Έως κι ένα ευρώ φθηνότερα πωλούν οι Τούρκοι «ψαράδες»

Προβληματισμός στις εγχώριες ιχθυοκαλλιέργειες από τα μερίδια που κερδίζουν οι γείτονες με όπλο τις χαμηλές τιμές

alieia-infographic-min
Τις αντοχές των ελληνικών επιχειρήσεων ιχθυοκαλλιέργειας σε μια κρίσιμη χρονική στιγμή για τον κλάδο συνεχίζει να δοκιμάζει η επιθετική πολιτική των Τούρκων, οι οποίοι, με όπλο τις χαμηλές τιμές, διευρύνουν διαρκώς τα μερίδιά τους τόσο σε παραδοσιακές όσο και σε νέες αγορές.

Σύμφωνα με το τελευταίο δελτίο Τιμών του FAO Globefish, το ελληνικό λαβράκι των 350-400 γραμμαρίων πωλούνταν τον Οκτώβριο στην Ιταλία (Νο 1 εξαγωγικό προορισμό για τα ψάρια ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας, καθώς απορροφά το 44% της παραγωγής) έναντι 4,30 ευρώ/κιλό, ήτοι 70 λεπτά κάτω σε σχέση με έναν χρόνο πριν, ενώ μειωμένη κατά 10 λεπτά ήταν και η τιμή της τσιπούρας για το ίδιο διάστημα.

Παρόμοια είναι η εικόνα και στις υπόλοιπες αγορές:

Στην Ισπανία (δεύτερη μεγαλύτερη αγορά για τον κλάδο που απορροφά το 15% της παραγωγής και αντιπροσωπεύει το 16% των ελληνικών εξαγωγών), η τιμή για το λαβράκι 350-400 γραμμαρίων τον Οκτώβριο ήταν κατά μέσο όρο στα 4,34 ευρώ/κιλό, ενώ για την τσιπούρα ίδιου βάρος στα 4,24 ευρώ/κιλό.

“Η παραγωγή βιολογικής τσιπούρας και λαβρακιού δεν ξεπερνά το 0,7%, καθώς η ακριβότερη κατά 60% τιμή τους δεν βοηθά τη ζήτηση.”

Στη Γαλλία (τρίτη μεγαλύτερη αγορά για τον κλάδο όπου κατευθύνεται το 12% της εγχώριας παραγωγής και αντιπροσωπεύει το 13% των συνολικών εξαγωγών), η τιμή για το λαβράκι των 350-400 γραμμαρίων ήταν τον Οκτώβριο στα 4,35 ευρώ/κιλό ενώ για την τσιπούρα ίδιου βάρους στα 4,25 ευρώ/κιλό.

«Παγωμένο» καλοκαίρι

Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι οι πιέσεις στις τιμές το 2017, οι οποίες αποτυπώθηκαν και στην ετήσια έκθεση του Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών (ΣΕΘ), που δόθηκε στη δημοσιότητα την προηγούμενη εβδομάδα, εντάθηκαν μέσα στο 2018. Είναι χαρακτηριστικό, δε, ότι οι τιμές παρέμειναν συμπιεσμένες ακόμα και κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, περίοδο που παραδοσιακά οι τιμές ανεβαίνουν λόγω της αυξημένης ζήτησης.

“Η Ελλάδα αντιπροσωπεύει σχεδόν το 62% της παραγωγής τσιπούρας και λαβρακιού στην ΕΕ.”

Η αιτία για αυτό, σύμφωνα με τον FAO Globefish, πρέπει να αναζητηθεί τόσο στην αφθονία φθηνού -ελέω και της «άγρια» υποτιμημένης λίρας- τουρκικού ψαριού που συνεχίζει να «πλημμυρίζει» την αγορά (σ.σ. οι γείτονες έκλεισαν το 2017 με νέο ποσοτικό ρεκόρ) όσο και στην ανάκαμψη της ελληνικής παραγωγής τσιπούρας και λαβρακιού. Η τελευταία, σύμφωνα με την έκθεση του ΣΕΘ, έφτασε το 2017 τους 112.000 τόνους, σημειώνοντας αύξηση μετά από πέντε συνεχή χρόνια πτώσης, ενώ νέα αύξηση στους 117.000 τόνους προβλέπεται για το 2018.

Eξαρτημένη η Ελλάδα από τρεις αγορές

Ο FAO Globefish αφήνει να εννοηθεί ότι η χώρα μας εξακολουθεί να είναι ουσιαστικά εξαρτημένη από μεγάλες αγορές όπως η Ιταλία, η Γαλλία και η Ισπανία, σε αντίθεση με την Τουρκία, η οποία, όπως σημειώνει, «έχει να επιδείξει κάποια πρόοδο» στην εύρεση εναλλακτικών εξαγωγικών προορισμών.

Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με τον ΣΕΘ:

– Στην Ιταλία, η μέση τιμή της ελληνικής τσιπούρας το 2017 ήταν 4,68 ευρώ/κιλό, μειωμένη κατά 4,29% σε σχέση με το 2016, ενώ του λαβρακιού 5,42 ευρώ/κιλό, μειωμένη κατά 3,56%.

-Στην Ισπανία, η μέση τιμή της τσιπούρας ήταν 4,41 ευρώ/κιλό, μειωμένη κατά 4,75% σε σχέση με το 2016, ενώ του λαβρακιού 4,71 ευρώ/κιλό, μειωμένη κατά 9,77%.

-Στη Γαλλία, η μέση τιμή της τσιπούρας ήταν 4,60 ευρώ/κιλό, μειωμένη κατά 7,82% σε σχέση με έναν χρόνο πριν και του λαβρακιού 5,66 ευρώ/κιλό, μειωμένη κατά 8,86%.

Ανερχόμενες δυνάμεις Ισπανία και Κροατία

Η αυξημένη διείσδυση της Τουρκίας σε όλες τις παραδοσιακές και νέες αγορές, με μοχλό, όπως προαναφέραμε, τις χαμηλές τιμές στις οποίες παίζουν τον ρόλο τους και οι κρατικές ενισχύσεις που λάμβαναν μέχρι πρόσφατα οι Τούρκοι παραγωγοί, έχει εύλογα προκαλέσει προβληματισμό στον εγχώριο κλάδο. Όπως επισημαίνεται στη έκθεση του ΣΕΘ, «σε ορισμένες αγορές η διαφορά (σ.σ. τιμής) μπορεί να πλησιάσει και το 1 ευρώ/κιλό, γεγονός που δημιουργεί συνθήκες άνισου ανταγωνισμού έναντι των Ευρωπαίων παραγωγών».

Το 2018 αναμένεται να παραχθούν 12,5 εκατ. ιχθύδια, δηλαδή 1,6% αύξηση σε σχέση με το 2017.

Την ίδια στιγμή, στο προσκήνιο έρχονται με γοργούς ρυθμούς και νέοι «παίκτες», όπως η Ισπανία και η Κροατία, που, όπως υπογραμμίζει ο ΣΕΘ, αυξάνουν σταδιακά την παραγωγή τους, υλοποιώντας παράλληλα και στοχευμένες εκστρατείες προώθησης».