Η φιστικιά μέσα από τις καλές πρακτικές παραγωγής και την ευεργετικότητα των προϊόντων και των παραπροϊόντων της

του Γιώργου Ζακυνθινού, καθηγητή του Πανεπιστηµίου Δυτικής Αττικής

Παγκοσμίως παράγονται 1.363.334 τόνοι φιστικιού ετησίως. Το Ιράν είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός, με 551.307 τόνους παραγωγής, ακολουθούν οι ΗΠΑ με ετήσια παραγωγή 447.700 τόνων και τρίτη η Τουρκία, με 240.000 τόνους παραγωγής.

Η χώρα μας είναι έκτη στη διεθνή κατάταξη, μετά τη Συρία (28.800 τόνους), και είναι ελλειμματική σε παραγωγή φιστικιών (8.558 τόνους) από την αυτοκατανάλωση. Μέσα από προγράμματα στήριξης, θα μπορούσε να ενταχθεί σε ένα διαχρονικό πρόγραμμα αναδιάρθρωσης καλλιεργειών, έτσι ώστε να καλύπτει τις ανάγκες της κατανάλωσης χωρίς εισαγωγές.

Επιπλέον, θα μπορούσε να διευρύνει την παραγωγή της με εξωστρέφεια, μια και η τάση της παραγωγής και της κατανάλωσης είναι αυξητική παγκοσμίως και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια πολύ μεγάλη αγορά.

Απαραίτητη είναι και η μέριμνα για το γενετικό υλικό και την αναδιάρθρωση τόσο της μονοποικιλιακής παραγωγής (ποικιλία Αιγίνης) όσο και της χρήσης των υποκειμένων, αφού το μοναδικό Pistacia terebinthus, που χρησιμοποιείται, παρουσιάζει σημαντικά φυτοπαθολογικά προβλήματα.

Παγκόσμιο ποικιλιακό δυναμικό

Στο ποικιλιακό δυναμικό κυριαρχούν το Ιράν και η Καλιφόρνια. Κοινό χαρακτηριστικό είναι η αργή είσοδος στην καρποφορία. Όλες έχουν μια περίοδο νεανικότητας για 5-6 χρόνια και στην πλήρη καρποφορία μπαίνουν στα 10-12 χρόνια. Καθώς η καλλιέργεια της φιστικιάς περιλαμβάνει δίοικα δέντρα, είναι αναγκαία η παρουσία των αρσενικών ποικιλιών.

Το Ιράν έχει περισσότερες από 70 ποικιλίες και γονότυπους θηλυκών φιστικιών και μεγάλο αριθμό αρσενικών γονότυπων, κάνοντάς το μία από τις σημαντικότερες γενετικές τράπεζες φιστικιού στον κόσμο. Τα πιο διάσημα είδη φιστικιών στο Ιράν είναι: Kalleghuchi, Ouhadi, Momntaz και Bandami. Η Καλιφόρνια τώρα περιλαμβάνει πολύ μικρότερο ποικιλιακό δυναμικό με κυρίαρχη θηλυκή ποικιλία την Κerman (το 97% των φιστικιών που καλλιεργούνται στις Ηνωμένες Πολιτείες), η οποία κυκλοφόρησε το 1957, με μεγάλες αποδόσεις μεγάλου ανοιχτού πράσινης κίτρινης ψίχας και εντυπωσιακή εμφάνιση, χωρίς βέβαια χαρακτηριστική γεύση.

Στη συνέχεια, νέες ποικιλίες έκαναν την εμφάνισή τους το 2005, όπως η Gumdrop, η Golden Hills ή Lost hills, ενώ επίσης για χρόνια κυρίαρχη αρσενική ποικιλία ήταν η Peters, η οποία παράγει άφθονη γύρη για περισσότερες από δύο εβδομάδες. Νέα αρσενική ποικιλία είναι η Randy, με κορυφαία ανθοφορία περίπου δέκα ημέρες νωρίτερα από την Peters.

Οι σημαντικότερες ποικιλίες που καλλιεργούνται σε άλλες χώρες είναι οι εξής:

✱ Συρία: Ashouri, Red Oulemi, Batouri.

✱ Τουρκία: Ozoun, Kirmizi, Hallep, Sirt.

✱ Ελλάδα: Λάρνακα, Αίγινα και Ποντίκη.

✱ Ισπανία: Kerman, Αίγινα, Mateur (τυνησιακής προέλευσης) και Λάρνακα.

✱ Ιταλία: Bianca ή συνώνυμο με τη Napoletana.

✱ Αυστραλία: Sirora.

Το πράσινο της ψίχας και η περιεκτικότητα και αναλογία των λιπαρών οξέων αξιολογούνται στα ποιοτικά χαρακτηριστικά εκείνων των ποικιλιών που κατευθύνονται στη βιομηχανία.

Υποκείμενα

Η ασθένεια Verticillium wilt που μεταδίδεται από το έδαφος ήταν η αιτία εξεύρεσης νέων ανθεκτικών υποκειμένων. Η βιομηχανία φιστικιών της Καλιφόρνια σχεδόν κατέρρευσε πρόωρα τη δεκαετία του 1970, όταν ολόκληροι οπωρώνες άρχισαν να σβήνουν από αυτή την ασθένεια.

Στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, το P.integerrima βρέθηκε να είναι ανθεκτικό στο Verticillium Wilt. Το 1980, το φυτώριο Pioneer κατοχύρωσε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το Integerrima ως Pioneer Gold Ι και έγινε το βιομηχανικό πρότυπο για πολλά χρόνια. Το Integerrima είναι ζωηρό και έχει υψηλό ποσοστό επιτυχίας εμβολιασμού. Έχει καλή ανοχή στην αλατότητα, αλλά δεν είναι πολύ ανεκτικό στο κρύο. Το UC Berkley Ι (UCB I), υβρίδιο του P. atlantica και P.integerrima, είναι ανθεκτικό στον μαρασμό του Βερτιτσιλίου και ανεκτικό στην αλατότητα.

Οι οπωρώνες που φυτεύονται με αυτό το υποκείμενο είναι πιο ομοιόμορφοι, με λιγότερη μεταβλητότητα από δέντρο σε δέντρο. Το UCB-1 είναι δημιούργημα του πανεπιστημίου του Davis. Τέλος, το Pistacia terebinthus, που έχουμε και στη χώρα μας, δεν χρησιμοποιείται, λόγω της ευαισθησίας του στο Βερτιτσίλιο και στη φυτόφθορα.

Παγκόσμια αγορά και τάσεις

Η παγκόσμια αγορά φιστικιού αποτιμήθηκε σε 3,9 δισ. δολάρια ΗΠΑ το 2021 και αναμένεται να φτάσει τα 5,3 δισ. δολάρια ΗΠΑ έως το 2029, καταγράφοντας ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης (CAGR) 3,7%.

Η Ευρώπη είναι η δεύτερη μεγαλύτερη αγορά για τα φιστίκια (μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες), αλλά η μεγαλύτερη περιοχή εισαγωγής στον κόσμο, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 1/3 του συνολικού παγκόσμιου εμπορίου.

Οι ευρωπαϊκές εισαγωγές φιστικιών αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 3,8% σε όγκο την περίοδο 2014-2018. Το 28% όλων των εισαγωγών από χώρες εκτός Ευρώπης προέρχεται από αναπτυσσόμενες χώρες.

Τα επόμενα πέντε χρόνια, η ευρωπαϊκή αγορά φιστικιών είναι πιθανό να αυξηθεί με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 4%-6%. Οι τακτικές διακυμάνσεις των εισαγωγών θα συνεχίσουν να επηρεάζονται από τον όγκο των συγκομιδών και τις διακυμάνσεις των τιμών και όχι από τις μεταβολές της ζήτησης. Περισσότερο από το 30% των φιστικιών διακινείται εντός της Ευρώπης (το λεγόμενο ενδο-ευρωπαϊκό εμπόριο).

Το εσωτερικό ευρωπαϊκό εμπόριο συνίσταται στην απλή επανεξαγωγή εισαγόμενων ακατέργαστων φιστικιών, αλλά ένα πολύ σημαντικό μέρος συνίσταται στο εμπόριο μεταποιημένων φιστικιών προστιθέμενης αξίας (αλάτισμα, καρύκευμα και ψήσιμο).

Οι ευρωπαϊκές εισαγωγές από αναπτυσσόμενες χώρες αυξήθηκαν τα τελευταία πέντε χρόνια, από 20.000 τόνους το 2014 σε 23.000 τόνους το 2018. Η Γερμανία είναι η μεγαλύτερη στην Ευρώπη και η δεύτερη μεγαλύτερη εισαγωγέας φιστικιών στον κόσμο (μετά την Κίνα). Η αξία των γερμανικών εισαγωγών ήταν συνολικά 364 εκατ. ευρώ το 2018, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 35% των συνολικών εισαγωγών της ΕΕ.

Οι γερμανικές εισαγωγές αυξήθηκαν σε όγκο κατά 5,9% ετησίως μεταξύ 2014 και 2018, φτάνοντας τους 42.000 τόνους. Η Γερμανία είναι η ευρωπαϊκή χώρα με το μεγαλύτερο μερίδιο εισαγωγών φιστικιών με κέλυφος. Το 2018, εισήγαγε 10.600 τόνους κελυφωτών φιστικιών, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 47% των συνολικών ευρωπαϊκών εισαγωγών.