Επίθεση, η καλύτερη άμυνα για το ελληνικό ελαιόλαδο στην Αυστραλία

Μια συντηρητική προσέγγιση θα φέρει απώλεια μεριδίων σε μια αγορά που αναπτύσσεται με ταχύτατους ρυθμούς

Με την κατανάλωση ελαιολάδου στην Αυστραλία να παρουσιάζει μία σταθερά αυξητική τάση σε απόλυτα μεγέθη, αλλά και σε σύγκριση με άλλα βρώσιμα έλαια, η χώρα έφτασε το 2020 να εισάγει 36.558 τόνους ετησίως (3,2% των εισαγωγών παγκοσμίως) αποτελώντας τον έβδομο μεγαλύτερο αγοραστή του προϊόντος.

Βασικός προμηθευτής της είναι η Ισπανία (με 29.100 τόνους και μερίδιο 79,7% επί του συνόλου το 2020), ακολουθούμενη από την Ιταλία (4.100 τόνους, μερίδιο 11,2%), την Ελλάδα (1.400 τόνους, μερίδιο 4%), την Τουρκία (557 τόνους, μερίδιο 1,5%) και τον Λίβανο (516 τόνους, μερίδιο 1,4%). Η στροφή της χώρας στο ελαιόλαδο φαίνεται και από τα παραγωγικά της μεγέθη που, αν και μικρά σε σύγκριση με αυτά των μεγάλων διεθνών «παικτών», έχουν αυξηθεί σημαντικά μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Όπως αναφέρει σε πρόσφατη έρευνα αγοράς που έδωσε στη δημοσιότητα το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στο Σίδνεϋ, η Αυστραλία μέσα στις τελευταίες δύο δεκαετίες κατόρθωσε να αυξήσει την παραγωγή της κατά 20 φορές, και πλέον ανέρχεται σε 20 εκατ. λίτρα ετησίως. (βλ. πίνακα).

Ο μεγαλύτερος καταναλωτής εκτός Μεσογείου

Στο ίδιο περίπου διάστημα, η κατανάλωση αυξήθηκε κατά 790%, με τους Αυστραλούς να καταναλώνουν ποσότητα υπερδιπλάσια από όση μπορούν να παράξουν ετησίως και τη χώρα να είναι πλέον ο μεγαλύτερος κατά κεφαλήν καταναλωτής εκτός Μεσογείου. Την περίοδο 2014-2019, οι πωλήσεις ελαιολάδου αυξήθηκαν σε αξία κατά 17,4%, ενώ, για το 2019-2024 προβλέπεται ότι η ανοδική τάση θα ενταθεί με την εκτίμηση για περαιτέρω αύξηση των πωλήσεων σε αξία κατά 21% και κατά 31,2% σε όγκους.

Ωστόσο, λόγω της υποχώρησης του αυστραλιανού δολαρίου έναντι του ευρώ, εκφράζονται φόβοι για τυχόν υποκατάσταση των καταναλωτικών προτιμήσεων με άλλα έλαια ή για επιβράδυνση της στροφής προς το ελαιόλαδο, αφού οι εισαγωγές έχουν γίνει ακριβότερες και η εγχώρια παραγωγή δεν μπορεί να καλύψει το κενό.

Κύριο κανάλι διάθεσης τα σούπερ μάρκετ

Σύμφωνα με το Euromonitor, η πλειονότητα των Αυστραλών προμηθεύονται μαγειρικά έλαια από το σούπερ μάρκετ (84,9% των συνολικών πωλήσεων σε αξία το 2019), ενώ τα εκπτωτικά καταστήματα έχουν ένα μερίδιο 11,9% αντιστοίχως και ένα 1,5% κατέχουν οι διαδικτυακές αγορές, οι οποίες και αυξάνονται αργά αλλά σταθερά τα τελευταία χρόνια.

Για το 50% του εγχώριου χύμα προϊόντος, σύμφωνα με στοιχεία του οργανισμού Australian Olive Industry οι τιμές πώλησης για τον παραγωγό το 2019 κυμαίνονταν μεταξύ 1 και7,5 αυστραλιανών δολαρίων (AUD)/λίτρο (σ.σ. 1 AUD ισοδυναμεί με 0,64 ευρώ, βάσει της τρέχουσας ισοτιμίας), ενώ στις ανώτερες κατηγορίες τιμής κινήθηκε το 12% της παραγωγής με 17-25 AUD. Αντιστοίχως, το 50% του συσκευασμένου επώνυμου εγχώριου προϊόντος κυμαίνονταν μεταξύ 1-18 AUD/λίτρο, ενώ το 32,1% λάμβανε τιμές ανώτερες των 25 AUD (15,93 ευρώ).

Στο 6% το μερίδιο στο παρθένο

Το ελληνικό ελαιόλαδο διατίθεται στην Αυστραλία κυρίως μέσω παραδοσιακών παντοπωλείων και απουσιάζει ως επώνυμο προϊόν από τις μεγάλες αλυσίδες λιανικής. Κατέχει ένα σταθερό μερίδιο της τάξης του 4%, το οποίο κυμαίνεται υψηλότερα στο 6% στην κατηγορία του παρθένου ελαιολάδου που αφορούν οι περισσότερες ελληνικές εξαγωγές.

Σύμφωνα με την έρευνα του γραφείου ΟΕΥ, και με δεδομένες τις προβλέψεις για αυξανόμενη κατανάλωση στη συγκεκριμένη αγορά, η «συντηρητική προσέγγιση διατήρησης του τρέχοντος όγκου θα φέρει μάλλον συρρίκνωση του ελληνικού μεριδίου έναντι του διεθνούς ανταγωνισμού. Χρειάζεται μία μάλλον πιο επιθετική προσέγγιση από πλευράς Ελλάδας, επιδιώκοντας να «καλύψει μέρος της αυξανόμενης ζήτησης και να αυξήσει τον όγκο εξαγωγών προκειμένου να διατηρήσει το μερίδιο της αγοράς ή ακόμη και να διεκδικήσει αύξηση του σχετικού μεριδίου» για το ελληνικό προϊόν.