Εργαλείο συντήρησης και όχι προόδου οι σημερινές αγροτικές ενισχύσεις, λέει ο ΟΟΣΑ

Κρατάνε τους αγρότες παγιδευμένους σε μη ανταγωνιστικές και χαμηλά αμειβόμενες δραστηριότητες, υποστηρίζει σε έκθεσή του ο Οργανισμός

Μοστοβόρες, αντιπαραγωγικές και μη βιώσιμες μακροπρόθεσμα κρίνει ο Οργανισμός Oικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) τις εισοδηματικές ενισχύσεις στην τωρινή τους μορφή, καθώς και τις επιδοματικού ή προστατευτικού τύπου πολιτικές στήριξης των αγροτών που ακολουθούν οι περισσότερες χώρες του ανεπτυγμένου και όχι μόνο κόσμου.

Στο στόχαστρο του Οργανισμού (το όνομα του οποίου στη χώρα μας έχει συνδεθεί με κάθε άλλο παρά δημοφιλείς ή φιλικές προς τους αγρότες παρεμβάσεις, με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα τις περίφημες «εργαλειοθήκες») μπαίνουν, μεταξύ άλλων, οι άμεσες ενισχύσεις, οι επιδοτήσεις που συνδέονται με την παραγωγή συγκεκριμένων προϊόντων, καθώς και οι πολιτικές στήριξης των τιμών σε τοπικό επίπεδο. Τέτοιου είδους πρακτικές, κατά τον ΟΟΣΑ, διαστρεβλώνουν τη λειτουργία της αγοράς και «αποσυνδέουν» τους αγρότες από τις ανάγκες της βιομηχανίας και της κοινωνίας.

Πρόκειται για θέση την οποία έχει πολλάκις εκφράσει στο παρελθόν ο Οργανισμός, κυρίως μέσω των εκθέσεων «Επισκόπησης και Αξιολόγησης Αγροτικών Πολιτικών» που εκδίδει κάθε χρόνο. Η φετινή εκδοχή της έκθεσης, που δόθηκε στη δημοσιότητα την Τρίτη 30 Ιουνίου και καλύπτει συνολικά 54 χώρες, αναφέρει ότι στην τριετία 2017-2019, για τη στήριξη του αγροτικού τομέα διοχετεύθηκαν κατά μέσο όρο 708 δισ. δολάρια (620 δισ. ευρώ) σε ετήσια βάση. Από αυτά, τα 425 δισ. δολάρια (373 δισ. ευρώ) αφορούσαν δαπάνες για διάφορα αγροτικά προγράμματα, ενώ τα υπόλοιπα κατευθύνθηκαν στη στήριξη των τιμών.

Τα 2/3 των κονδυλίων (536 δισ. ευρώ) χορηγήθηκαν απευθείας στους αγρότες με τη μορφή ενισχύσεων και, εξ αυτών, πάνω από τα μισά διατέθηκαν στο πλαίσιο δράσεων, οι οποίες, κατά τον ΟΟΣΑ, εμφανίζουν τη μεγαλύτερη τάση στρέβλωσης της αγοράς (στήριξη εγχώριων τιμών, ενισχύσεις συνδεδεμένες με συγκεκριμένες καλλιέργειες ή εκτροφές ή με τη χρήση συγκεκριμένων εισροών κ.λπ.). Αυτού του είδους τα μέτρα ή «εργαλεία», σύμφωνα με την έκθεση, τείνουν να κρατούν τους αγρότες παγιδευμένους σε μη ανταγωνιστικές και χαμηλά αμειβόμενες δραστηριότητες οι οποίες, συν τοις άλλος, επιβαρύνουν το περιβάλλον, καθυστερούν τις δομικές αλλαγές, εμποδίζουν την ομαλή διαδοχή στις εκμεταλλεύσεις και, εντέλει, υπονομεύουν τις μακροπρόθεσμες αντοχές του κλάδου.

Μείζον ζήτημα, κατά τον ΟΟΣΑ, είναι επίσης και το γεγονός ότι μόλις το 1/7 των κονδυλίων κατευθύνεται στην έρευνα και στην καινοτομία, καθώς και σε επενδύσεις για συστήματα ελέγχου και για περιφερειακές υποδομές, οι οποίες θα μπορούσαν να αλλάξουν επί τα βελτίω τις προοπτικές του πρωτογενούς τομέα. Στο σύνολο των 54 χωρών που εξετάζει η έκθεση, τα ποσά που διατέθηκαν για αυτούς τους σκοπούς ανήλθαν σε 106 δισ. δολάρια σε ετήσια βάση.Σε επίπεδο ΕΕ, και με βάση τα κριτήρια που θέτει ο Οργανισμός, η κατάσταση φαίνεται ότι είναι κάπως καλύτερη. Οι ενισχύσεις προς τους παραγωγούς, σύμφωνα με την έκθεση, εξακολουθούν να κατέχουν τη μερίδα του λέοντος, αντιστοιχώντας στο 89% των συνολικών κονδυλίων που διατίθενται για τη στήριξη της γεωργίας.

Στις δημόσιες δαπάνες, ωστόσο, για την παροχή «γενικών υπηρεσιών» προς τον πρωτογενή τομέα, οι οποίες ανέρχονται στο 10%, διαπιστώνεται μια σημαντική ποιοτική μεταβολή σε σύγκριση με 20 χρόνια πριν: Πλέον, το 56% έχει να κάνει με την καινοτομία και την εκπαίδευση των παραγωγών, όταν την τριετία 2000-2002 το αντίστοιχο ποσοστό δεν ξεπερνούσε το 42%.

«Μεταρρυθμιστική κόπωση»

Στο σύνολο των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ, η εισοδηματική στήριξη αντιπροσωπεύει πλέον το 17,6% των συνολικών εσόδων των εκμεταλλεύσεων, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο του 8,5% που καταγράφεται στις αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες χώρες.

Η σύγκριση με τα προ εικοσαετίας ποσοστά (28,9% και 4,2% αντίστοιχα στην τριετία 2000-2002) είναι καταλυτική και μαρτυρά τη σύγκλιση που έχει επιτευχθεί στο συγκεκριμένο πεδίο μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων κρατών. Μια σύγκλιση η οποία, ωστόσο, έχει επιβραδυνθεί την τελευταία πενταετία, στην οποία ο Οργανισμός διαπιστώνει μια κόπωση: «Το μεγαλύτερο μέρος (σ.σ. της σύγκλισης) πραγματοποιήθηκε πριν από το 2008, λόγω των μεταρρυθμίσεων που υιοθέτησαν οι χώρες του ΟΟΣΑ. Από το 2015 και μετά, η προσέγγιση αυτή φαίνεται να έχει “παγώσει”», αναφέρεται στην έκθεση.

«Οι κυβερνήσεις πρέπει να επενδύσουν στην εύρυθμη λειτουργία της διατροφικής αλυσίδας, όμως σήμερα το μεγαλύτερο μέρος της στήριξης που δίνεται στον αγροτικό τομέα είτε δεν βοηθάει πραγματικά σε αυτή την κατεύθυνση, είτε είναι επιζήμια», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ken Ash, επικεφαλής του Τομέα Εμπορίου και Γεωργίας του ΟΟΣΑ, συμπληρώνοντας: «Καθώς οι χώρες καλούνται σήμερα να διαχειριστούν την πανδημία, είναι μια καλή στιγμή να εστιάσουμε ξανά τις προσπάθειες και τους περιορισμένους πόρους στο να εξασφαλίσουμε καλύτερα αποτελέσματα για τη γεωργία και την κοινωνία στο σύνολό της».

Λιγότερο κράτος, περισσότερη καινοτομία και ψηφιακή τεχνολογία

Η λίστα του ΟΟΣΑ για την ανάπτυξη του αγροτικού τομέα περιλαμβάνει συστάσεις, μεταξύ άλλων, για:

✱ Σταδιακό ξήλωμα όλων των πολιτικών που υπονομεύουν την αποτελεσματικότητα της αγοράς και τις περιβαλλοντικές επιδόσεις του κλάδου. Κάτι τέτοιο, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, θα «απελευθέρωνε» πολύτιμους πόρους για πιο στοχευμένες δράσεις και για επενδύσεις που θα έκαναν τη γεωργία πιο παραγωγική, ανθεκτική και περιβαλλοντικά βιώσιμη.

✱ Άρση το συντομότερο δυνατό των εμπορικών περιορισμών που έχουν επιβληθεί στο πλαίσιο της πανδημίας.

✱ Βελτίωση της αποδοτικότητας της στήριξης που λαμβάνουν άμεσα οι αγρότες, συνδέοντάς την με σαφή, μετρήσιμα και κοινωνικά ωφέλιμα αποτελέσματα.

✱ Ενσωμάτωση των αγροτικών νοικοκυριών στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, ώστε να μειωθεί η ανάγκη για εισοδηματικές ενισχύσεις του αγροτικού τομέα. Οι εθνικές κυβερνήσεις, αναφέρει η έκθεση, «πρέπει να βελτιώσουν την κατανόηση της οικονομικής κατάστασης των αγροτών και να αντιμετωπίσουν εκείνες τις αποτυχίες της αγοράς που οδηγούν σε σταθερά χαμηλά αγροτικά εισοδήματα.

✱ Περιορισμό της κρατικής παρέμβασης σε ό,τι αφορά τη διαχείριση ζημιών και καταστροφών στην ανάπτυξη λύσεων που δεν μπορεί να παρέχει ο ιδιωτικός τομέας.

✱ Έμφαση των κυβερνήσεων στην παροχή βασικών υπηρεσιών προς τον αγροτικό τομέα, επενδύοντας σε συστήματα αγροτικής καινοτομίας, καθώς και σε συστήματα προστασίας της υγείας των ανθρώπων, των ζώων και των φυτών, μέσω της ψηφιακής τεχνολογίας.