GAIA ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ: Τα συμπεράσματα της μελέτης «Προκλήσεις στην παραγωγή, το εμπόριο και την αυτάρκεια των γεωργικών προϊόντων της χώρας»

Η μελέτη επιχειρεί να αποτιμήσει τον βαθμό επισιτιστικής ασφάλειας της χώρας και να εντοπίσει τα προϊόντα του πρωτογενούς τομέα που χαρακτηρίζονται ως ευάλωτα, μέσα από τον τεκμηριωμένο προσδιορισμό του βαθμού αυτάρκειας 57 προϊόντων φυτικής και 13 προϊόντων ζωικής παραγωγής. Στις σελίδες που ακολουθούν μπορείτε να βρείτε μέρος της μελέτης και συγκεκριμένα τη σύνοψη των συμπερασμάτων (3ο κεφάλαιο).

Ο αναγνώστης μπορεί να κατεβάσει δωρεάν ολόκληρη τη μελέτη από την ιστοσελίδα της GAIA ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ κάνοντας κλικ εδώ – ή στο εξώφυλλο της μελέτης στο τέλος του άρθρου.

Σύνοψη προκλήσεων και αυτάρκειας

Φυτική παραγωγή

Σημαντικές προκλήσεις αντιμετώπισαν οι καλλιέργειες της χώρας στο διάστημα των τελευταίων ετών. Κοινό χαρακτηριστικό αποτέλεσαν οι επιπτώσεις των δυσμενών καιρικών συνθηκών (παγετοί, καύσωνες, ξηρασία, πυρκαγιές) που έπληξαν σημαντικούς τομείς, κυρίως στις μόνιμες καλλιέργειες που αντιπροσωπεύουν σημαντικό μέρος του όγκου και της αξίας της φυτικής παραγωγής (φρούτα, ελαιοκομικά προϊόντα, προϊόντα αμπελοκομίας κ.ά.), σε συνδυασμό με τις σημαντικές επιπτώσεις των μέτρων της πανδημίας στη ζήτηση των προϊόντων.

Διεθνές εμπόριο

Ένα επόμενο κοινό χαρακτηριστικό των προκλήσεων στη φυτική παραγωγή ήταν ο περιορισμός του όγκου των εξαγωγών σε αγορές χωρών που παραμένουν ευάλωτες λόγω της εμπόλεμης σύρραξης, αλλά και σε γειτονικές που επηρεάζονται έμμεσα από αυτήν (Ρωσία, Ουκρανία, Λευκορωσία, Μολδαβία, χώρες της Βαλτικής) με αρνητικές επιπτώσεις σε μια σειρά προϊόντων (πυρηνόκαρπα φρούτα, κονσέρβες βερίκοκων, ακτινίδια, μανταρίνια, κηπευτικά).

Επιπλέον, σε όρους αξίας, οι εισαγωγές αγροτικών προϊόντων της χώρας παρουσίασαν στο πρώτο εξάμηνο του 2022 ρυθμό υπερδιπλάσιο των εξαγωγών με συνέπεια το εμπορικό ισοζύγιο του τομέα να καταγράψει έλλειμμα (-165,6 εκατ. ευρώ) έναντι πλεονάσματος στο αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου έτους (+373,2 εκατ. ευρώ). Σύμφωνα εξάλλου με νεότερες εκτιμήσεις (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ, εμπορευματικές συναλλαγές Ελλάδος, 7/11/2022) το έλλειμμα διευρύνθηκε περαιτέρω στο διάστημα Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2022 (-560,8 εκατ. ευρώ).

Η ανατροπή αυτή συνδέεται, σε ό,τι αφορά τα προϊόντα της φυτικής παραγωγής, κυρίως με τη σημαντική άνοδο των τιμών εισαγόμενων γεωργικών προϊόντων που χαρακτηρίζονται ως εμπορεύματα (σιτηρά, ρύζι, άλευρα, ελαιούχοι σπόροι και υπολείμματά τους, φυτικά έλαια, ζάχαρη κ.ά.), ενώ συνέβαλε και η έντονη ανατίμηση του δολαρίου έναντι του ευρώ που κατέστησε ακριβότερες τις εισαγωγές τους, μια και σημαντικό μέρος των εμπορευμάτων αυτών προέρχεται από τρίτες χώρες.

Από την άλλη πλευρά, η μικρότερη άνοδος των εξαγωγών προέρχεται από τη μείωση του όγκου και της αξίας εξαγωγής σε ελαιοκομικά προϊόντα (παρθένο ελαιόλαδο) και σε ορισμένα φρούτα (βερίκοκα, κεράσια, μήλα, εσπεριδοειδή, σταφύλια), αλλά και από τη μείωση του όγκου εξαγωγών σε ορισμένα κηπευτικά (επιτραπέζιες ντομάτες, καρπούζια, πεπόνια).

Γενικότερα, πάντως, στη διάρκεια του 2022 παρουσιάστηκε μείωση της κατανάλωσης νωπών φρούτων και λαχανικών σε βασικές αγορές του τομέα, η οποία σε συνδυασμό με την άνοδο του κόστους παραγωγής (ενέργεια, λιπάσματα, κόστος συσκευασίας και μεταφορών) και την έλλειψη εποχικών εργατών είχε ως συνέπεια τη μείωση του όγκου εξαγωγών (-4,3% στο οκτάμηνο 2022/2021) και τη χαμηλή επίδοση στην αξία τους (στοιχεία Incofruit-Ηellas, 31/10/2022).

Δημητριακά

Στα δημητριακά, επισημαίνεται η πτώση της παραγωγής σιτηρών λόγω της συχνής επικράτησης δυσμενών καιρικών συνθηκών στο διάστημα των τελευταίων ετών, ενώ κρίσιμο ζήτημα αποτελεί η μεγάλη και αυξανόμενη εξάρτηση από εισαγωγές, με συνέπεια τον χαμηλό βαθμό αυτάρκειας στο μαλακό σιτάρι και τον αραβόσιτο και με σχετικά καλύτερη επίδοση στο κριθάρι και τη βρώμη. Αντίθετα, σε υψηλό επίπεδο βρίσκεται η αυτάρκεια στο ρύζι και το σκληρό σιτάρι.

Οι προβλέψεις στην εγχώρια παραγωγή σιτηρών το 2022 είναι δυσμενείς, ενώ ο εφοδιασμός σε μαλακό σιτάρι που αποτελεί πρώτη ύλη για την παρασκευή βασικών προϊόντων διατροφής (άλευρα αρτοποιίας, αρτοσκευάσματα και συναφή προϊόντα) παρουσιάζει έντονη αβεβαιότητα.

Ζήτημα εξάλλου προκύπτει στη βραχυπρόθεσμη κάλυψη των αναγκών σε ζωοτροφές από αραβόσιτο, μια και λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών αναμένεται πτώση της παραγωγής στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία που αποτελούν από κοινού τους σημαντικότερους προμηθευτές της χώρας σε αραβόσιτο, μαλακό σιτάρι και κριθάρι. Η άνοδος των τιμών των σιτηρών στη διάρκεια του 2022 μετρίασε κάπως τις απώλειες των παραγωγών από την εκρηκτική άνοδο του κόστους των εισροών (ενέργεια, λιπάσματα).

Από την άλλη πλευρά, όμως, συνέβαλε στη μεγάλη άνοδο του κόστους των ζωοτροφών, η αναμενόμενη έλλειψη των οποίων, ιδιαίτερα στις ζωοτροφές από αραβόσιτο και κριθάρι, αποτελεί εξέλιξη με ισχυρό αρνητικό αντίκτυπο στην κτηνοτροφία της χώρας. Στο ρύζι, οι αθρόες εισαγωγές από ορισμένες ασιατικές χώρες εξακολουθούν να αποτελούν την πλέον κρίσιμη πρόκληση στην Ελλάδα (και την ΕΕ). Ωστόσο, οι ελληνικές εξαγωγές ρυζιού παραμένουν σημαντικές.

Βαμβάκι

Στο βαμβάκι, δεν τίθεται θέμα αυτάρκειας, μια και η παραγωγή εκκοκκισμένου προϊόντος παραμένει πολλαπλάσια της κατανάλωσης. Σε ετήσια βάση οι εξαγωγές ενισχύθηκαν το 2021, παρά τον περιορισμό στην έκταση και την παραγωγή σύσπορου βαμβακιού, με όγκο 382.000 τόνων και αξία που υπερέβη το ύψος των 682 εκατ. ευρώ, ωθούμενες από την άνοδο των τιμών. Οι προοπτικές στην εγχώρια αγορά βαμβακιού θεωρούνται, προς το παρόν, ευνοϊκές μια και στο οκτάμηνο του 2022 καταγράφεται σημαντική άνοδος της αξίας εξαγωγών ως προς το αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου έτους, λόγω της μεγάλης ανόδου της εγχώριας μέσης τιμής εξαγωγής.

Στο διάστημα, ωστόσο, της περιόδου 2022/2023 οι προοπτικές στις εξαγωγές του προϊόντος δεν φαίνονται ενθαρρυντικές, μια και αναμένεται να επηρεαστούν από τις μειωμένες ανάγκες της Τουρκίας, που εξακολουθεί να αποτελεί την κυριότερη χώρα προορισμού. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι η Τουρκία αποτελεί τον κυριότερο προμηθευτή εισαγωγών της χώρας σε νήματα από βαμβάκι, το εμπορικό ισοζύγιο των οποίων παραμένει αρνητικό.

Πυρηνόκαρπα φρούτα

Στα πυρηνόκαρπα φρούτα αντιμετωπίζονται κρίσιμες προκλήσεις στο επίπεδο του παραγωγικού δυναμικού λόγω των έντονων και συχνά απότομων διακυμάνσεων της παραγωγής εξαιτίας δυσμενών καιρικών συνθηκών, με συνέπεια τη μεγέθυνση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο εξαγωγικός προσανατολισμός του τομέα στα νωπά προϊόντα επί σειρά ετών.

Ανάλογες προκλήσεις αντιμετωπίζονται και σε άλλα είδη φρούτων, ενώ κοινό ζήτημα αποτελεί η μεγάλη άνοδος του κόστους παραγωγής λόγω της εκτίναξης των τιμών ορισμένων εισροών (ενέργεια, λιπάσματα), σε συνδυασμό με τις χαμηλές τιμές παραγωγού, αλλά και με την έλλειψη εποχικών εργατών για τη συγκομιδή των προϊόντων. Πάντως, ο βαθμός αυτάρκειας στα αναφερόμενα προϊόντα παραμένει σε υψηλό επίπεδο με καλύτερη επίδοση στα ακτινίδια και μικρότερη στα αχλάδια.

Στα ροδάκινα και στα νεκταρίνια, οι επιπτώσεις των αναφερόμενων προκλήσεων οτο παραγωγικό δυναμικό είχε ως συνέπεια την έντονη μείωση του όγκου εξαγωγών, ιδιαίτερα αισθητή το 2021. Επιπλέον, στη διάρκεια του 2022, παρά τη βελτίωση της κατάστασης στην ευρωπαϊκή αγορά και την ενίσχυση των εξαγωγών, καταγράφεται έντονη μείωση στις τιμές παραγωγού που εξακολουθούν να υπολείπονται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Στα βερίκοκα και στα αχλάδια οι εξαγωγές παρουσίασαν μείωση το 2021, αλλά η κατάσταση φαίνεται να βελτιώνεται το 2022. Αντίθετα, στα κεράσια η πτωτική πορεία των εξαγωγών συνεχίστηκε.

Άλλα φρούτα

Στα μήλα, η εγχώρια αγορά εξακολουθεί να αντιμετωπίζει έντονο (έως αθέμιτο) ανταγωνισμό από φθηνά και μη ελεγχόμενα εισαγόμενα προϊόντα, ενώ προβληματίζει η πτωτική πορεία των εξαγωγών στη διάρκεια του 2022. Στα ακτινίδια, η καλλιέργεια διατηρεί τον δυναμισμό και την εξωστρέφειά της, με σημαντική άνοδο της παραγωγής και των εξαγωγών. Έντονος ωστόσο παραμένει ο προβληματισμός των παραγωγών λόγω της καθήλωσης των τιμών εξαγωγής.

Εσπεριδοειδή

Στα εσπεριδοειδή, το εμπορικό ισοζύγιο, με εξαίρεση τα λεμόνια, παραμένει θετικό στην τριετία 2018-2020, με μέσο όρο όγκου εξαγωγών της τάξεως των 414.000 τόνων, ενώ η αυτάρκεια στα σημαντικότερα προϊόντα βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο, με καλύτερη επίδοση στα μανταρίνια και μικρότερη στα λεμόνια.

Στη συνέχεια, όμως, καταγράφεται μείωση της εγχώριας παραγωγής εσπεριδοειδών λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών, ενώ οι χαμηλές τιμές παραγωγού και οι φθηνές εξαγωγές σε ορισμένες βαλκανικές χώρες εξακολουθούν να αποτελούν τις κυριότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο τομέας.

Στα πορτοκάλια, η μέση τιμή παραγωγού παραμένει χαμηλή το 2022 και εξακολουθεί να υπολείπεται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ πτώση καταγράφεται στον όγκο και στην αξία εξαγωγών, με σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στο παραγωγικό δυναμικό λόγω της εκτίναξης του κόστους των εισροών. Στα μανταρίνια και στα λεμόνια, οι εξαγωγές ενισχύθηκαν το 2021.

Ωστόσο, οι φθηνές εξαγωγές σε ορισμένες βαλκανικές χώρες, που απορροφούν σημαντικό μέρος των εξαγόμενων εσπεριδοειδών της χώρας, εξακολουθούν να αποτελούν την κρισιμότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει ο τομέας επί σειρά ετών. Αρνητικές εξάλλου παραμένουν οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές στην αγορά εσπεριδοειδών της ΕΕ.

Κηπευτικά

Η καλλιέργεια κηπευτικών αντιμετώπισε σημαντικές προκλήσεις στο διάστημα της τριετίας 2018-2020 με κάμψη της εγχώριας παραγωγής λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών, σε συνδυασμό με τον περιορισμό της ζήτησης ως συνέπεια των επιπτώσεων των μέτρων της πανδημίας.

Στα περισσότερα προϊόντα η εγχώρια παραγωγή καλύπτει την κατανάλωση με υψηλότερο βαθμό αυτάρκειας σε ορισμένα (φράουλες, καρπούζια, αγγούρια) και μικρότερο σε άλλα (πιπεριές, πεπόνια, επιτραπέζιες ντομάτες, λάχανα, κρεμμύδια). Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις (πατάτες, σπανάκι, μαρούλι) η παραγωγή εξακολουθεί να υπολείπεται της κατανάλωσης. Επιπλέον, σε ορισμένα σημαντικά, από άποψη όγκου, προϊόντα (επιτραπέζιες ντομάτες, καρπούζια, πατάτες) το 2021 καταγράφεται σημαντική μείωση της εγχώριας παραγωγής λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών, ενώ οι τιμές παραγωγού παραμένουν χαμηλές και αδυνατούν να καλύψουν τη μεγάλη άνοδο του κόστους παραγωγής στη διετία 2021-2022.

Η εξαγωγική δραστηριότητα μειονεκτεί στις επιτραπέζιες ντομάτες λόγω των φθηνών εξαγωγών, ενώ η μέση τιμή παραγωγού σε ορισμένα προϊόντα παραμένει σημαντικά μικρότερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η εγχώρια παραγωγή καρπουζιών δοκιμάστηκε από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες και από τον περιορισμό της ζήτησης, αλλά η εξαγωγική δραστηριότητα παραμένει σημαντική.

Στις πατάτες η πτώση της παραγωγής, η μειωμένη ζήτηση από τις συνέπειες της πανδημίας, το αυξανόμενο κόστος παραγωγής, αλλά και η μεγάλη εξάρτηση από εισαγωγές σε νωπά και μεταποιημένα προϊόντα εξακολουθούν να αποτελούν τις κυριότερες προκλήσεις.

Δυναμική, ωστόσο, παραμένει η ανάπτυξη στην καλλιέργεια φράουλας που καταγράφει συνεχή άνοδο στον όγκο και στην αξία εξαγωγών, αλλά χωρίς βελτίωση των τιμών εξαγωγής. Όπως φαίνεται, πάντως, οι επιπτώσεις από την απώλεια εξαγωγών στις χώρες της εμπόλεμης ζώνης έχουν μετριαστεί.

Όσπρια

Τα καρποδοτικά όσπρια διακρίνονται για την υψηλή διατροφική τους αξία και για τη σημαντική συμβολή τους στην αειφορία των γεωργικών εκμεταλλεύσεων με τον εμπλουτισμό του εδάφους με άζωτο, περιορίζοντας την εξάρτηση από αζωτούχα λιπάσματα, ιδιότητα κρίσιμης σημασίας στη σημερινή συγκυρία που χαρακτηρίζεται από την εκτίναξη των τιμών τους. Εντούτοις, η εγχώρια αγορά κατακλύζεται από φθηνά εισαγόμενα προϊόντα προερχόμενα κυρίως από τρίτες χώρες, με συνέπεια το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας στα ξερά όσπρια να παραμένει αρνητικό επί σειρά ετών, ζήτημα που αποτελεί την κυριότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει ο τομέας.

Τα ρεβίθια αποτελούν το σημαντικότερο, από άποψη όγκου, προϊόν, αλλά η εγχώρια παραγωγή καλύπτει μέρος της κατανάλωσης. Η κατάσταση στις εισαγωγές ρεβιθιών δεν μεταβλήθηκε το 2021 με το Μεξικό να εξακολουθεί να καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του όγκου, ενώ σε πολύ χαμηλό επίπεδο βρίσκονται οι εξαγωγές.

Στα φασόλια, η εγχώρια παραγωγή αποτελεί μέρος της κατανάλωσης και ο βαθμός αυτάρκειας παραμένει χαμηλός, με τον Καναδά και τπν Κίνα να καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών. Χαμηλός επίσης παραμένει ο βαθμός αυτάρκειας στις φακές, με τον Καναδά και τις ΗΠΑ να αποτελούν τους κυριότερους προμηθευτές. Στα κουκιά και τα λαθούρια η εγχώρια παραγωγή καλύπτει ικανοποιητικά την κατανάλωση, αλλά ο ανταγωνισμός παραμένει έντονος λόγω των φθηνών εισαγωγών από την Τουρκία. Μέρος των αναγκών καλύπτει η εγχώρια παραγωγή στον αρακά και με σημαντική άνοδο των εισαγωγών το 2021, προερχόμενων κυρίως από τη Γερμανία και τη Βουλγαρία.

Η καλλιέργεια κτηνοτροφικών ψυχανθών αποκτά ιδιαίτερη σημασία για την κάλυψη των αναγκών της χώρας σε ζωοτροφές λόγω της υψηλής διατροφικής αξίας των σπερμάτων τους, αλλά και εξαιτίας της ικανότητάς τους να δεσμεύουν το άζωτο συνεισφέροντας στην αειφορία των εκμεταλλεύσεων.

Η Ελλάδα παραμένει αυτάρκης στα κυριότερα καρποδοτικά κτηνοτροφικά ψυχανθή (βίκος, λούπινα, μπιζέλια) με περιορισμένες εμπορικές συναλλαγές. Κρίσιμη πρόκληση στον τομέα αυτόν αποτελεί η ανάγκη περαιτέρω αξιοποίησης της καλλιέργειας λούπινων, τα σπέρματα των οποίων διαθέτουν υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες και μπορούν να υποκαταστήσουν μέρος, έστω, των συνεχώς αυξανόμενων εισαγωγών σόγιας και σογιάλευρου. Για τον σκοπό αυτόν θεωρείται απόλυτα αναγκαία η δημιουργία ισχυρών οργανώσεων παραγωγών για την υλοποίηση στοχευμένων επιχειρησιακών προγραμμάτων με την αξιοποίηση των πόρων που παρέχει η νέα ΚΑΠ.

Καρποί με κέλυφος

Οι καρποί με κέλυφος αποτελούν προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας και η καλλιέργειά τους αναπτύχθηκε σημαντικά στην Ελλάδα στο διάστημα των τελευταίων ετών. Εντούτοις, το εμπορικό ισοζύγιο είναι αρνητικό στα περισσότερα προϊόντα (καρύδια, αμύγδαλα, αράπικο φιστίκι, φουντούκια). Παραμένει, ωστόσο, θετικό στο κάστανο και στο κελυφωτό φιστίκι, δύο προϊόντα στα οποία η εγχώρια παραγωγή υπερκαλύπτει την κατανάλωση.

Η ζήτηση των προϊόντων βελτιώθηκε το 2021, αλλά οι ανάγκες της αγοράς καλύφθηκαν κυρίως με τη σημαντική αύξηση των εισαγωγών, αποτελώντας την κυριότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει ο τομέας. Στα κάστανα, οι εξαγωγές ενισχύθηκαν το 2021, αλλά η καλλιέργεια αντιμετωπίζει προβλήματα από ορισμένες προσβολές που εντάθηκαν στη διάρκεια του 2022. Σημαντική, επίσης, θεωρείται η ενίσχυση του όγκου και της αξίας εξαγωγών στα φιστίκια με κέλυφος.

Στα καρύδια, η εγχώρια παραγωγή παρουσίασε μεγάλη άνοδο το 2021 ως προς το προηγούμενο έτος, συνοδευόμενη όμως από αισθητή άνοδο των εισαγωγών. Στα αμύγδαλα, η εγχώρια παραγωγή περιορίστηκε το 2021, αλλά οι εξαγωγές ενισχύθηκαν. Ωστόσο, σημαντικό μέρος των αναγκών του προϊόντος εξακολουθεί να καλύπτεται με εισαγωγές.

Μεγάλη, επίσης, παραμένει η εξάρτηση από εισαγωγές στο αράπικο φιστίκι, με κυριότερους προμηθευτές την Αργεντινή και την Κίνα, αλλά και στα φουντούκια, με την Τουρκία να καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος. Επισημαίνεται ότι η ΕΕ παραμένει έντονα ελλειμματική στους καρπούς με κέλυφος σε όρους όγκου και αξίας εισαγωγών και κυριότερους προμηθευτές τις ΗΠΑ, την Τουρκία, τη Χιλή και το Ιράν. Υψηλή πάντως παραμένει η ζήτηση ορισμένων καρπών με κέλυφος (αμύγδαλα, καρύδια) στην παγκόσμια αγορά.

Ελαιοκομικά προϊόντα

Στα ελαιοκομικά προϊόντα στο διάστημα των τελευταίων ετών αντιμετωπίζονται κρίσιμες προκλήσεις στο επίπεδο του παραγωγικού δυναμικού λόγω των έντονων και συχνά απότομων διακυμάνσεων της παραγωγής εξαιτίας δυσμενών καιρικών συνθηκών, ιδιαίτερα αισθητών το 2021 στις επιτραπέζιες ελιές και σε μικρότερο βαθμό στο ελαιόλαδο.

Φυσικά, θέμα αυτάρκειας δεν τίθεται στα ελαιοκομικά προϊόντα, μια και η εγχώρια παραγωγή παραμένει πολλαπλάσια της κατανάλωσης λόγω του σημαντικού όγκου εξαγωγών. Παρά τη μείωση του όγκου στις περισσότερες επιμέρους κατηγορίες, η αξία εξαγωγών των ελαιοκομικών προϊόντων της χώρας υπερέβη το 2021 το ύψος του 1,16 δισ. ευρώ, σημειώνοντας άνοδο ως προς το προηγούμενο έτος, κυρίως λόγω της σημαντικής αύξησής της στο εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο.

Περιορισμένες εξάλλου παραμένουν οι εξαγωγές που κατευθύνθηκαν σε χώρες της εμπόλεμης ζώνης, αντιπροσωπεύοντας στο διάστημα της πενταετίας 2017-2021 μικρό μέρος του συνολικού όγκου.

Σε σχέση με τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές προβληματισμός επικρατεί από την άνοδο του κόστους παραγωγής ως συνέπεια της εκτίναξης των τιμών των εισροών (λιπάσματα, ενέργεια). Στην ΕΕ η παραγωγή ελαιόλαδου και επιτραπέζιων ελιών την περίοδο 2021/2022 αναμένεται να αυξηθεί ως προς την προηγούμενη.

Ωστόσο, οι εξαιρετικά δυσμενείς καιρικές συνθήκες που επικράτησαν στους ελαιώνες σημαντικών παραγωγικών χωρών της ΕΕ στο διάστημα Ιουλίου-Αυγούστου του 2022 αναμένεται να πλήξουν την παραγωγή ελαιοκομικών προϊόντων στην ΕΕ. Οι συνέπειες των ακραίων αυτών φυσικών φαινομένων προβλέπουν μεγάλη μείωση στην παραγωγή ελαιολάδου και επιτραπέζιών ελιών στις σημαντικότερες παραγωγικές χώρες της ΕΕ, με εξαίρεση την Ελλάδα, όπου αντίθετα προβλέπεται σημαντική άνοδος.

Ελαιούχοι σπόροι

Στους ελαιούχους σπόρους, ο ηλίανθος εξακολουθεί να αποτελεί το σημαντικότερο προϊόν, αλλά η εγχώρια παραγωγή δεν καλύπτει πλήρως την κατανάλωση και το εμπορικό ισοζύγιο του προϊόντος παραμένει ελλειμματικό. Η εγχώρια παραγωγή σπερμάτων ηλίανθου αναμένεται να περιοριστεί το 2022, ενώ αντιμετωπίζονται δυσκολίες στον εφοδιασμό της αγοράς, κυρίως εξαιτίας του περιορισμού των εξαγωγών από την Ουκρανία.

Η παραγωγή σπερμάτων ελαιοκράμβης βρίσκεται σε χαμηλό επίπεδο λόγω κλιματολογικών συνθηκών, αλλά και ως συνέπεια της μειωμένης απόδοσης λόγω της απαγόρευσης της χρήσης ορισμένων εντομοκτόνων. Πολύ μικρή εξάλλου παραμένει η παραγωγή σόγιας, με την εγχώρια αγορά να εξαρτάται απόλυτα από εισαγωγές, ο όγκος και η αξία των οποίων πολλαπλασιάστηκαν το 2021 με συνέπεια την εκτίναξη του κόστους των ζωοτροφών, ιδιαίτερα αισθητή στην πτηνοτροφία και στη χοιροτροφία. Σημαντική παραμένει η εγχώρια παραγωγή βαμβακόσπορου που υπερκαλύπτει την κατανάλωση, με μεγάλο άγκο εξαγωγών και άνοδο της μέσης τιμής εξαγωγής.

Στα φυτικά έλαια, επισημαίνεται η σημαντική μείωση της κατανάλωσης, με εξαίρεση το ελαιόλαδο, συνδεόμενη στενά με τη μεγάλη άνοδο των τιμών τους στη διάρκεια του τρέχοντος έτους. Πέραν του ελαιολάδου, το ηλιέλαιο εξακολουθεί να αποτελεί το κυριότερο προϊόν, καλύπτοντας όμως μέρος της κατανάλωσης μια και οι εισαγωγές παραμένουν μεγαλύτερες των εξαγωγών. Ζήτημα ωστόσο αποτελεί ο εφοδιασμός της εγχώριας αγοράς, κυρίως εξαιτίας του περιορισμού των εισαγωγών ηλιέλαιου από την Ουκρανία, αλλά και ως συνέπεια της αβεβαιότητας που επικρατεί στην ευρωπαϊκή αγορά.

Στο σογιέλαιο, η εγχώρια παραγωγή κάλυπτε πλήρως την κατανάλωση, αλλά το 2021 το εμπορικό ισοζύγιο του προϊόντος κατέστη αρνητικό λόγω της μεγάλης ανόδου των εισαγωγών. Στο βαμβακέλαιο, η εγχώρια παραγωγή εξακολουθεί να καλύπτει πλήρως την κατανάλωση, ενώ αντίθετα πολύ χαμηλός παραμένει ο βαθμός αυτάρκειας στο αραβοσιτέλαιο.

Αμπελοκομία

Στην αμπελοκομία η ζήτηση των προϊόντων περιορίστηκε δραστικά το 2020 λόγω των συνεπειών της πανδημίας, ενώ η επικράτηση δυσμενών καιρικών συνθηκών το 2021 μείωσε περαιτέρω την παραγωγή και τις εξαγωγές.

Στο κρασί, η εγχώρια παραγωγή την περίοδο αναφοράς καλύπτει πλήρως την κατανάλωση (βαθμός αυτάρκειας 102%), παρουσιάζοντας αισθητή άνοδο το 2021, με κάμψη του όγκου εξαγωγών, αλλά με βελτίωση της μέσης τιμής εξαγωγής. Οι κρισιμότερες προκλήσεις στην οινοπαραγωγή συνδέονται κυρίως με τη χαμηλή αναλογία στην αξία και στον όγκο εξαγωγής στα προϊόντα με γεωγραφικές ενδείξεις, ιδιαίτερα στα ΠΟΠ κρασιά, που διατίθενται με σημαντικά υψηλότερες τιμές.

Από την άλλη πλευρά, σημαντική πρόκληση στον τομέα εξακολουθούν να αποτελούν οι πολύ φθηνές εισαγωγές κρασιών από ορισμένες χώρες, σε συνδυασμό με την αποφυγή τήρησης (και ελέγχου) των ενδείξεων προέλευσης και σήμανσης. Στα επιτραπέζια σταφύλια, η εγχώρια παραγωγή υπερκαλύπτει την κατανάλωση στην περίοδο αναφοράς (βαθμός αυτάρκειας 130%). Το 2021 η παραγωγή του προϊόντος παρουσίασε οριακή μεταβολή, αλλά με σημαντική μείωση των εξαγωγών που, όπως φαίνεται, συνεχίζεται και το επόμενο έτος.

Στη σταφίδα η εγχώρια παραγωγή υπερκαλύπτει την κατανάλωση (βαθμός αυτάρκειας 234%), αλλά την περίοδο 2020/2021 καταγράφεται πτώση, ενώ παράλληλα η μείωση της ζήτησης, η διόγκωση των αποθεμάτων και η κατάρρευση των τιμών παραγωγού προκαλεσαν κρίση στην αγορά του προϊόντος. Σημαντικές εξάλλου ήταν οι επιπτώσεις από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες του 2021 με συνέπεια τον περαιτέρω περιορισμό της παραγωγής και των εξαγωγών, ενώ μείωση εκτιμάται το 2022 στην αξία εξαγωγών του προϊόντος.

Τευτλοκαλλιέργεια

Η καλλιέργεια τεύτλων για την παραγωγή ζάχαρης περιορίστηκε δραστικά στο διάστημα των τελευταίων ετών, ενώ η διακοπή της λειτουργίας της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης είχε ως συνέπεια το σύνολο σχεδόν των αναγκών του προϊόντος να καλύπτεται από εισαγωγές (βαθμός αυτάρκειας 1,9%).

Βαθμός αυτάρκειας βασικών προϊόντων
φυτικής παραγωγής
(μ.ό. 2018-2020, %)

Δημητριακά

Ρύζι

303,1

Σκληρό σιτάρι

133,2

Βρώμη

91,6

Κριθάρι

83,5

Αραβόσιτος

63,4

Μαλακό σιτάρι

25,1

Πυρηνόκαρπα φρούτα

Δαμάσκηνα

140,4

Κεράσια

135,0

Βερίκοκα

123,8

Ροδάκινα, νεκταρίνια

120,9

Άλλα φρούτα

Ακτινίδια

219,1

Μήλα

125,9

Αχλάδια

104,8

Εσπεριδοειδή

Μανταρίνια

222,6

Πορτοκάλια

148,6

Λεμόνια

92,2

Κηπευτικά

Φράουλες

237,5

Καρπούζια

168,5

Αγγούρια

134,3

Πιπεριές

108,5

Πεπόνια

108,0

Ντομάτες επιτραπέζιες

103,3

Λάχανο

101,9

Κρεμμύδια ξερά

99,3

Σπανάκι

98,4

Μαρούλια

97,8

Πατάτες

75,8

Καρποδοτικά όσπρια

Κουκιά, λαθούρια

90,4

Ρεβίθια

79,5

Αρακάς

75,1

Φασόλια ξερά

52,9

Φακές

49,1

Κτηνοτροφικά ψυχανθή

Λούπινα

100,9

Μπιζέλια

99,9

Βίκος

97,8

Καρποί με κέλυφος

Κάστανα

112,5

Φιστίκια κελυφωτά

108,5

Καρύδια

90,4

Αμύγδαλα

81,7

Φουντούκια

41,9

Φιστίκια αράπικα

35,1

Ελαιοκομικά προϊόντα

Ελιές επιτραπέζιες

865,5

Ελαιόλαδο

246,7

Ελαιούχοι σπόροι

Βαμβακόσπορος

185,9

Ελαιοκράμβη

96,6

Ηλίανθος

93,8

Σόγια

5,2

Φυτικά έλαια

Σογιέλαιο

106,8

Βαμβακέλαιο

100,6

Ηλιέλαιο

57,0

Αραβοσιτέλαιο

22,3

Φοινικέλαιο

0,0

Προϊόντα αμπελοκομίας, ζάχαρη

Σταφίδες

234,1

Σταφύλια επιτραπέζια

130,3

Κρασί

102,1

Ζάχαρη

1,9

 

✱ Από την ανάλυση των στοιχείων της αυτάρκειας στο σύνολο των 57 προϊόντων της φυτικής παραγωγής συμπεραίνεται ότι ένας σημαντικός αριθμός (25 προϊόντα) παρουσιάζει στο διάστημα της τριετίας 2018-2020 βαθμό αυτάρκειας μικρότερο του 100%. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται προϊόντα (11 περιπτώσεις) στα οποία η εγχώρια παραγωγή καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης, με βαθμό αυτάρκειας κυμαινόμενο από 90%-100% που θεωρείται ικανοποιητικός.

Ζήτημα ωστόσο αποτελεί η χαμηλή αυτάρκεια σε ορισμένα προϊόντα (7 περιπτώσεις) στα οποία ο βαθμός αυτάρκειας κυμαίνεται από 53%-83%, ενώ στην «κόκκινη» ζώνη βρίσκονται προϊόντα (7 περιπτώσεις) με βαθμό αυτάρκειας μικρότερο του 50%.

Η πρόκληση αυτή, πέραν της ανάγκης αντιμετώπισης των επιπτώσεων της τρέχουσας συγκυρίας, προϋποθέτει μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και εφαρμογή μέτρων πολιτικής για τη στήριξη του παραγωγικού δυναμικού, αλλά και για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ευάλωτων αυτών προϊόντων.

Ζωική παραγωγή

Η πλέον κρίσιμη πρόκληση που αντιμετωπίζει ο κλάδος της κτηνοτροφίας της χώρας αφορά το υψηλό κόστος των ζωοτροφών που εκτινάχθηκε στο διάστημα της διετίας 2021-2022 κυρίως εξαιτίας της έντονης ανόδου των τιμών σημαντικών πρώτων υλών (αραβόσιτος, σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, σόγια, σογιάλευρο) με συνέπεια τη σημαντική άνοδο των τιμών στα προϊόντα της ζωικής παραγωγής (κρέας, γαλακτοκομικά, τυροκομικά προϊόντα), αλλά και την επακόλουθη πτώση της κατανάλωσης, θέτοντας σε κρίση τον κλάδο στο σύνολό του.

Να σημειωθεί όμως ότι το υψηλό κόστος των ζωοτροφών στην Ελλάδα αποτελούσε ζήτημα επί σειρά ετών, μια και στο διάστημα της δεκαετίας 2012-2021 η δαπάνη τους αυξήθηκε με έντονο μέσο ετήσιο ρυθμό σε σχέση με τη στασιμότητα στην αξία της ζωικής παραγωγής, καλύπτοντας το 2021 το 96% της αξίας της, σύμφωνα με τις προσωρινές εκτιμήσεις της Eurostat (21/1/2022) για το συγκεκριμένο έτος.

Πρόκειται για εξαιρετικά υψηλό ποσοστό που απέχει σημαντικά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (61% στην ΕΕ), θέτοντας τη χώρα στη δυσμενέστερη θέση μεταξύ όλων των κρατών μελών της Ένωσης. Εντούτοις, στο διάστημα αυτό εντυπωσιάζει η απουσία ουσιαστικών μέτρων πολιτικής προκειμένου να αντιμετωπιστούν πολύχρονες αδυναμίες οργανωτικού και επενδυτικού χαρακτήρα, ενώ δεν φαίνεται να τυγχάνει υψηλής προτεραιότητας η ιεράρχηση κρίσιμων αναγκών του τομέα στο πλαίσιο του Στρατηγικού Σχεδίου της χώρας για την ΚΑΠ της νέας προγραμματικής περιόδου.

Κρέας

Στα προϊόντα κρέατος η εγχώρια παραγωγή στο διάστημα της τριετίας 2018-2020 καλύπτει πλήρως την κατανάλωση στο αιγοπρόβειο κρέας και σημαντικό μέρος στα κοτόπουλα. Αντίθετα, πολύ χαμηλή παραμένει η αυτάρκεια στο χοιρινό κρέας και ακόμα μικρότερη στο βόειο. Στο αιγοπρόβειο κρέας, η ζήτηση στην εγχώρια αγορά του προϊόντος στο διάστημα των τελευταίων ετών περιορίστηκε, ενώ η αξία και ο όγκος εξαγωγών ενισχύθηκαν στη διετία 2021-2022, αλλά με μικρή βελτίωση της μέσης τιμής εξαγωγής. Εξαιρετικά χαμηλός παραμένει ο βαθμός οργάνωσης της παραγωγής, με χαμηλές τιμές παραγωγού και μικρή αύξηση στη διάρκεια του 2022, που αδυνατεί να καλύψει τη μεγάλη άνοδο στο κόστος των ζωοτροφών, θέτοντας τον τομέα σε διαρκή και εντεινόμενη κρίση.

Στο κρέας κοτόπουλων το εμπορικό ισοζύγιο είναι αρνητικό, αλλά αναμένεται βελτίωση λόγω της ταχύτερης ανόδου των εξαγωγών στη διετία 2021-2022. Μειονέκτημα, πάντως, της εξαγωγικής δραστηριότητας αποτελούν οι φθηνές εξαγωγές κρέατος κοτόπουλων σε ορισμένες βαλκανικές χώρες, ενώ κρίσιμη πρόκληση για τις πτηνοτροφικές επιχειρήσεις του τομέα αποτελεί η σημαντική εξάρτησή τους από εισαγόμενες πρώτες ύλες ζωοτροφών (σόγια, σογιάλευρο), οι τιμές των οποίων παρουσίασαν έντονη άνοδο στη διάρκεια του 2022.

Στο χοιρινό κρέας η εγχώρια παραγωγή συρρικνώθπκε στο διάστημα των τελευταίων ετών καταγράφοντας περαιτέρω μείωση το 2021, με συνέπεια οι συνεχώς αυξανόμενες εισαγωγές να καλύπτουν ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης. Στο βόειο κρέας η εγχώρια αγορά εξακολουθεί να κυριαρχείται από εισαγωγές, ενώ πτωτική τάση παρουσιάζει η κατανάλωση του προϊόντος στην Ελλάδα και στην ΕΕ.

Αιγοπρόβειο γάλα, τυροκομικά προϊόντα

Στο γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα, επισημαίνεται η άνοδος του όγκου των παραδόσεων γάλακτος στα γαλακτομεία στο διάστημα της πενταετίας 2016-2020, ιδιαίτερα στο αιγοπρόβειο και σε μικρότερο βαθμό στο αγελαδινό. Στο πρόβειο γάλα η Ελλάδα εξακολουθεί να ηγείται στον όγκο των παραδόσεων του προϊόντος στην ΕΕ, ευρισκόμενη σε υψηλή θέση και σε παγκόσμιο επίπεδο.

Στο αίγειο γάλα όμως υστερεί έναντι της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Ολλανδίας, μια και μικρό μέρος της παραγωγής του προϊόντος οδηγείται στη μεταποίηση λόγω της χαμηλής του αναλογίας στην παραγωγή φέτας, αλλά και εξαιτίας της περιορισμένης αξιοποίησής του, παρά την αναγνώριση της υψηλής διατροφικής του αξίας και την άνοδο της ζήτησής του στην αγορά της ΕΕ.

Οι εμπορικές συναλλαγές στο αιγοπρόβειο γάλα παραμένουν περιορισμένες. Ωστόσο, το 2021 η στροφή σε εισαγωγές συμπυκνωμένου κατσικίσιου γάλακτος, έστω και αν πρόκειται για μικρή ποσότητα, δεν αποτελεί θετική εξέλιξη για τις προοπτικές του τομέα. Από την άλλη πλευρά, η σημαντική άνοδος των εξαγωγών πρόβειου γάλακτος σε μια περίοδο έντονης ζήτησης και υψηλών τιμών έρχεται σε αντίθεση με την ανεπάρκεια του προϊόντος προκειμένου να καλυφθούν οι αυξημένες ανάγκες εξαγωγών σε τυροκομικά προϊόντα κρίσιμης σημασίας (περίπτωση φέτας).

Στο διάστημα της τριετίας 2018-2020 οι παραδόσεις αιγοπρόβειου γάλακτος καλύπτουν πλήρως την κατανάλωση (βαθμός αυτάρκειας 100,4%). Ο όγκος των παραδόσεων του προϊόντος παρουσίασε βελτίωση το 2021 με άνοδο της μέσης τιμής παραγωγού που ήταν εντονότερη στο πρώτο εξάμηνο του 2022. Εντούτοις, οι αυξήσεις αυτές αδυνατούν να καλύψουν τη μεγάλη άνοδο του κόστους των ζωοτροφών, με συνέπεια τη μείωση του αριθμού των παραγωγών και του όγκου των παραδόσεων του προϊόντος στο πρώτο εξάμηνο του 2022, ιδιαίτερα αισθητή στο αίγειο γάλα.

Στα τυροκομικά προϊόντα από αιγοπρόβειο γάλα η φέτα εξακολουθεί να αποτελεί το δημοφιλέστερο προϊόν, καλύπτοντας το 90% της παραγωγής ΠΟΠ τυριών της χώρας, με πολύ υψηλό βαθμό αυτάρκειας και συνεχή άνοδο της αξίας εξαγωγών. Ωστόσο, στο πρώτο εξάμηνο του 2022 η μείωση των παραδόσεων αιγοπρόβειου γάλακτος συνέβαλε στον περιορισμό του όγκου εξαγωγών του προϊόντος.

Η εξέλιξη αυτή φαίνεται να αποτελεί την πλέον κρίσιμη πρόκληση που αντιμετωπίζει ο τομέας. Μικρή, ωστόσο, παραμένει η εγχώρια παραγωγή σε άλλα ΠΟΠ τυροκομικά προϊόντα από αιγοπρόβειο γάλα, όπως η κεφαλογραβιέρα και το κασέρι, καλύπτοντας μέρος της κατανάλωσης, ενώ σημαντικά χαμηλότερη παραμένει η αυτάρκεια στο κεφαλοτύρι.

Αγελαδινό γάλα, γιαούρτι

Στο αγελαδινό γάλα οι παραδόσεις παρουσίασαν άνοδο, αλλά σημαντικό μέρος της κατανάλωσης καλύπτεται από εισαγωγές, οι οποίες σε συνδυασμό με τις μηδαμινές εξαγωγές περιόρισαν την αυτάρκεια του προϊόντος στο διάστημα της αναφερόμενης τριετίας.

Ο όγκος των παραδόσεων αγελαδινού γάλακτος βελτιώθηκε το 2021, αλλά ο ρυθμός ανόδου του όγκου εισαγωγών ήταν υψηλότερος, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων αφορά εισαγωγές συμπυκνωμένου γάλακτος. Η μέση τιμή παραγωγού αγελαδινού γάλακτος ακολούθησε πτωτική πορεία στο διάστημα της δεκαετίας 2012-2021 και παραμένει το 2021 πολύ χαμηλότερη από εκείνη στις αρχές της δεκαετίας, εξέλιξη που εξηγεί έως έναν βαθμό τη μεγάλη μείωση του αριθμού των παραγωγών.

Στο πρώτο εξάμηνο του 2022, σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου, η μέση τιμή παραγωγού αυξήθηκε σημαντικά. Παράλληλα όμως καταγράφεται σημαντική μείωση στον αριθμό των παραγωγών και στον όγκο των παραδόσεων. Επιπλέον, η άνοδος των τιμών στη λιανική αγορά νωπού αγελαδινού γάλακτος είχε ως συνέπεια τη σημαντική μείωση των πωλήσεων του προϊόντος και όπως φαίνεται αποτελεί μία από τις κρισιμότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο τομέας της γαλακτοπαραγωγού αγελαδοτροφίας της χώρας, στο σύνολό του.

Στο γιαούρτι η εγχώρια παραγωγή παρουσίασε σημαντική ανάπτυξη στη διάρκεια των τελευταίων ετών, ωθούμενη από την άνοδο των εξαγωγών, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων αποτελεί το στραγγιστό γιαούρτι αγελαδινού γάλακτος. Στο διάστημα της αναφερόμενης τριετίας, η εγχώρια παραγωγή γιαουρτιού υπερκαλύπτει την κατανάλωση.

Η παραγωγή γιαουρτιού αυξήθηκε αισθητά το 2021 και οι εξαγωγές ενισχύθηκαν ως προς τον όγκο και την αξία, με την Ελλάδα να διατηρεί μεταξύ των παραγωγικών χωρών της ΕΕ την 3η θέση στις εξαγωγές του προϊόντος. Αντίθετα, στο βούτυρο η εγχώρια παραγωγή αποτελεί πολύ μικρό μέρος της κατανάλωσης (βαθμός αυτάρκειας 23%), με το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών να εξακολουθεί να καλύπτεται από εισαγωγές.

Αυγά

Στα αυγά κατανάλωσης ορνίθων η εγχώρια παραγωγή καλύπτει στο διάστημα της τριετίας 2018-2020 το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης (βαθμός αυτάρκειας 93,2%), αλλά οι εισαγωγές υπερισχύουν των εξαγωγών με έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο σε όρους όγκου και αξίας που μεγεθύνεται εάν εκτιμηθούν και οι εισαγωγές αυγών χωρίς κέλυφος και άλλων συναφών προϊόντων.

Τα εισαγόμενα αυγά με κέλυφος, προερχόμενα κυρίως από ορισμένες βαλκανικές χώρες, διατίθενται στην εγχώρια αγορά με πολύ χαμηλές τιμές αποτελώντας μια επιπλέον κρίσιμη πρόκληση στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων του τομέα, πέραν εκείνης της μεγάλης ανόδου του κόστους των παραγωγικών εισροών.

Σημειώνεται, επίσης, ότι η μέση τιμή παραγωγού στα αυγά κατανάλωσης το 2022 αυξήθηκε σημαντικά στην ΕΕ, αλλά στην Ελλάδα η άνοδος αυτή παραμένει αισθητά μικρότερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές στην παραγωγή αυγών κατανάλωσης στην ΕΕ δεν φαίνονται ευνοϊκές, μια και προβλέπεται μείωση της παραγωγής, ενώ στην Ελλάδα αναμένεται η μεγαλύτερη πτώση μεταξύ όλων των κρατών μελών.

Μέλι

Στο μέλι, η εγχώρια παραγωγή στο διάστημα της τριετίας 2018-2020 καλύπτει μέρος της κατανάλωσης (βαθμός αυτάρκειας 83,4%), ενώ ελλειμματικό παραμένει το εμπορικό ισοζύγιο του προϊόντος σε όρους όγκου. Οι εισαγωγές μελιού, κατά μέσο όρο 8.200 τόνοι ετησίως, αποτελούν το 32% της κατανάλωσης του προϊόντος, προερχόμενες κυρίως από τη Βουλγαρία και δευτερευόντως από την Πολωνία και την Κίνα, με προϊόντα που διατίθενται στην εγχώρια αγορά σε τιμές πολύ χαμηλότερες από την εγχώρια μέση τιμή εξαγωγής, από την οποία υπολείπονται σημαντικά (-54%).

Η ποιότητα των εισαγόμενων προϊόντων είναι υποβαθμισμένη, ειδικά για τα προερχόμενα από την Κίνα, τα οποία κατά το μεγαλύτερο μέρος τους (70%) αποτελούνται από σιρόπι ζάχαρης. Πρόκειται για αθέμιτο ανταγωνισμό που πλήττει ευθέως τους μελισσοκόμους και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις τυποποίησης του προϊόντος, αποτελώντας τη σημαντικότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει ο τομέας στην Ελλάδα (και στην ΕΕ) επί σειρά ετών. Ωστόσο, η ζήτηση του προϊόντος παραμένει υψηλή, συμβάλλοντας στην ενίσχυση των ελληνικών εξαγωγών.

στη διάρκεια του 2022 παρουσιάστηκε μείωση της κατανάλωσης νωπών φρούτων και λαχανικών σε βασικές αγορές η οποία σε συνδυασμό με την άνοδο του κόστους (ενέργεια, λιπάσματα, κόστος συσκευασίας και μεταφορών) και την έλλειψη εποχικών εργατών είχε ως συνέπεια τη μείωση του όγκου εξαγωγών

✱ Επίσημαίνεται ότι ο κλάδος της κτηνοτροφίας, όπως είναι γνωστό, αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει χρόνια προβλήματα και διαρθρωτικές αδυναμίες, χαρακτηριζόμενος από τη στασιμότητα στον όγκο και στην αξία της ζωικής παραγωγής και κυρίως από το διαχρονικό έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου στα κτηνοτροφικά προϊόντα. Η τάση αυτή επιβεβαιώνεται από την ανάλυση των στοιχείων της αυτάρκειας στο διάστημα της τριετίας 2018-2020 στο σύνολο των αναφερόμενων προϊόντων της εγχώριας ζωικής παραγωγής (13 περιπτώσεις), μια και στα περισσότερα προϊόντα (9 περιπτώσεις) ο βαθμός αυτάρκειας παραμένει μικρότερος του 100%.

Η κρίση στα κτηνοτροφικά προϊόντα, με λίγες εξαιρέσεις (αιγοπρόβειο γάλα, φέτα, γιαούρτι), παραμένει διαρκής και εντεινόμενη, κυρίως εξαιτίας της μεγάλης ανόδου των τιμών των ζωοτροφών, αλλά και λόγω του περιορισμού της ζήτησης ως συνέπεια της σημαντικής ανόδου των τιμών των προϊόντων.

Είναι ωστόσο προφανές ότι οι προκλήσεις που αναφέρονται στους επιμέρους τομείς της ζωικής παραγωγής δεν αντιμετωπίζονται με βραχυχρόνιες παρεμβάσεις που αποβλέπουν, απλά και μόνο, στον μετριασμό των επιπτώσεων της τρέχουσας συγκυρίας. Επιβάλλεται συνεπώς ο εκ νέου σχεδιασμός των πολιτικών για τη στήριξη της κτηνοτροφίας της χώρας σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, με στρατηγική, στόχους και εξειδίκευση μέτρων, ικανών να συμβάλλουν στη σταδιακή ανάκαμψη της φθίνουσας πορείας της.

Στο πλαίσιο αυτό κρίνεται αναγκαία η τροποποίηση του Στρατηγικού Σχεδίου της χώρας για την ΚΑΠ της νέας προγραμματικής περιόδου, με σκοπό την αναβάθμιση των αναγκών του κλάδου της κτηνοτροφίας, ιδιαίτερα στον τομέα των ζωοτροφών, η δαπάνη των οποίων, όπως επισημαίνεται στη συνέχεια, έχει ήδη υπερβεί την αξία της ζωικής παραγωγής.

 

Κάντε κλικ στην εικόνα για να κατεβάσετε την μελέτη στον υπολογιστή ή στο κινητό σας