Επιδοτήσεις ύψους 2,6 τρισ. δολαρίων «βλάπτουν» ετησίως τον πλανήτη

Στην τελευταία Διάσκεψη των μερών της Σύμβασης του ΟΗΕ για τη βιοποικιλότητα (COP15), πριν από σχεδόν δύο χρόνια, επιτεύχθηκε η έγκριση του Παγκόσμιου Πλαισίου για τη Βιοποικιλότητα (ΠΠΒ), για την προστασία και την αποκατάσταση της φύσης. Μεταξύ άλλων, αυτή περιελάμβανε και τον στόχο 18, μια δέσμευση για να μειωθούν κατά 500 δισ. δολάρια ετησίως έως το 2030 οι περιβαλλοντικά επιβλαβείς επιδοτήσεις. Με την COP16 να ξεκινά σε λιγότερο από έναν μήνα στην Κολομβία, οι υποσχέσεις που δόθηκαν τότε μοιάζουν πιο επίκαιρες από ποτέ. Και, ίσως, και πιο κενές από ποτέ.
Σύμφωνα με μια νέα έκθεση, την οποία δημοσίευσε πρόσφατα η βρετανική εφημερίδα Guardian, ξοδεύονται παγκοσμίως τουλάχιστον 2,6 τρισ. δολάρια (σ.σ. 2,3 τρισ. ευρώ) τον χρόνο σε επιδοτήσεις που οδηγούν στην υπερθέρμανση του πλανήτη και καταστρέφουν τη φύση. Τάδε έφη η οργάνωση Earth Track, που διενήργησε τη σχετική έρευνα και διαπίστωσε ότι το ετήσιο σύνολο των επιζήμιων για το περιβάλλον επιδοτήσεων έχει αυξηθεί κατά περισσότερα από 800 δισ. δολάρια –ή 500 δισ. δολάρια με την προσαρμογή στον πληθωρισμό– από την τελευταία ανάλυση που δημοσιεύθηκε το 2022. Η αύξηση που παρατηρείται οφείλεται κυρίως στις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία, οι οποίες προκάλεσαν απότομη αύξηση των επιδοτήσεων σε ορυκτά καύσιμα.
Ορυκτά καύσιμα, γεωργία και νερό οι βασικοί «ένοχοι»
Σύμφωνα με την Earth Track, οι πιο υψηλές Περιβαλλοντικά Επιβλαβείς Επιδοτήσεις (ΠΕΕ) παραμένουν εκείνες που στηρίζουν τα ορυκτά καύσιμα, τη γεωργία και το νερό. Οι επιδοτήσεις σε ορυκτά καύσιμα είναι ο κύριος παράγοντας για την αύξηση του συνολικού ποσού, αφού εκτινάχθηκαν σε περισσότερα από 1 τρισ. δολάρια στο τέλος του 2022 – η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία οδήγησε τις κυβερνήσεις σε όλον τον κόσμο να προσπαθήσουν να προστατεύσουν τους καταναλωτές από τις αυξήσεις των τιμών στα καύσιμα και την ενέργεια.
Στη δεύτερη θέση της λίστας με τις ΠΕΕ κατατάσσεται ο αγροτικός τομέας, οι ετήσιες επιδοτήσεις προς τον οποίο ξεπέρασαν τα 600 δισ. δολάρια, προκειμένου να ενισχυθεί η επισιτιστική ασφάλεια μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Οι ετήσιες ΠΕΕ προς τον αγροτικό τομέα ξεπέρασαν τα 600 δισ. δολάρια, προκειμένου να ενισχυθεί η επισιτιστική ασφάλεια μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία
Με τις επιδοτήσεις στα βιοκαύσιμα να φαίνεται ότι αυξάνονται σε παγκόσμιο επίπεδο, αξίζει να σημειωθεί ότι συχνά οι πρώτες ύλες για αυτά τα καύσιμα είναι μονοκαλλιέργειες υψηλών εισροών και η αύξηση της παραγωγής έχει συντελέσει στην απώλεια οικότοπων στο παρελθόν. Όσον αφορά τις επιδοτήσεις στην αλιεία, τη δασοκομία και το νερό, αυτές καταγράφουν ελάχιστες μεταβολές.
Παράλληλα, η γεωργική παραγωγή και η βιομηχανία εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 85% της παγκόσμιας κατανάλωσης γλυκού νερού, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας προέρχεται από υδροφόρους ορίζοντες και επιφανειακά ύδατα.
Αναλυτικά, υπό μορφή ΠΕΕ δόθηκαν παγκοσμίως:
- 1,050 δισ. δολάρια για τα ορυκτά
καύσιμα. - 610 δισ. δολάρια για τη γεωργία.
- 390 δισ. δολάρια για το νερό.
- 180 δισ. δολάρια για τις μεταφορές.
- 175 δισ. δολάρια για τη δασοκομία.
- 150 δισ. δολάρια για τις κατασκευές.
- 55 δισ. δολάρια για την αλιεία.
- 40 δισ. δολάρια για τη μη ενεργειακή
εξόρυξη. - 30 δισ. δολάρια για τα πλαστικά.
Πολιτικές που ακυρώνουν τις δεσμεύσεις
Την ίδια στιγμή, οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο συνεχίζουν να παρέχουν δισεκατομμύρια δολάρια σε φορολογικές ελαφρύνσεις, επιδοτήσεις και άλλες δαπάνες που έρχονται σε αντίθεση με τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα του 2015 και της Συμφωνίας του Κουνμίνγκ-Μόντρεαλ για τη βιοποικιλότητα του 2022 και, ουσιαστικά, στηρίζουν την αποψίλωση των δασών, τη ρύπανση των υδάτων και την κατανάλωση ορυκτών καυσίμων.
Κλασικό παράδειγμα αποτελεί η κρατική στήριξη μεγάλων αλιευτικών σκαφών που οδηγούν στην υπεραλίευση, καθώς και οι κυβερνητικές πολιτικές που επιδοτούν τη βενζίνη, τα συνθετικά λιπάσματα και τις μονοκαλλιέργειες. Τέτοιου είδους επιδοτήσεις βλάπτουν τη φύση και τη βιοποικιλότητα και επιβραδύνουν τις παγκόσμιες προσπάθειες για τη μετάβαση σε μεθόδους παραγωγής και ενεργειακά συστήματα με χαμηλότερες επιπτώσεις στο περιβάλλον. Αντίθετα, ένα σημαντικό ποσοστό των 2,6 τρισ. –που ισοδυναμεί με περίπου το 2,5% του παγκόσμιου ΑΕΠ– θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για πιο ουσιαστικές πολιτικές προς όφελος όλων, σπάζοντας τον φαύλο κύκλο: Όσο περισσότεροι από εμάς εξαρτόμαστε από αυτές τις επιδοτήσεις, τόσο περισσότερο εκείνες θα παραμένουν και εμείς θα απομακρυνόμαστε από τους «πράσινους» στόχους.