Γλυκό καλαμπόκι: Από τη φουφού των λαϊκών στα ράφια της Βόρειας Ευρώπης

Μία όχι και τόσο διαδεδομένη καλλιέργεια, με μεγάλες εξαγωγικές προοπτικές

Το γλυκό και το υπέρ-γλυκό καλαμπόκι διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό από τον οπτικά ίδιο «συγγενή» τους, τον αραβόσιτο, που χρησιμοποιείται κυρίως για ζωοτροφές ή παραγωγή βιοενέργειας. Η καλλιέργειά του στην Ελλάδα δεν χαίρει ιδιαίτερης δημοφιλίας, αποτελεί όμως ένα ενδιαφέρον προϊόν, με βάση την αξιόλογη καλλιεργητική και εμπορική του αξία, αλλά και τη ζήτηση που παρουσιάζει στην ευρωπαϊκές αγορές.

Zisis Farm: Το 30% σε εξαγωγές, με προοπτικές ανάπτυξης

Σε εκτάσεις περίπου 500 στρεμμάτων, ο Φώτης Ζήσης, ιδρυτής της εταιρείας Zisis Farm, ασχολείται με την καλλιέργεια, συσκευασία και εμπορία βρώσιμου γλυκού καλαμποκιού, αλλά και κηπευτικών, στην περιοχή της Βαλανιδορράχης Πρεβέζης. Έχει ξεκινήσει τη συγκομιδή από το τελευταίο δεκαήμερο του Μαΐου. «Φέτος είχαμε πολύ καλή παραγωγή, ξεκινήσαμε με πολύ καλές αποδόσεις και χωρίς ιδαίτερα προβλήματα, εκτός από κάποιες βροχοπτώσεις αρχικά. Οι καλλιέργειες γίνονται με πλαστικά χαμηλής κάλυψης κατά τους πρώτους μήνες, ενώ όταν οι θερμοκρασίες ανεβαίνουν, γίνονται σε υπαίθριες», εξήγησε.

Το γλυκό καλαμπόκι αποτελεί προϊόν με αξιόλογη καλλιεργητική και εμπορική αξία, που παρουσιάζει μεγάλη ζήτηση στις ευρωπαϊκές αγορές

Η εταιρεία προωθεί το προϊόν στην ελληνική αγορά, ενώ το 30% της παραγωγής διατίθεται στο εξωτερικό, κυρίως στις χώρες τις Βόρειας Ευρώπης, όπως Αγγλία και Ολλανδία. Επισημαίνοντας το καινούργιο ενδιαφέρον που παρουσιάζεται για άνοιγμα των αγορών και με τις Αραβικές Χώρες. «Ο μεγαλύτερος ανταγωνισμός είναι από την Ισπανία, η οποία καθορίζει τις τιμές που μεταβάλλονται κάθε χρόνο», τόνισε ο κ. Ζήσης, σχολιάζοντας ότι «στη χώρα μας οι τιμές είναι πολύ πιο κάτω, λόγω του ότι δεν έχουμε μεγάλη παραγωγή, αλλά δεν έχουμε και καμία υποστήριξη από κανέναν φορέα, παρότι είναι καινούργιες καλλιέργειες που θα μπορούσαν να απασχολήσουν ένα σημαντικό ποσοστό των αγροτών».

Στα 300 ευρώ/στρ. το κόστος παραγωγής

Σεραφείμ Τραμπαδούρος, παραγωγός στην περιοχή του Μεγαπλάτανου

Με τη συγκομιδή να έχει ξεκινήσει και στην περιοχή της Φθιώτιδας, όπως δηλώνει ο Σεραφείμ Τραμπαδούρος, παραγωγός στην περιοχή του Μεγαπλάτανου, παρά τις δύσκολες καιρικές συνθήκες των τελευταίων ημερών, το κόστος καλλιέργειας υπολογίζεται στα 300 ευρώ το στρέμμα.

«Κυρίως εστιάζεται στην αγορά πολλαπλασιαστικού υλικού που κυμαίνεται από 50 έως 70 ευρώ το στρέμμα, καθώς και στα συλλεκτικά, που στοιχίζουν αντίστοιχα 120 περίπου ευρώ.

Το προϊόν πιάνει μία μέση τιμή 20 περίπου λεπτών το τεμάχιο στη λαχαναγορά, ενώ μικρή ποσότητα διατίθεται στην τοπική αγορά σε μικροπωλητές και μανάβικα», τονίζει ο παραγωγός.

Άρδας Φροστ: 1.000-1.200 στρέμματα τον χρόνο καλλιεργούνται συμβολαιακά

Τον τρόπο της συμβολαιακής καλλιέργειας επιλέγουν οι παραγωγοί που δραστηριοποιούνται παραποτάμια των ποταμών Άρδα και Έβρου, όπως δήλωσε ο Μιχάλης Στράντζελης, από την εταιρεία Άρδας Φροστ, στα Κόμαρα Ορεστιάδας. «Με περίπου 1.000-1.200 στρέμματα καλλιεργειών και συνεργασία με περισσότερους από 50 παραγωγούς της περιοχής κάθε χρόνο, η εταιρεία κάνει ολοκληρωμένη διαχείριση και προσφέρει την αγορά του σπόρου και τη σπορά, την παρακολούθηση με γεωπόνους, ψεκασμούς, αλλά και τη συλλογή με εξειδικευμένο εξοπλισμό».

«Από την εταιρεία, το 33% της μάζας που συγκομίζεται είναι αξιοποιήσιμο, καθώς η Άρδας Φροστ εμπορεύεται τυποποιημένο σπυρί καλαμποκιού, το οποίο μετά από θερμική επεξεργασία καταψύχεται, ενώ με την απόψυξή του είναι έτοιμο για κατανάλωση χωρίς μαγείρεμα», δήλωσε ο κ. Στράντζελης, συμπληρώνοντας ότι «εάν βγάλουμε περίπου 2.000 τόνους μάζας καλαμποκιού, αυτό που αποτελεί το προϊόν που εμπορευόμαστε είναι περίπου 600-700 τόνοι».

Θερμοκήπια Σαράντης: Το 100% της παραγωγής στην αγορά της Αγγλίας

Περίπου 1.000 στρέμματα καλλιεργούνται συμβολαιακά και στην περιοχή της Αχαϊας, όπως τόνισε ο Τρύφωνας Σαράντης, των Θερμοκηπίων Σαράντης ΑΕ. Η εταιρεία πραγματοποιεί συμβόλαια με 10-20 παραγωγούς της περιοχής, παρακολουθώντας και συμβάλλοντας σε όλα τα στάδια της καλλιέργειας, ενώ η ποικιλία που προτιμάται είναι αυτή του υπέρ-γλυκού καλαμποκιού, καθώς το σύνολο της παραγωγής φεύγει στο εξωτερικό, στην αγορά της Αγγλίας.

«Mε μία καλή απόδοση, οι ποικιλίες που καλλιεργούνται στην περιοχή μπορεί να φτάνουν τις 4.000 ρόκες το στρέμμα, ενώ ο παραγωγός, μέσω του προγράμματος, ξέρει ότι εφόσον τα καλαμπόκια του είναι συμμορφούμενα ως προς τα χαρακτηριστικά, όσα βγάλει θα τα πουλήσει με προσυμφωνημένη τιμή», επεσήμανε ο κ. Σαράντης, σημειώνοντας ότι τη φετινή περίοδο η τιμή εκτιμάται στα 17-18 λεπτά το τεμάχιο.

Η εταιρεία του εξάγει περίπου 5 εκατομμύρια νωπές ρόκες στις βόρειες χώρες της Ευρώπης, μέχρι να βγει στην αγορά τα εκάστοτε εγχώρια καλαμπόκια. Ωστόσο, «στην καλλιέργεια είμαστε πιο ακριβοί, καθώς έχουμε μικρό κλήρο, μικρή μηχανοποίηση, ενώ ο μικρός κλήρος δεν αφήνει να αναπτυχθούν μηχανικά οι καλλιέργειες», επεσήμανε ο κ. Σαράντης. «Για παράδειγμα, η συγκομιδή στην Ελλάδα γίνεται με τα χέρια, στην Ευρώπη γίνεται με μηχανήματα. Δεν μπορεί να μπει τεχνολογία σε τόσο μικρό κλήρο, δεν μπορεί να αποσβέσει κάποιος μηχανήματα αν δεν έχει πελώριες εκτάσεις».

«Δύσκολη η παραγωγή, ικανοποιητικές οι αποδόσεις»

kalampoki-xorafi«Είναι μία από τις πιο δύσκολες παραγωγές», επεσήμανε ο Τριαντάφυλλος Καϊτατζής, ο οποίος καλλιεργεί 15 στρέμματα στην ενότητα Φιλίππων του Δήμου Καβάλας, «το κρύο, οι βροχές και η ζέστη επηρεάζουν αισθητά την ποιότητα στη φάση της γονιμοποίησης, ενώ υπάρχει και το πρόβλημα της κάμπιας, που προσβάλλει στο τέλος το φυτό, όπου τα πιστοποιημένα φάρμακα δεν είναι τόσο ισχυρά». Η απόδοση του καλαμποκιού μπορεί να φτάσει και τα 4.000 τεμάχια το στρέμμα, ενώ ικανοποιητική θεωρείται μία απόδοση 2.500 τεμαχίων, σύμφωνα με τον ίδιο. «Όλη η δουλειά γίνεται με το χέρι», σημείωσε, ενώ «η τιμή που πιάνει το προϊόν είναι 15-20 λεπτά στη χονδρική και 20-30 ή ακόμη και 40 λεπτά στη λιανική», με τους παραγωγούς της περιοχής να προτιμούν να διαθέσουν το προϊόν σε δικό τους πάγκο.