Ελαιόλαδο: Νέοι παίκτες και αφθονία σε έξτρα παρθένο δημιουργούν ασφυκτικές πιέσεις στους Έλληνες παραγωγούς

Μετά την καταστροφική περσινή χρονιά, πολλοί περίμεναν ότι φέτος το ελαιόλαδο θα ανακάμψει. Δυστυχώς, οι προσδοκίες διαψεύστηκαν. Λίγο πριν από την αλλαγή του έτους, η ελληνική αγορά ελαιολάδου βιώνει συνθήκες κατάρρευσης τιμών, ενώ ελάχιστες είναι οι εμπορικές πράξεις. Ενδεικτικό της κατάστασης είναι ότι οι τιμές για το ελληνικό έξτρα παρθένο είναι κατά 13,5% κάτω σε σχέση με τη μέση τιμή της τελευταίας πενταετίας, ενώ ακόμα χειρότερη είναι η εικόνα στην Ισπανία.

Ιδιαίτερα ανησυχητικός παράγοντας είναι το πλεόνασμα αποθεμάτων, που εκτιμάται σε 859.000 τόνους, περίπου οι διπλάσιοι σε σχέση με μια «φυσιολογική» χρονιά. Το ρεπορτάζ της «ΥΧ» ανέδειξε επίσης μια σειρά επιπρόσθετων αιτιών, που δημιουργούν ασφυκτικές συνθήκες για τον Έλληνα παραγωγό: Η αφθονία ποιοτικού λαδιού από διάφορες χώρες, καθώς και τα δομικά προβλήματα της ευρωπαϊκής και κυρίως της ελληνικής ελαιουργίας επιβαρύνουν περαιτέρω την κατάσταση.

Συντελεστές από όλο το φάσμα της αγοράς και ειδικοί κατέθεσαν την άποψή τους στην «ΥΧ».

του Αντώνη Ανδρονικάκη
ρεπορτάζ: Μαρία Αμπατζή, Γιώργος Αργυρίου, Γιώργος Ρούστας, Γιάννης Σάρρος, Νικολέτα Τζώρτζη, Αφροδίτη Χρυσοχόου

Πώς έχει η κατάσταση: Παντελής απουσία ζήτησης από την Ιταλία για έξτρα παρθένο

Για μηδενική ζήτηση από την πλευρά των Ιταλών έκανε λόγο στην «ΥΧ» ο πρόεδρος του συνεταιρισμού Κάτω Αστών και μέλος του ΔΣ της ΕΑΣΗ, Μιχάλης Καμπιτάκης: «Αυτή την περίοδο δεν έχουμε πράξεις, δεν υπάρχει αγοραστικό ενδιαφέρον από την Ιταλία. Οι τιμές για το σχετικά περιορισμένο έξτρα παρθένο που υπάρχει στο Ηράκλειο (οξύτητα έως 0,3%) είναι από 2,20 έως 2,40 ευρώ το κιλό. Λόγω των κλιματικών συνθηκών εκτιμούμε ότι από το σύνολο της παραγωγής το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο δεν ξεπερνά το 40%».

Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του ΑΣ Κορυφασίου Πυλίας Μεσσηνίας, Λάζαρος Σύρνος, ανέφερε: «Οι τιμές αυτήν τη στιγμή είναι απελπιστικά χαμηλές. Μιλάμε για 2,30 – 2,40 ευρώ το κιλό για ένα λάδι που δεν ξεπερνά τα τρία δέκατα σε οξύτητα». Η ίδια κατάσταση επιβεβαιώνεται από όλες τις ελαιοπαραγωγικές περιοχές της χώρας. «Την άνοιξη πουλάγαμε από 3,20 έως 3,30 ευρώ το κιλό, σήμερα συζητάμε για 1 ευρώ κάτω από αυτή την τιμή» δήλωσε ο παραγωγός και ιδιοκτήτης ελαιοτριβείου από τη Φθιώτιδα, Γιάννης Πέτρου.

Η κατάσταση με τις τιμές ωθεί μαζικά τους παραγωγούς σε προώθηση της παραγωγής τους στις τοπικές κοινωνίες, σε τουρίστες ή σε ντόπιους, ακόμα και «πόρτα – πόρτα». Όπως ανέφερε ο πρόεδρος του Ελαιουργικού Συνεταιρισμού Θεολόγου Ποτού Θάσου, Ιωάννης Σουρίνης: «Δεν πουλάμε σε τέτοιες τιμές, δεδομένης και της εξαιρετικής ποιότητας της φετινής παραγωγής». Για πολλούς παραγωγούς, διέξοδος είναι η διάθεση του λαδιού σε πεντάλιτρες συσκευασίες σε Βαλκάνιους τουρίστες, μέσω των μαγαζιών της Νότιας Θάσου, διευκρινίζει ο ίδιος.

Στην ανωτέρω πρακτική κατέφυγαν και αρκετοί ελαιοπαραγωγοί της Μαγνησίας. Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του ΑΣ Κορυφασίου, Λάζαρος Σύρνος από την Πυλία, δηλώνει ότι τα αποθέματα που υπάρχουν στον συνεταιρισμό αυτή την περίοδο είναι ιδιαίτερα περιορισμένα: «Εάν σκεφτούμε ότι σε μια φυσιολογική χρονιά είχαμε γύρω στους 150 τόνους και φέτος δεν έχουμε ούτε το 1/3 αυτής της ποσότητας, αντιλαμβάνεστε ότι ο κόσμος προτιμά να πουλά το προϊόν όσο – όσο. Επικρατεί ένας πανικός στην αγορά».

Τα αίτια του προβλήματος: Ισπανική υπερπαραγωγή και υπερπροσφορά ποιοτικού ελαιολάδου βουλιάζουν τις τιμές

Η «ΥΧ» απευθύνθηκε στον Francesco Mirizzi, εμπειρογνώμονα του ελαιολάδου και στέλεχος των Copa – Cogeca, θέτοντάς του το «καυτό» ερώτημα των ημερών, τι δηλαδή ευθύνεται για την κρίση στην ευρωπαϊκή αγορά ελαιολάδου. «Σχετικά με τις τιμές, παρατηρούμε ότι παραμένουν σταθερά χαμηλές. Υπάρχουν μεγάλα αποθέματα στην αγορά από την προηγούμενη καλλιεργητική περίοδο, τα οποία είναι περίπου τα διπλάσια σε σχέση με τον μέσο όρο των τελευταίων ετών. Επιπλέον, υπάρχει και το πρόβλημα με την επιβολή δασμών στο ισπανικό ελαιόλαδο, γεγονός που δυσχεραίνει τη διάθεσή του στις ΗΠΑ, που αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους αγοραστές. Επομένως, μιλάμε κυρίως για δύο αίτια».

Από το ρεπορτάζ της «ΥΧ» ανά τη χώρα, προκύπτει ότι δεν είναι λίγοι οι παραγωγοί που μιλούν για μία εν μέρει τεχνητή κρίση και «παιχνίδια των εμπόρων». Ο διευθυντής του ΣΕΒΙΤΕΛ, Γιώργος Οικονόμου, διαφωνεί ξεκάθαρα με αυτή την άποψη: «Εάν κανείς θεωρεί ότι μπορεί κάποιος να χειραγωγήσει την αγορά το 2019, τι να πούμε. Ο νόμος της αγοράς είναι σκληρός: προσφορά και ζήτηση. Από την άλλη, θεωρούσαμε ότι η Ισπανία δεν θα είχε τόσο μεγάλη παραγωγή.

Οι εκτιμήσεις μιλούσαν για μια παραγωγή 1,3 εκατ. τόνων και τα στοιχεία δείχνουν ότι έχει φτάσει τους 1,7 εκατ. τόνους. Παράλληλα, άλλες χώρες, όπως η Τυνησία, το Μαρόκο και η Τουρκία, έχουν αυξήσει την παραγωγή τους και διεκδικούν μερίδιο, επηρεάζοντας αναπόφευκτα και το ελληνικό λάδι».

Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η άποψη του εμπόρου ελαιολάδου και ιδιοκτήτη ελαιοτριβείου στη Βαρβάσαινα Ηλείας, Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου. Όπως δήλωσε, «η Ισπανία, η πρώτη παραγωγός χώρα ελαιολάδου, αποτελεί τη βασική αιτία για την επικρατούσα τιμή διάθεσης, δεδομένου ότι λόγω των δασμών που της επιβλήθηκαν από τις ΗΠΑ πουλά το ελαιόλαδο σε χαμηλές τιμές, συμπαρασύροντας και το ελληνικό. Είναι θέμα προσφοράς και ζήτησης. Οι Ιταλοί με τη σειρά τους, που εξαιρέθηκαν από τους δασμούς, εκμεταλλεύονται την κατάσταση και πιέζουν για χαμηλότερες τιμές τα ελληνικά ελαιόλαδα».

Με την άποψη αυτή συντάσσεται και ο παραγωγός, τυποποιητής και έμπορος ελαιόλαδου στη Χαλκιδική, Νίκος Τολέρης. Μιλώντας στην «ΥΧ», σημείωσε ότι «υπάρχει μεγάλη παραγωγή σε Τυνησία, Πορτογαλία και άλλες χώρες, που πωλούν σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα, τα οποία δεν μπορούν να ανταγωνιστούν οι Έλληνες παραγωγοί».

Νέες φυτεύσεις σε Ιβηρική και τρίτες χώρες εντείνουν την κρίση

Εκτός από τα προφανή αίτια, αποτέλεσμα των συνθηκών της διεθνούς αγοράς, νέες συνθήκες ανταγωνισμού, σε συνδυασμό με χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής ελαιοπαραγωγής, απειλούν την ελληνική αγορά ελαιολάδου με μία παρατεταμένη κρίση. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της έκθεσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις προοπτικές των αγροτικών αγορών, για την επόμενη δεκαετία, έως το 2030, η ευρωπαϊκή παραγωγή ελαιολάδου αναμένεται να αυξηθεί κατά περίπου 400.000 τόνους (με εκτιμώμενη ετήσια αύξηση 1,1%).

Μάλιστα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι στην αύξηση αυτή θα πρωταγωνιστήσει η Πορτογαλία, που αναμένεται να αυξήσει έως το 2030 την παραγωγή της κατά 88% σε σχέση με τον ετήσιο μέσο όρο των τελευταίων πέντε ετών (2014 – 2018), μέσω υπέρπυκνων φυτεύσεων. Η έκθεση σημειώνει ότι η Ελλάδα και η Ιταλία θα δυσκολευθούν να παρακολουθήσουν αυτές τις αλλαγές.

Σημαντικός αγοραστής και εξαγωγέας έξτρα παρθένου ελαιολάδου, που δραστηριοποιείται κυρίως στην Πελοπόννησο, σχολίασε σχετικά: «Η Πορτογαλία πράγματι έρχεται, από εκεί που δεν την υπολογίζαμε θα τη δούμε να παίζει πολύ δυνατά τα επόμενα χρόνια. Να πούμε εδώ ότι όταν μεγάλοι αγοραστές ζητούν από τους Πορτογάλους να αγοράσουν λάδι με τριετή συμβόλαια και συγκεκριμένη ποιότητα σε σταθερή τιμή, οι τελευταίοι μπορούν και το υποστηρίζουν αυτό. Δυστυχώς, οι Έλληνες παραγωγοί αποφεύγουν ή δεν μπορούν να δεσμευθούν κατά τον ίδιο τρόπο και μοιραία αυτό κάποια στιγμή θα το βρούμε μπροστά μας».

«Δεν είναι μόνο η Πορτογαλία. Είναι η Τυνησία, η Αλγερία, ακόμα και η Αυστραλία. Ο ανταγωνισμός μέρα με τη μέρα μεγαλώνει και είναι αμείλικτος», σχολιάζει στέλεχος επιχείρησης από τη Λακωνία.

Η επόμενη μέρα – Τι γίνεται από εδώ και πέρα;

Απαισιόδοξος για μια αλλαγή στο σκηνικό της αγοράς εμφανίστηκε ο διευθυντής του ΣΕΒΙΤΕΛ: «Το γενικό μήνυμα είναι ότι η αγορά έχει ισορροπήσει σε αυτά τα επίπεδα και χωρίς να θέλω να γίνω μάντης κακών, φοβάμαι ότι και του χρόνου θα υπάρχουν αποθέματα που θα πιέζουν την αγορά», τόνισε ο κ. Οικονόμου. Πιο αισιόδοξος παρουσιάστηκε πρόεδρος εξαγωγικού συνεταιρισμού από την Πελοπόννησο, που θέλησε ωστόσο να παραμείνει ανώνυμος: «Νομίζω ότι με το νέο έτος θα δούμε κάποια βελτίωση. Πιθανώς δεν θα είναι μια θεαματική βελτίωση, της τάξης των 40 και 50 λεπτών, όμως θεωρώ ότι θα υπάρξει ζήτηση για το ποιοτικό λάδι».

Ζητώντας να μας δώσει την εκτίμησή του για την επόμενη μέρα, ο εμπειρογνώμονας Francesco Mirizzi, ανέφερε: «Θα πρέπει να λυθούν τα πολιτικά προβλήματα με τις ΗΠΑ. Από εκεί και πέρα, και δεδομένης της στασιμότητας που προβλέπεται για την ευρωπαϊκή αγορά, νομίζω ότι οι χώρες ελαιοπαραγωγοί θα πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας στις εξαγωγές εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Εθνική στρατηγική… κατόπιν εορτής;

Όλα τα παραπάνω καθιστούν σήμερα την ανάγκη συγκρότησης και υλοποίησης μιας εθνικής στρατηγικής επιτακτικότερη από ποτέ. Ένα νέο τοπίο σχηματίζεται ταχύτατα. Νέες, ριζικές αλλαγές λαμβάνουν χώρα μέρα με τη μέρα, τη στιγμή που η Ελλάδα παρακολουθεί αμήχανα γείτονες και μη να εισέρχονται δυναμικά στη διεθνή αγορά ελαιολάδου με οργάνωση και σχέδιο, κάτι που λείπει από τον εγχώριο κλάδο της ελαιουργίας.

Ενδεικτική των ζυμώσεων που πραγματοποιούνται σε διεθνές σκηνικό είναι η εξέλιξη που μας μετέφερε μεγάλος εξαγωγέας ελαιολάδου: «Όταν μπήκαν οι δασμοί των ΗΠΑ στην Ισπανία, κάποιοι θριαμβολογούσαν ότι δημιουργείται μια μεγάλη ευκαιρία για μας. Πλέον, παρατηρούμε ότι άλλες χώρες κερδίζουν την αμερικανική αγορά εις βάρος μας. Οι τελευταίες έχουν επεκταθεί με μεγάλες φυτεύσεις στο νότιο ημισφαίριο και κυρίως στη Λατινική Αμερική, με αποτέλεσμα οι ΗΠΑ να προμηθεύονται λάδι ανά εξάμηνο».

Περιορισμένα τα αποτελέσματα της αποθεματοποίησης

Στις 26/11 έληξε η προθεσμία της πρώτης πρόσκλησης του μέτρου της ιδιωτικής αποθεματοποίησης, χωρίς ελληνική συμμετοχή. Ο μέγιστος αριθμός προσκλήσεων, ανάλογα με τον αντίκτυπο του μέτρου, μπορεί να φτάσει τις τέσσερις. «Στην Ελλάδα δεν υπήρξε ανταπόκριση για το μέτρο και είδαμε ότι η προσφερόμενη τιμή δεν συγκίνησε ούτε τους Ισπανούς παραγωγούς, ώστε να αποσύρουν ποσότητες έξτρα παρθένου ελαιολάδου. Θεωρώ ότι και στους επόμενους διαγωνισμούς δεν θα υπάρξει ελληνική συμμετοχή», εκτιμά ο κ. Οικονόμου.

«Σύμφωνα με τα στοιχεία μας, η ποσότητα του ελαιολάδου για βιομηχανική χρήση καλύπτει πάνω από 20 φορές τις ποσότητες παρθένου και έξτρα παρθένου ελαιολάδου που δηλώθηκαν για το μέτρο. Οι πηγές μάς λένε ότι ελάχιστοι ήταν οι παραγωγοί που εντάχθηκαν στην αποθεματοποίηση με ποσότητες έξτρα παρθένου ελαιολάδου. Η εξήγηση που μπορούμε να δώσουμε γι’ αυτό είναι ότι υπήρξε φόβος από πλευράς των παραγωγών ότι το προϊόν μπορεί να υποβαθμιζόταν».

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ύπαιθρος Χώρα»
που κυκλοφόρησε την Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2019