αυστραλία, ο Καναδάς, το Καζακστάν και η Ρωσία.

Ανοδική προβλέπεται και η κατανάλωση σίτου (753,5 εκατ. τόνοι), αλλά θα παραμείνει μικρότερη της παραγωγής, με συνέπεια την αύξηση των αποθεμάτων (+5%). Άνοδο αναμένεται να παρουσιάσει και η παγκόσμια παραγωγή αραβοσίτου, εκτιμώμενη την περίοδο 2020/2021 σε 1.187 εκατ. τόνους (+6,5%) προερχόμενη από την επέκταση της καλλιέργειας στη Βραζιλία, την Ουκρανία, τις ΗΠΑ και την Αργεντινή, ενώ μικρότερος ρυθμός (+3,6%) αναμένεται στην κατανάλωση.

Η κατανάλωση, ωστόσο, θα παραμείνει μικρότερη της παραγωγής, κυρίως εξαιτίας της απότομης πτώσης της ζήτησης καλαμποκιού για την παραγωγή αιθανόλης, λόγω της κατάρρευσης των διεθνών τιμών αργού πετρελαίου που προκάλεσε η πανδημία, με αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση των αποθεμάτων (+8%) και την άσκηση πίεσης στις τιμές.

Αντίθετα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ-27 και Ην. Βασίλειο) προβλέπεται μείωση στην παραγωγή σίτου, που εκτιμάται σε 143 εκατ. τόνους, ενώ σύμφωνα με νεότερες εκτιμήσεις (στοιχεία COPA-COGECA, 18/5/2020) δεν αποκλείεται να κυμανθεί σε χαμηλότερο επίπεδο (141 εκατ. τόνοι) σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο (-9%).

Η πτώση αυτή αποδίδεται στον περιορισμό της συγκομιδής μαλακού σίτου (134 εκατ. τόνοι), αισθητά μειωμένη ως προς την προηγούμενη περίοδο (-9,6%) και σε μικρότερο βαθμό στο κριθάρι και στο σκληρό σιτάρι (-2,7% αντίστοιχα). Στον αραβόσιτο αναμένεται βελτίωση στην παραγωγή της ΕΕ-28 (+2,5%) εκτιμώμενη σε 68 εκατ. τόνους, ενώ μεγαλύτερη άνοδος προβλέπεται στην κατανάλωση (87 εκατ. τόνοι) που αποδίδεται στην υψηλότερη ζήτηση για ζωοτροφές, ιδιαίτερα στη χοιροτροφία, προκειμένου να καλυφθούν ανάγκες εξαγωγών χοιρινού κρέατος στην Κίνα.

Στην Ελλάδα, η παραγωγή σιτηρών δεν αναμένεται να παρουσιάσει σημαντική μεταβολή, εκτιμώμενη το 2020 σε 2,82 εκατ. τόνους (+2%). Η σύγκριση, πάντως, του όγκου παραγωγής του 2019 με τον μέσο όρο της πενταετίας 2014-2018 παραμένει αρνητική (-16%) και εντονότερη στο μαλακό σιτάρι (-27%) και στον αραβόσιτο (-19%, Πίνακας 1).

Πίνακας 1: Εξέλιξη και μεταβολή εγχώριας παραγωγής σιτηρών
(σε τόνους)

  2014 2015 2016 2017 2018 2019 Μεταβολή (%)

2019/μ.ό.
2014-2018

2020*
Μαλακό σιτάρι 630 354 472 303 299 299 -27,4 299
Σκληρό σιτάρι 1.034 786 1.123 721 774 778 -12,3 778
Αραβόσιτος 1.824 1.542 1.449 1.307 1.206 1.192 -18,7 1.246
Κριθάρι 492 354 384 334 345 350 -8,3 350
Βρώμη 81 83 118 95 81 81 -11,6 81
Λοιπά σιτηρά 76 67 97 76 67 67 -12,5 67
Σύνολο
σιτηρών
4.137 3.186 3.643 2.836 2.772 2.767 -16,5 2.821

Πηγές: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 17/4/2020, Προβλέψεις (*) COPA-COGECA, 18/5/2020

Προβληματίζει η μείωση της αυτάρκειας στο μαλακό σιτάρι

Η εγχώρια παραγωγή μαλακού σίτου, από 630.000 τόνους, το 2014, περιορίστηκε το 2019 σε 300.000 τόνους, καταγράφοντας πτώση της τάξεως του 53%, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών να καλύπτεται από εισαγωγές, ο όγκος των οποίων αυξήθηκε σημαντικά (+35%), ανερχόμενος το 2019 σε 859.000 τόνους.

Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με τη διατήρηση της κατανάλωσης του προϊόντος σε υψηλό επίπεδο (1.156.745 τόνοι το 2019, Πίνακας 2), είχε ως συνέπεια τον περιορισμό της αυτάρκειας από 51% το 2014 σε 26% το 2019. Η επιδείνωση αυτή θέτει ζήτημα επισιτιστικής ασφάλειας στη χώρα, μια και, όπως είναι γνωστό, η προσφορά μαλακού σίτου, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, χρησιμοποιείται για την παρασκευή βασικών προϊόντων διατροφής (άλευρα αρτοποιίας).

Οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες στην καλλιέργεια μαλακού σίτου, ιδιαίτερα έντονες το 2015 και το 2017, αλλά και η διατήρηση των τιμών παραγωγού στην ευρωπαϊκή αγορά σε χαμηλό επίπεδο στη διάρκεια των τελευταίων ετών, αποθάρρυναν τους παραγωγούς του προϊόντος.

Επισημαίνεται ότι η Βουλγαρία εξακολουθεί να αποτελεί την κυριότερη χώρα προμήθειας μαλακού σίτου στην Ελλάδα (296.000 τόνοι το 2019) με χαμηλή μέση τιμή εισαγωγής (192 ευρώ/τόνο), υπολειπόμενη σημαντικά της αντίστοιχης της Γαλλίας (212 ευρώ/τόνο) και πολύ περισσότερο από εκείνη της Ουγγαρίας (223 ευρώ/τόνο) και της Γερμανίας (224 ευρώ/τόνο).

Να σημειωθεί, όμως, ότι οι εισαγωγές μαλακού σίτου ποιότητας από τις τρεις αυτές χώρες με υψηλότερες, συγκριτικά, τιμές παραμένουν σημαντικές (170.000 τόνοι αθροιστικά) και συνιστούν πρόκληση για την απαιτούμενη βελτίωση και αξιοποίηση της εγχώριας παραγωγής, ιδιαίτερα στις περιοχές της Δυτικής και της Κεντρικής Μακεδονίας, όπου η παραγωγή μαλακού σίτου αρτοποιίας διαθέτει μακρά παράδοση και χαρακτηριστικά υψηλής ποιότητας.

Πίνακας 2: Εγχώρια παραγωγή, κατανάλωση και αυτάρκεια μαλακού σίτου
(σε τόνους)

  2014 2015 2016 2017 2018 2019
Παραγωγή 630.070 354.090 471.680 302.850 298.630 298.540
Εισαγωγές 638.009 710.359 799.280 843.853 915.357 859.418
Εξαγωγές 25.654 1.691 7.341 2.766 3.711 1.213
Κατανάλωση 1.242.425 1.062.758 1.263.619 1.143.937 1.210.276 1.156.745
Αυτάρκεια (%) 50,7 33,3 37,3 26,5 24,7 25,8

Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, (EU Short-Term Outlook, spring 2020, EU trade helpdesk, 16/4/2020)

Ευνοούνται οι εξαγωγές στο σκληρό σιτάρι

Η εγχώρια παραγωγή σκληρού σίτου περιορίστηκε στο διάστημα των τελευταίων ετών, κυρίως εξαιτίας δυσμενών καιρικών συνθηκών, ιδιαίτερα το 2015 (-24%) και το 2017 (-36%), αλλά και λόγω της μείωσης των τιμών παραγωγού.

Η εξαγωγική επίδοση, ως ποσοστό της προσφοράς, κατέγραψε απότομη πτώση το 2015 (16%), επηρεαζόμενη από τις επιπτώσεις των capital controls που επιβλήθηκαν με το μνημόνιο, ενώ η μεγάλη άνοδος των εξαγωγών του 2016 φαίνεται να ήταν συνέπεια της συσσώρευσης ανεκτέλεστων υποχρεώσεων από την προηγούμενη περίοδο.

Το 2018, οι εξαγωγές σκληρού σίτου επανήλθαν σε φυσιολογικό επίπεδο, εκτιμώμενες σε 315.000 τόνους, αξίας 68 εκατ. ευρώ, με βελτίωση της εξαγωγικής επίδοσης (36,8%, Πίνακας 3).

Οι εξαγωγές σκληρού σίτου περιορίστηκαν το 2019 σε 270.000 τόνους, αξίας 64 εκατ. ευρώ, αλλά η μέση τιμή εξαγωγής ανήλθε σε 237 ευρώ/τόνο, παρουσιάζοντας σημαντική άνοδο σε σχέση με το προηγούμενο έτος (+10%). Η Ιταλία εξακολουθεί να αποτελεί την κυριότερη χώρα προορισμού, καλύπτοντας το μεγαλύτερο μέρος του όγκου εξαγωγών (56%), με δεύτερη στη σειρά την Τυνησία (22%) και τρίτη την Τουρκία (19%).

Ευνοϊκές, εξάλλου, θεωρούνται οι προοπτικές εξαγωγών σκληρού σίτου της χώρας το 2020, εξαιτίας της ισχυρής ζήτησης του προϊόντος, λόγω της ανόδου της κατανάλωσης ζυμαρικών, σε συνδυασμό με την προβλεπόμενη μείωση της παραγωγής στην ΕΕ και τον περιορισμό των αποθεμάτων.

Οι εξελίξεις αυτές συνέβαλαν ήδη στη σημαντική άνοδο των τιμών, ιδιαίτερα αισθητή στην Ιταλία, όπου σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις οι τιμές σκληρού σίτου πρώτης ποιότητας (fino) κυμάνθηκαν τον Μάιο από 290-304 ευρώ/τόνο, καταγράφοντας αύξηση της τάξεως του 25% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2019.

Πίνακας 3: Εγχώρια παραγωγή, κατανάλωση και εξαγωγική επίδοση σκληρού σίτου (σε τόνους)

  2014 2015 2016 2017 2018 2019
Παραγωγή 1.033.710 785.660 1.123.200 721.050 774.320 767.960
Εισαγωγές 103.327 116.448 206.189 172.878 82.542 94.252
Προσφορά 1.137.037 902.108 1.329.389 893.928 856.862 862.212
Εξαγωγές 361.459 146.661 624.970 198.956 315.216 269.026
Κατανάλωση 775.578 755.447 704.419 694.972 541.646 593.186
Εξαγωγική επίδοση (%) 31,8 16,3 47,0 22,3 36,8 31,2

Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, (EU Short-Term Outlook, spring 2020, EU trade helpdesk, 16/4/2020)

Δυσμενείς οι επιπτώσεις των φθηνών εισαγωγών στον αραβόσιτο

Η εγχώρια παραγωγή αραβοσίτου, από 1,82 εκατ. τόνους το 2014 περιορίστηκε το 2019 σε 1,20 εκατ. τόνους, καταγράφοντας έντονη πτώση (-34%), με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος των αναγκών να καλύπτεται από εισαγωγές, ο όγκος των οποίων αυξήθηκε σημαντικά (+70%), ανερχόμενος το 2019 σε 756.000 τόνους. Η πτώση της παραγωγής συνδέεται στενά με τις φθηνές εισαγωγές, κυρίως από τη Βουλγαρία (500.000 τόνοι το 2019) και τη Ρουμανία (140.000 τόνοι), σε τιμές που υπολείπονται του κόστους της εγχώριας παραγωγής (166 και 159 ευρώ/τόνο αντίστοιχα), με συνέπεια την απόσυρση των παραγωγών από την καλλιέργεια, ο αριθμός των οποίων περιορίστηκε κατά 26% στην πενταετία 2015-2019 (στοιχεία ΟΣΔΕ, GAIA ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ), αλλά και την επιδείνωση της αυτάρκειας του προϊόντος από 81% το 2014 σε 62% το 2019.

Η κατάσταση δεν φαίνεται να βελτιώνεται το 2020, μια και η άνοδος της προσφοράς και των αποθεμάτων στην ευρωπαϊκή αγορά αναμένεται να ασκήσει πίεση στις τιμές του προϊόντος (Πίνακας 4). Να σημειωθεί επιπλέον ότι η προσφορά αραβοσίτου καλύπτει, παραδοσιακά, το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών της χώρας σε ζωοτροφές σιτηρών (65%) και η διατήρηση των τιμών του προϊόντος σε χαμηλό επίπεδο, επί σειρά ετών, θα έπρεπε να συγκρατήσει τη δαπάνη για ζωοτροφές.

Αντίθετα, η αξία των ζωοτροφών στην Ελλάδα στο διάστημα της περιόδου 2014-2019 αυξήθηκε, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, με πολύ μεγαλύτερο ρυθμό (+10%) από τον αντίστοιχο κοινοτικό μέσο όρο (+2,7%). Η εξέλιξη αυτή θεωρείται κρίσιμη, μια και αποτελεί την κύρια αιτία της υπέρμετρης επιβάρυνσης του κόστους των εκτροφών.

Πίνακας 4: Εγχώρια παραγωγή, κατανάλωση και αυτάρκεια αραβόσιτου
(σε τόνους)

  2014 2015 2016 2017 2018 2019
Παραγωγή 1.824.140 1.542.300 1.448.650 1.306.510 1.205.980 1.201.360
Εισαγωγές 443.626 530.076 530.076 683.771 723.384 756.374
Εξαγωγές 20.992 10.699 10.699 11.025 6.319 3.514
Κατανάλωση 2.246.774 2.061.677 1.968.027 1.979.256 1.923.045 1.954.220
Αυτάρκεια (%) 81,2 74,8 73,6 66,0 62,7 61,5

Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, (EU Short-Term Outlook, spring 2020, EU trade helpdesk, 16/4/2020)

Παραμένει βυθισμένο το κριθάρι

Η εγχώρια παραγωγή κριθαριού εκτιμάται το 2019 σε 350.000 τόνους, παρουσιάζοντας οριακή άνοδο ως προς το προηγούμενο έτος (+1,5%), αλλά παραμένει αισθητά μικρότερη σε σχέση με το 2014 (-29%), κυρίως εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών του 2015 και του 2017. Η κατανάλωση του προϊόντος εκτιμάται το 2019 σε 442.000 τόνους, παρουσιάζοντας μείωση ως προς τον μέσο όρο της πενταετίας 2014-2018 (-9%). Οι προβλέψεις για το 2020 δεν φαίνονται ευνοϊκές, κυρίως εξαιτίας του περιορισμού της ζήτησης του προϊόντος για την παρασκευή βύνης ζυθοποιίας, λόγω των επιπτώσεων των μέτρων της πανδημίας στην εστίαση και στον τουρισμό (Πίνακας 5).

Οι εισαγωγές κριθαριού εκτιμώνται το 2019 σε 93.000 τόνους, αξίας 17 εκατ. ευρώ, προερχόμενες κυρίως από τη Βουλγαρία (28.400 τόνοι το 2019, με μέση τιμή 191 ευρώ/τόνο), ενώ σημαντικές εισαγωγές, σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές, πραγματοποιούνται από την Ουκρανία (18.300 τόνοι με 160 ευρώ/τόνο), αλλά και από τη Ρουμανία (24.500 τόνοι, με 169 ευρώ/τόνο). Στην Ελλάδα, το μεγαλύτερο μέρος της προσφοράς κριθαριού εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή. Επιπλέον, η μέχρι πρότινος θετική εξέλιξη στο πρόγραμμα συμβολαιακής καλλιέργειας κριθαριού για την παραγωγή βύνης ζυθοποιίας φαίνεται να ανατρέπεται, κυρίως εξαιτίας των πρόσφατων βροχοπτώσεων που, σε συνδυασμό με τη μείωση της ζήτησης μπύρας, αναμένεται να περιορίσουν τη διατιθέμενη ποσότητα.

Πίνακας 5: Εγχώρια παραγωγή, κατανάλωση και αυτάρκεια κριθαριού
(σε τόνους)

  2014 2015 2016 2017 2018 2019
Παραγωγή 492.370 353.890 383.960 334.250 344.610 349.730
Εισαγωγές 66.001 46.149 191.650 159.818 90.223 93.435
Εξαγωγές 2.101 23.777 537 1.160 1.650 1.101
Κατανάλωση 556.270 376.262 575.073 492.908 433.183 442.064
Αυτάρκεια (%) 88,5 94,0 66,8 67,8 79,6 79,1

Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, (EU Short-Term Outlook, spring 2020, EU trade helpdesk, 16/4/2020)