Η high-tech εφεύρεση του 1871 που έκανε διάσημη τη βαυαρική μπύρα

Η ιστορία επιτυχίας της βαυαρικής μπύρας ξεκίνησε ακριβώς πριν από 150 χρόνια. Ο τότε 30χρονος καθηγητής μηχανολογίας Καρλ φον Λίντε περιέγραψε το 1871 στην εφημερίδα Βιομηχανίας και Επιχειρήσεων πώς θα έπρεπε να λειτουργεί μία βελτιστοποιημένη εκδοχή ενός ψυγειοκαταψύκτη.

Αντί να τεμαχίσουν τον χειμώνα δεκάδες χιλιάδες τόνους πάγου και να τον μεταφέρουν με τη βοήθεια αλόγων στα κελάρια, όπου τους αποθήκευαν, θα μπορούσαν έτσι οι ζυθοποιοί να παράγουν την ξανθιά λάγκερ μπύρα όλο τον χρόνο – και αντί να την αποθηκεύουν, να την εξάγουν. Και η καλή εφεύρεση, κρίνεται εκ του αποτελέσματος: Περί το τέλος του 19ου αιώνα μία στις δέκα μπύρες που καταναλωνόταν παγκοσμίως ήταν από τη Βαυαρία.

O φον Λίντε εφηύρε «την πρώτη πετυχημένη, λειτουργικά αξιόπιστη μηχανή ψύξης», σύμφωνα με τον ιστορικό τεχνολογίας Ματίας Πιλ. Αυτό δεν προκάλεσε όμως μόνο επανάσταση στην παραγωγή μπύρας, αλλά ήταν και μία πρωτοποριακή εφεύρεση στον τομέα της βιομηχανικής τεχνολογίας ψύξης. «Ένας πρωτοπόρος», όπως υπογραμμίζει ο Πιλ. Με την ιδέα του ο φον Λίντε κατάφερε πολύ γρήγορα να εδραιωθεί ως επιχειρηματίας, πουλώντας τα ψυγεία του σε εργοστάσια γάλακτος, παραγωγούς σοκολάτας και χημικά εργαστήρια.

Η τεχνολογία ψύξης ως αυτονόητο αγαθό σήμερα

Σήμερα η τεχνολογία ψύξης είναι παντού. Μόνο στη Γερμανία λειτουργούν ταυτόχρονα περίπου 144 εκατομμύρια μηχανήματα ψύξης: ψυγεία και καταψύκτες στα νοικοκυριά, ράφια σούπερ μάρκετ, γραφεία, μουσεία και νοσοκομεία. Το εμβόλιο κατά του κορωνοϊού πρέπει επίσης να αποθηκευτεί σε καταψύκτη. «Χωρίς την τεχνολογία ψύξης δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει μία αίθουσα υπολογιστών», αναφέρει ο Καρλ-Χάιντς Τίλμαν, πρόεδρος της γερμανικής Ομοσπονδίας Ψύξης και Κλιματισμού (DKVF).

Όταν το νερό εξατμίζεται στο δέρμα, αυτό δροσίζεται. Με βάση αυτή την απλή λογική λειτουργεί και ο ψυκτικός μηχανισμός του φον Λίντε. Η υγρή αμμωνία εξατμίζεται στους μείον 33 βαθμούς – αυτή ήταν από τα πρώτα ψυκτικά υγρά που χρησιμοποιήθηκαν στη μηχανική ψύξη και στον μηχανισμό που εφηύρε ο φον Λίντε. Στην υγροποιημένη μορφή της, η αμμωνία εισέρχεται στο σύστημα του μηχανισμού, όπου μετατρέπεται σε αέριο, μειώνοντας την θερμοκρασία. Στη συνέχεια συμπιέζεται μέσω ενός συμπυκνωτή και υγροποιείται εκ νέου – και η διαδικασία ξεκινά και πάλι από την αρχή.

Το άρθρο του το 1871 ξύπνησε αμέσως το ενδιαφέρον των ζυθοποιών. Μέχρι τότε ξόδευαν τεράστια ποσά για φυσικό πάγο, τον οποίο αποθήκευαν στα κελάρια, όπου γινόταν και η διαδικασία ζύμωσης της μπύρας. Το φημισμένο ζυθοποιείο του Μονάχου Hacker-Pschorr για παράδειγμα χρειαζόταν έως και 24.000 τόνους πάγου ετησίως. Αυτό, εκτός από ακριβό, ήταν συχνά συνδεδεμένο και με άλλα προβλήματα: καθώς ο πάγος μεταφερόταν από ποτάμια και βουνά, συχνά έφταναν μαζί του και μικρόβια στο κελάρι. Αυτό με τη σειρά του δημιουργούσε προβλήματα στη διαδικασία ζύμωσης.

Τα μηχανήματα του φον Λίντε, τα οποία ήταν εν χρήσει μέχρι τη δεκαετία του 1960, κατασκευάζονταν σε εργοστάσια – κατόπιν παραγγελίας του ίδιου. Η εταιρεία του αναλάμβανε στη συνέχεια την κατασκευή και τη συντήρηση μετά την πώληση, όπως τονίζει ο Πιλ. «Με αυτόν τον τρόπο εξασφάλισε άμεση και αποκλειστική επαφή στον πελάτη». Ο όμιλος Λίντε εγκατέλειψε το 2004 την τεχνολογίας ψύξης και δραστηριοποιείται πλέον στον τομέα παραγωγής βιομηχανικών αερίων, όντας μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες παγκοσμίως.

Πηγή: Deutsche Welle, kathimerini.gr