Με φόρα από τα λιγοστά αποθέματα ανοίγει φέτος η αγορά στο σκληρό σιτάρι

Με σαφώς καλύτερες προϋποθέσεις φαίνεται ότι θα ξεκινήσει φέτος για τους παραγωγούς η συγκομιδή της νέας σοδειάς σκληρού σιταριού. Καθώς πλησιάζουμε προς τον αλωνισμό και εν μέσω των ιδιαίτερων συνθηκών που έχει διαμορφώσει σε επίπεδο ζήτησης η πανδημία του κορωνοϊού, αρχίζουν σιγά σιγά να διαφαίνονται οι συνθήκες εκείνες που θα δώσουν κατεύθυνση στη φετινή αγορά:

1) Τα αποθέματα, τόσο κατά τόπους όσο και σε διεθνές επίπεδο, βρίσκονται σε πτωτική τροχιά. Το Διεθνές Συμβούλιο Σιτηρών (IGC) ήδη προέβλεπε ότι η φετινή εμπορική σεζόν θα τελειώσει με μειωμένο κατά 22% στοκ σε σχέση με πέρυσι και οι πιο πρόσφατες προβλέψεις του μιλούν για περαιτέρω πτώση 7% την επόμενη χρονιά, δεδομένου ότι στο «μέτωπο» της παραγωγής αναμένει αύξηση μόλις 6% για φέτος σε παγκόσμιο επίπεδο. Εφόσον η εκτίμηση αυτή επιβεβαιωθεί, θα πρόκειται για το χαμηλότερο επίπεδο παγκόσμιων αποθεμάτων την τελευταία 12ετία.

2) Οι μύλοι εξακολουθούν να δουλεύουν… υπερωρίες, αφενός για να καλύψουν την αυξημένη ζήτηση, αφετέρου για να αναπληρώσουν το αποθέματα σε τελικό προϊόν που κάθε εργοστάσιο θέλει να έχει στις αποθήκες του. Mετά την αρχική έκρηξη, οι πωλήσεις ζυμαρικών στο λιανεμπόριο μοιάζουν να έχουν εξομαλυνθεί, όμως η ζήτηση αναμένεται να παραμείνει ισχυρή για αρκετές εβδομάδες ακόμη. Εν μέσω των δυσοίωνων προβλέψεων για την παγκόσμια ανάπτυξη άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα ζυμαρικά παραμένουν ένα βασικό και, ταυτόχρονα, προσιτό είδος διατροφής, ενώ σύντομα στο παιχνίδι θα μπει ξανά και η μαζική εστίαση, έστω και με αρκετά χαμηλότερο (σε σχέση πάντα με την «προ Covid-19» εποχή) τονάζ.

3) Οι δυο παραπάνω συνθήκες έχουν ήδη οδηγήσει τις προηγούμενες εβδομάδες σε μια αύξηση των τιμών του σκληρού σιταριού, η οποία βέβαια, όπως έγραψε ξανά η «ΥΧ», δεν μπορεί να συγκριθεί με το «μίνι-ράλι» που πραγματοποίησε στο ίδιο περίπου διάστημα το μαλακό.

Αυτό, γιατί η ανάγκη για αύξηση των αλέσεων βρήκε τις περισσότερες μακαρονοποιίες με αρκετό στοκ πρώτης ύλης στις αποθήκες τους ενώ, καθώς πλησιάζουμε προς τη νέα σοδειά και με δεδομένο ότι στο σκληρό δεν είχαμε «κρούσματα» περιορισμού ή αναστολής των εξαγωγών από μεγάλες παραγωγικές χώρες (όπως συνέβη στο μαλακό), οι φόβοι για μη διαθεσιμότητα σιταριού ήταν ανύπαρκτοι.

Κράτησε το «+10» η Φότζια

Παρ’ όλα αυτά, στις 8 Απριλίου, οι τιμές στη Φότζια ενισχύθηκαν κατά 10 ευρώ/τόνο και παρέμειναν εκεί για τις επόμενες δύο εβδομάδες, με αποτέλεσμα η πρώτη ποιότητα (ειδικό βάρος 80 kg/hl, υαλώδη 80%, πρωτεΐνη 12%) να διαπραγματεύεται μεταξύ 305 και 310 ευρώ/τόνο και η αμέσως επόμενη (ειδικό βάρος 78 kg/hl, υαλώδη 70%, πρωτεΐνη 11,5%) μεταξύ 300-305 ευρώ/τόνο (τιμές αποθήκης παραγωγού). Σημειωτέον ότι στα ίδια περίπου επίπεδα έχουν σταθεροποιηθεί και οι τιμές του καναδέζικου και του γαλλικού σκληρού σιταριού, με τις καλύτερες ποιότητες του πρώτου να φτάνουν σήμερα στην Ευρώπη στα 300-305 ευρώ/τόνο και το αντίστοιχων προδιαγραφών γαλλικό να πωλείται στα 310 ευρώ/τόνο CIF. Στην ελληνική αγορά, τα 287 ευρώ/τόνο FOB, που ακούστηκαν πρόσφατα, είναι η υψηλότερη τιμή εξαγωγής για τη φετινή εμπορική χρονιά που φτάνει σιγά-σιγά στο τέλος της.

Οι «παγίδες» του Ιουλίου

Αν και δεν θα πρέπει να αποκλειστεί μια «διόρθωση» των διεθνών τιμών το αμέσως επόμενο διάστημα, όλα δείχνουν ότι η αγορά έχει κατοχυρώσει τουλάχιστον τα επίπεδα του πρώτου ανοδικού «κύματος» που καταγράφηκε το περασμένο φθινόπωρο, όταν μέσα σε λίγες εβδομάδες οι τιμές ανέβηκαν 35-40 ευρώ/τόνο. Η κυρίαρχη εκτίμηση των αναλυτών είναι ότι θα φτάσουμε στον αλωνισμό με τιμές αυξημένες κατά τουλάχιστον 10%-15% σε σχέση με πέρυσι.

Ωστόσο, θα χρειαστεί προσεκτική διαχείριση από πλευράς παραγωγών, προκειμένου αφενός να επωφεληθούν από τη συγκυρία, αφετέρου να αποφύγουν την έκθεση στις πιέσεις που ενδεχομένως να ακολουθήσουν τον Ιούλιο, όταν θα βγουν στην αγορά οι σοδειές αρκετών άλλων χωρών, οπότε μοιραία και η προσφορά θα αυξηθεί.

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Υπαιθρος Χώρα»
την Παρασκευή 24 Απριλίου 2020