ΘΕΜΑ: Η εξάρτηση από τη σόγια καλά κρατεί

Π αρά την αυξητική τάση των αγορών, η ΕΕ εξακολουθεί να μην έχει καταφέρει σε σημαντικό βαθμό την απεξάρτησή της από την εισαγόμενη σόγια, αφού παράγει ακόμη σχετικά μικρό ποσοστό πρωτεϊνούχων φυτών που κατευθύνονται κυρίως στις ζωοτροφές. Αυτό κατέδειξε για μία ακόμη φορά η πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν, αναλύοντας στοιχεία της εφαρμοζόμενης κοινοτικής πολιτικής αλλά και αναδεικνύοντας διεξόδους ενόψει της νέας ΚΑΠ μετά το 2020. Η συγκριτική ανταγωνιστικότητα της αγοράς σόγιας, κάνει επιτακτική την ανάγκη ανάπτυξης όχι μόνο αυτής της καλλιέργειας, αλλά και άλλων πρωτεϊνούχων που θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τα σογιάλευρα στην παραγωγή ζωοτροφών, προσφέροντας εναλλακτικές λύσεις στην κτηνοτροφία.
Το 94% των πρωτεϊνούχων της ΕΕ κατευθύνεται στον κλάδο των ζωοτροφών και μόνο το 6% αφορά την ανθρώπινη κατανάλωση. Και οι δύο κλάδοι, σε ό,τι αφορά τη ζήτηση τέτοιων πρώτων υλών και προϊόντων, εμφανίζουν ιδιαίτερη δυναμική, αφού στην κτηνοτροφία, οι σύγχρονες μέθοδοι εκτροφής, κυρίως της εντατικής κτηνοτροφίας, απαιτούν ποσότητες ζωοτροφών που θα παρέχουν την απαραίτητη ενέργεια και τα θρεπτικά συστατικά στα ζώα, αυξάνοντας τις αποδόσεις τους. Αντίστοιχα, και σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη κατανάλωση, η τάση για υγιεινότερες διατροφές και βιγκανικές δίαιτες, αλλά και η στροφή του κοινού σε μικρότερες εφοδιαστικές αλυσίδες και τοπικά προϊόντα, αναδεικνύουν τα δυνητικά οφέλη για τους παραγωγούς των συγκεκριμένων καλλιεργειών της ΕΕ, αναφέρει η έκθεση.
Η Ευρώπη σε αριθμούςΓια την Ένωση μεγαλύτερη πηγή ακατέργαστων πρωτεϊνών αποτελούν οι βοσκότοποι παρέχοντας περίπου 37 εκατ. τόνους ενώ δεύτερη πηγή αποτελούν τα δημητριακά. Στους περίπου 16,8 εκατ. τόνους υπολογίζεται η ευρωπαϊκή παραγωγή πρωτεϊνούχων, εκ των οποίων οι 10,8 εκατ. τόνοι είναι ελαιούχοι σπόροι, 3,8 εκατ. τόνους αντιπροσωπεύουν οι ξηρές χορτονομές και σε 1,4 εκατ. τόνους ανέρχεται η παραγωγή οσπρίων. Αντίστοιχα, στους 15,7 εκατ. τόνους υπολογίζονται οι ευρωπαϊκές εισαγωγές, που επιμερίζονται σε σπόρους σόγιας κατά 87% και το υπόλοιπο 13% αποτελείται από ηλίανθο και ελαιοκράμβη. Τα παραπάνω στοιχεία αναδεικνύουν τον μεγάλο βαθμό εξάρτησης της Ευρώπης από εισαγωγές πρωτεϊνούχων και κυρίως σόγιας, όταν, προς την αντίθετη κατεύθυνση, οι ευρωπαϊκές εξαγωγές πρωτεϊνούχων (1,2 εκατ. τόνοι) είναι μικρότερες κατά 13 φορές. Οι πρωτεϊνούχες καλλιέργειες μπορεί να εμφάνισαν μία πρόσφατη δυναμική αναβίωσης, ως αποτέλεσμα των ευνοϊκών προς αυτές πολιτικών, διαπιστώνει η έκθεση, ωστόσο αυτό μέχρι στιγμής, δεν ήταν αρκετό για να επιτύχει η ΕΕ την εισαγωγική πρωτεϊνική της απεξάρτηση. Η έκθεση διαπιστώνει ότι υπάρχουν τρόποι διευκόλυνσης προς αυτή την κατεύθυνση, μέσω των εργαλείων της νέας ΚΑΠ, αλλά και της ανάπτυξης τεχνολογιών και μεθόδων για τους παραγωγούς, αυξάνοντας τις επιδόσεις και βελτιώνοντας την αποθήκευση και επεξεργασία των παραγόμενων προϊόντων. |
Ελλειμματική παραμένει η ελληνική παραγωγή
Παρά την αναβίωση των παραπάνω καλλιεργειών, η παραγωγή πρωτεϊνούχων παραμένει ελλειμματικά και στην Ελλάδα, δαπανώντας μεγάλα ποσά για την εισαγωγή σόγιας, επιβαρύνοντας όχι μόνο την εθνική οικονομία αλλά και τον κλάδο της κτηνοτροφίας που αντιμετωπίζει υπέρογκα σε αρκετές περιπτώσεις κοστολόγια, σε αντίθεση με τις συγκρατημένες τιμές των κτηνοτροφικών προϊόντων. «Εισάγουμε περίπου 500.000 τόνους, δίνοντας περίπου 200 εκατ. σε συνάλλαγμα» σχολίασε ο πρόεδρος του ΣΕΚ, Παναγιώτης Πεβερέτος, για τη σόγια που χρειαζόμαστε. «Θα μπορούσε στο μεγαλύτερο μέρος να αντικατασταθεί, εάν δίνονταν ουσιαστικά κίνητρα για παραγωγή καρποδοτικών και σανοδοτικών πρωτεϊνούχων φυτών» σχολίασε ο ίδιος, επισημαίνοντας ότι τα κίνητρα αυτά θα έπρεπε να δίνονται στοχευμένα πρωτίστως στους κτηνοτρόφους περιορίζοντας τα κόστη για την προμήθεια των ζωοτροφών.
Αντικατάσταση της σόγιαςΣτο πλαίσιο των προσπαθειών που γίνονται για την αντικατάσταση της σόγιας, ο ΘΕΣγη, μέσω πιλοτικού προγράμματος από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και σε συνεργασία με μία αγελαδοτροφική μονάδα της περιοχής, καλλιεργεί από το περασμένο φθινόπωρο περίπου 350 στρ. πρωτεϊνούχων, όπως βίκο, μπιζέλι λούπινο και σόργο. Σε συνεργασία με το πανεπιστήμιο, οι καλλιεργητές μαζεύουν τα προϊόντα και έχοντας εξασφαλίσει τη διάθεση, τα δίνουν στην αγελαδοτροφική μονάδα, ώστε να γίνουν τα μείγματα κι έπειτα οι κτηνοτρόφοι να ταΐσουν τα μισά ζώα της μονάδας, παρατηρώντας κατά πόσο μπορούν να αυξήσουν τις αποδόσεις με αυτά τα μείγματα ή έστω σε τι βαθμό θα μπορέσουν να αντικαταστήσουν τις ανάγκες σε σόγια. «Θα δούμε τα αποτελέσματα κι έπειτα μπορεί να το αναπτύξουμε και με άλλους παραγωγούς και εκτός συνεταιρισμού», συμπλήρωσε ο κ. Παναγιώτου. |
Οικονομικά και ποιοτικά οφέλη από την εγχώρια καλλιέργεια
Ως κτηνοτρόφος και καλλιεργητής ο ίδιος, τονίζει ότι ο συνδυασμός μπορεί να μειώσει το κόστος της κτηνοτροφίας, παρέχοντας σημαντικά παράλληλα οφέλη. Ο εκτροφέας γνωρίζει την ποιότητα και την προέλευση των ζωοτροφών, οι οποίες δεν προέρχονται από γενετικά τροποποιημένη πρώτη ύλη –όπως είναι σε μεγάλο βαθμό η εισαγόμενη σόγια–, κάτι που μετέπειτα αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα των παραγόμενων κτηνοτροφικών προϊόντων. «Για παράδειγμα, το κόστος για την καλλιέργεια μηδικής στην Πελοπόννησο ανέρχεται σε περίπου 12 λεπτά/κιλό, τη στιγμή που παραδοτέο το τριφύλλι μπορεί να φτάνει από 22 έως 30 λεπτά/κιλό στην περιοχή», σημείωσε ο κ. Πεβερέτος, ενώ για το νησί της Κρήτης, που έχει σημαντική κτηνοτροφία, λόγω των μεταφορικών, οι τιμές αυτές είναι ακόμη υψηλότερες. «Είναι κάτι που συζητήσαμε και στο τελευταίο συμβούλιο του Συνδέσμου», παρατήρησε, «για την εξεύρεση τρόπου κάλυψης έστω και μέρους αυτών των μεταφορικών».
Κάλυψη έως και 70% της ετήσιας διατροφής του ζώουΜε τον συνδυασμό καλλιέργειας πρωτεϊνούχων και κτηνοτροφίας, ένας παραγωγός μπορεί να μειώσει σημαντικά τα κόστη εκτροφής, αφού μπορεί να καλύψει σε σημαντικό βαθμό τα σιτηρέσια των ζώων του. Παράγοντας ο ίδιος τις ζωοτροφές με την καλλιέργεια καρποδοτικών και σανοδοτικών φυτών, κουκιών και μηδικής, καλύπτει περίπου το 70% της ετήσιας διατροφής, μειώνοντας σχεδόν κατά 50% τις ποσότητες της σόγιας που χρησιμοποιεί. Το ποσοστό αυτό μπορεί να κυμαίνεται ανάλογα τις καλλιέργειες και τις αποδόσεις τους, που εξαρτώνται και από τον καιρό και το μικροκλίμα της κάθε περιοχής, επισημαίνει ο κ. Πεβερέτος. Καλλιεργώντας βιολογικά μηδική, ο προβατοτρόφος Γιάννης Ανεστόπουλος, από τη Φθιώτιδα, καλύπτει περίπου το 50% της διατροφής των βιολογικά εκτρεφόμενων προβάτων του, ενώ προμηθεύεται για το σιτηρέσιο καλαμπόκι, σιτάρι, κριθάρι και βρόμη σε συμπυκνωμένες ζωοτροφές. «Με αυτήν τη διατροφή, ένα καλό ζώο θα σου δώσει γύρω στα 1,7-1,8 λίτρα γάλα ημερησίως για 7-8 μήνες», σχολιάζει. |
«να βγάλουμε όσο περισσότερο τονάζ μπορούμε, να το πουλήσουμε και να σηκωθούμε να φύγουμε»
«Το μεγαλύτερο πρόβλημα για έναν καλλιεργητή –που δεν είναι παράλληλα και κτηνοτρόφος– είναι αυτό της διάθεσης», επισημαίνει ο αντιπρόεδρος του συνεταιρισμού ΘΕΣγη, Βαγγέλης Παναγιώτου. Σε ό,τι αφορά τους καλλιεργητές, χρειάζεται θέληση, προσοχή στη λεπτομέρεια και αλλαγή νοοτροπίας για να κάνουν τη διαφορά. «Η νοοτροπία που συνήθως κυριαρχεί είναι να βγάλουμε όσο περισσότερο τονάζ μπορούμε, να το πουλήσουμε και να σηκωθούμε να φύγουμε», εξηγεί. Ωστόσο, για τους παραγωγούς του συνεταιρισμού που διαθέτουν ένα σημαντικό ποσοστό καλλιεργειών πρωτεϊνούχων φυτών, η αναζήτηση νέων τρόπων βελτίωσης των αποδόσεων και κατ’ επέκταση του εισοδήματος τους μέσα από πιλοτικά προγράμματα και πειραματικές τεχνικές, είναι κάτι που αποτελεί επιδίωξη.
Αύξηση της πρωτεΐνης στη μηδική
Μία τέτοια προσπάθεια είναι αυτή που κάνουν εδώ και περίπου τρία χρόνια, εφαρμόζοντας μία τεχνική που προέρχεται από την Αμερική, μετά από παρότρυνση του κτηνιάτρου που κάνει τα σιτηρέσια στον συνεταιρισμό κτηνοτρόφων ΘΕΣγάλα. Η πειραματική αυτή τεχνική εφαρμόζεται στην καλλιέργεια μηδικής και αποσκοπεί στην παραγωγή προϊόντος που συνδυάζει τη μέγιστη δυνατή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη, την καλή πεπτικότητα και τις μέγιστες αποδόσεις, κάτι που μπορεί να αντικατοπτρίζεται στην τιμή. «Επειδή ως συνεταιρισμός μας ενδιαφέρει η ποιότητα, το συζητήσαμε και κάναμε μετρήσεις, για να διαπιστώσουμε ότι υπήρχαν τριφύλλια με 18% πρωτεΐνη και άλλα με 8 ή 10% και οι παραγωγοί μπορεί να τα αγόραζαν όλα στην ίδια τιμή», εξηγεί ο κ. Παναγιώτου. Στην τεχνική αυτή η διαφορά έγκειται στο ότι πρέπει κάποιος εξειδικευμένος συνεργάτης να κάνει ανάλυση και να δει στο συγκεκριμένο στάδιο ανάπτυξης την περιεκτικότητα πρωτεΐνης του φυτού, ώστε ο παραγωγός να αποφασίσει την κατάλληλη στιγμή για να κόψει. «Στο στάδιο της άνθισης, η μηδική έχει τη μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη, ωστόσο δεν έχει μεγάλη απόδοση σε τόνους, αυτή ανεβαίνει από τις 30 ημέρες και μετά, μόνο που τότε πέφτει η περιεκτικότητα», αναλύει ο κ. Παναγιώτου, εξηγώντας ότι με την τεχνική που εφαρμόζουν «ο κύκλος της μηδικής είναι στις 23-25 ημέρες και αναλόγως καιρού μπορεί να δώσει από 5-7 κοπές το χρόνο, άρα εκείνο στο οποίο διαφέρει είναι οι πιο συχνές κοπές και κάποιες στοχευμένες επεμβάσεις». Το όφελος από αυτό για τον κτηνοτρόφο μπορεί να είναι ακόμη και διπλάσια ενέργεια για το ζώο με την ίδια ποσότητα προϊόντος, ενώ αυξάνει και το εισόδημα του ίδιου. «Ένα μέρος των παραγωγών του συνεταιρισμού θέλησαν να το δοκιμάσουν κι είμαστε σε πειραματικό στάδιο, όπου εάν η περιεκτικότητα της πρωτεΐνης είναι κάτω από 14% ο παραγωγός θα χάνει 2 λεπτά και αντίστροφα, εάν είναι πάνω από 14%, θα παίρνει ένα επιπλέον λεπτό/ κιλό για κάθε παραπάνω μονάδα πρωτεΐνης κατά την πώληση», σχολίασε.