ΘΕΜΑ: Η έλλειψη οργάνωσης κοστίζει ακριβά στα οπωροκηπευτικά

oporokipeutika piperies telara-min

Σχεδόν στη μισή τιμή, σε σχέση με τους βασικότερους ανταγωνιστές της από την ευρύτερη λεκάνη της Μεσογείου και σε αγορές με σχετικά χαμηλά περιθώρια κέρδους και προστιθέμενης αξίας, εξάγει η χώρα μας το μεγαλύτερο μέρος των νωπών οπωροκηπευτικών που παράγει, αδυνατώντας έτσι να κεφαλαιοποιήσει τα πλεονεκτήματα της υψηλής ποιότητας των προϊόντων της, αλλά και των άκρως ευνοϊκών εδαφοκλιματικών συνθηκών.

Τα στοιχεία που παρουσίασε την Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου ο Χρήστος Γιαννακάκης, πρόεδρος της Κοινοπραξίας Συνεταιρισμών Ομάδων Παραγωγών Ημαθίας, αλλά και της συμβουλευτικής εταιρείας «Αγροτική Καινοτομία», που συστήθηκε στον αγροτικό κόσμο πριν από λίγες μέρες, είναι αποκαλυπτικά και καταδεικνύουν την έλλειψη ανταγωνιστικότητας που χαρακτηρίζει τον κλάδο και η οποία έχει άμεσο αντίκτυπο, μεταξύ άλλων, και στο εισόδημα του παραγωγού.

oporokipeutika-exagoges-pinakes

Στην υποκατηγορία των εσπεριδοειδών (πορτοκάλια, λεμόνια κ.λπ.) για παράδειγμα, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία που προέρχονται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ), η Ελλάδα εξήγαγε το 2017 συνολικά 368.675 τόνους, αξίας 162,3 εκατ. ευρώ, με την μοναδιαία αξία να διαμορφώνεται σε 44 λεπτά/κιλό. Το αντίστοιχο νούμερο για την Ισπανία για το ίδιο έτος ήταν 86 λεπτά το κιλό, για την Αίγυπτο 75 λεπτά το κιλό, για το Μαρόκο 50 λεπτά το κιλό, ενώ οι ΗΠΑ και η Κίνα ήταν… εκτός συναγωνισμού, εισπράττοντας 1,04 ευρώ και 1,22 ευρώ/κιλό αντίστοιχα. Μόνο η Τουρκία κινήθηκε στα ίδια επίπεδα με τη χώρα μας, με τη μέση τιμή εξαγωγής για το 2017 να διαμορφώνεται σε 45 λεπτά το κιλό, αν και έναν χρόνο νωρίτερα η «ψαλίδα» ήταν μεγαλύτερη υπέρ των γειτόνων, οι οποίοι κατάφεραν να «πιάσουν» τα 47 λεπτά/κιλό έναντι των 40 λεπτών/κιλό της χώρας μας.

“Το ποσοστό της αγροτικής παραγωγής που διακινείται μέσω συνεταιρισμών δεν ξεπερνά το 15%, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στο εξωτερικό υπερβαίνει το 50%, ενώ, σε χώρες όπως η Φινλανδία και η Ολλανδία, αγγίζει το 70%”

Παρόμοια είναι η εικόνα και στα πυρηνόκαρπα (ροδάκινα, νεκταρίνια, βερίκοκα, κεράσια), με το μέσο «στήσιμο» στην Ελλάδα για τους συνολικά 231.730 τόνους που εξήγαγε το 2017 να διαμορφώνεται σε 54 λεπτά/κιλό, όταν η Ισπανία εξήγαγε με μια μέση τιμή 94 λεπτών/κιλό, η Ιταλία με 96 λεπτά/κιλό, η Τουρκία με 1,02 ευρώ το κιλό και η Γαλλία με 1,43 ευρώ/κιλό. Είναι ενδεικτικό, μάλιστα, ότι η μέση τιμή εξαγωγής σε παγκόσμιο επίπεδο (1,33 ευρώ/κιλό) ήταν υπερδιπλάσια σε σχέση με αυτήν που έλαβε η χώρα μας, ενώ, όπως και στα εσπεριδοειδή, καμία σύγκριση δεν μπορεί να γίνει με τις ΗΠΑ, οι οποίες την περυσινή χρονιά εισέπραξαν 3,65 ευρώ για κάθε κιλό που εξήγαγαν.

Στην υποκατηγορία των καρπουζιών και των πεπονιών, η Ελλάδα έλαβε το 2017 ακριβώς τη μισή τιμή σε σχέση με την Ισπανία (26 λεπτά έναντι 52 λεπτών) και… ακόμα μικρότερη σε σύγκριση με την Ιταλία (55λεπτά/ κιλό), ενώ άπιαστο όνειρο, με τα σημερινά δεδομένα τουλάχιστον, φαντάζουν τα 98 λεπτά/κιλό της Ολλανδίας.

Παρηγοριά από την Πολωνία στα μήλα

Λιγότερο απογοητευτικές είναι οι συγκρίσεις στα μηλοειδή, αφού η Μολδαβία, η Τουρκία και η Πολωνία (σ.σ. μεγαλύτερος παραγωγός μήλου της Ευρώπης που, μετά την απώλεια της Ρωσίας, επιχειρεί, μέσω των χαμηλότερων τιμών, να διεισδύσει σε νέες αγορές) πούλησαν φθηνότερα από την Ελλάδα, η οποία έλαβε το 2017 κατά μέσο όρο 40 λεπτά το κιλό για κάθε κιλό που εξήγαγε. Και πάλι, βέβαια, οι διαφορές με την Ιταλία, την Ισπανία και, ακόμα περισσότερο, τη Γαλλία –που εισέπραξαν μέση τιμή 88, 72, 78 και 98 λεπτά/κιλό αντίστοιχα για τις δικές τους εξαγωγές– είναι πολύ μεγάλες, όπως και η απόσταση από τα 78 λεπτά/κιλό, που αντιστοιχούν στη μέση τιμή εξαγωγής σε παγκόσμιο επίπεδο.

Μόνο σε Βουλγαρία και Ρουμανία παίζει μπάλα το ελληνικό ροδάκινο

Οι χαμηλές τιμές που εισπράττει η Ελλάδα για τα νωπά οπωροκηπευτικά που εξάγει σχετίζονται άμεσα και με τις χώρες- προορισμούς. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των ροδάκινων/νεκταρινιών όπου η χώρα μας, μετά την «απώλεια» της Ρωσίας, βρίσκεται ουσιαστικά εκτός των αναπτυγμένων και πλουσιότερων αγορών της Δυτικής Ευρώπης, πραγματοποιώντας το σύνολο των εξαγωγών της –πέραν της Κύπρου– σε χώρες με χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, όπως η Βουλγαρία (σ.σ. η Ελλάδα κατέχει μερίδιο 93% στις εισαγόμενες ποσότητες) και η Ρουμανία (σ.σ. μερίδιο 70%). Αυτό έχει και σημαντικό οικονομικό κόστος, δεδομένου ότι π.χ. στη Γερμανία (μερίδιο Ελλάδας 1%) η μέση τιμή εισαγωγής το 2017 ήταν 1,03 ευρώ/κιλό, στη Γαλλία (μερίδιο 0,02%) 1,04 ευρώ/κιλό, στο Ην. Βασίλειο (μερίδιο 0,26%) 1,21 ευρώ/κιλό, στην Ολλανδία (μερίδιο 1%) 1,04 ευρώ/κιλό και στην Ελβετία (μερίδιο 0%) 1,42 ευρώ/κιλό, όταν οι αντίστοιχες τιμές για τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία ήταν 27 και 57 λεπτά/κιλό.

Σωσίβιο με ημερομηνία λήξης το «αλβανικό» μεροκάματο

Ενδιαφέροντα συμπεράσματα προκύπτουν και από τη σύγκριση του κόστους παραγωγής με τα αντίστοιχα των υπόλοιπων μεσογειακών χωρών, όπου η Ελλάδα εμφανίζεται να πλεονεκτεί μόνο στο κόστος εργασίας, το οποίο διαμορφώνεται σε 3,5 ευρώ/ώρα, όταν στην Ισπανία είναι 7,5 ευρώ, στην Ιταλία 11,5 ευρώ και στη Γαλλία 12 ευρώ. «Το ‘‘αλβανικό’’ μεροκάματο είναι αυτό που ουσιαστικά στηρίζει την ελληνική παραγωγή, όμως και αυτό κάποια στιγμή φτάνει στο τέλος του και δεν είναι δυνατόν να δώσει μακροπρόθεσμες προοπτικές», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Γιαννακάκης.

Στις υπόλοιπες παραμέτρους, ο ανταγωνισμός (Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία) έχει καταφέρει να αντισταθμίσει τα υψηλά κόστη, αυξάνοντας την παραγωγικότητα, κάνοντας προσεκτική επιλογή φυτεύσεων και ποικιλιών, εφαρμόζοντας μοντέρνες καλλιεργητικές πρακτικές και, βεβαίως, δημιουργώντας μεγάλα και σοβαρά συνεργατικά σχήματα, που εξασφαλίζουν οικονομίες κλίμακας, ενισχύουν τη διαπραγματευτική ικανότητα του μικρού παραγωγού και είναι σε θέση να καλύψουν τις ανάγκες των μεγάλων αλυσίδων του λιανεμπορίου. Ασφαλώς δεν είναι τυχαίο ότι στη χώρα μας το ποσοστό της αγροτικής παραγωγής που διακινείται μέσω συνεταιρισμών δεν ξεπερνά το 15%, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στο εξωτερικό υπερβαίνει το 50% ενώ, σε χώρες όπως η Φινλανδία και η Ολλανδία, αγγίζει το 70%.