Η ΚΑΠ μετά το 2027: Η Ελλάδα μπροστά σε ιστορικές προκλήσεις και ευκαιρίες

28/05/2025
6' διάβασμα
i-kap-meta-to-2027-i-ellada-brosta-se-istorikes-prokliseis-kai-efkairies-354103

Όταν σχεδιάζεις την ΚΑΠ, οφείλεις να έχεις το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον. Στις αλλαγές που έρχονται, αλλά κυρίως σε εκείνες που οφείλουμε να προτείνουμε, ώστε να διαμορφώσουμε τη μεγάλη εικόνα της επόμενης ημέρας. Οι αλλαγές στον αγροτικό τομέα συχνά προκαλούν ανησυχία, καθώς διαταράσσουν τη συνήθη πρακτική.

Πολλοί επιλέγουν τη σταθερότητα: Να καλλιεργούν τις ίδιες ποικιλίες, να εφαρμόζουν τις παραδοσιακές τεχνικές, να προσβλέπουν στις ίδιες ενισχύσεις. Η προοπτική της αλλαγής τρομάζει. Γι’ αυτό και, συχνά, επιλέγουμε να αναλωνόμαστε σε απολογισμούς του παρελθόντος ή στη διαχείριση του παρόντος, αντί να επεξεργαστούμε με τόλμη το μέλλον.

Στην Ελλάδα, η ύπαρξη μιας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής οδήγησε διαχρονικά σε έναν εθνικό εφησυχασμό. Το αφήγημα ήταν απλό: Η Ευρώπη αποφασίζει, εμείς υλοποιούμε. Όμως, σε όλη την υπόλοιπη ΕΕ, η συζήτηση για την ΚΑΠ μετά το 2028 έχει ήδη ξεκινήσει. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, η δημόσια ατζέντα επικεντρώνεται στα λάθη του παρελθόντος ή, το πολύ, στην αναθεώρηση του ισχύοντος πλαισίου.

Η μεγάλη θεσμική αλλαγή που δρομολογείται στην ΕΕ είναι η δημιουργία ενός Ενιαίου Ταμείου, το οποίο θα ενοποιεί όλους τους επιμέρους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς, συμπεριλαμβανομένης της ΚΑΠ. Παράλληλα, η ατζέντα της Ευρωπαϊκής Άμυνας αποκτά νέα δυναμική, με την πρόβλεψη για επενδύσεις 800 δισ. ευρώ. Οι δημοσιονομικές προτεραιότητες αλλάζουν και η αγροτική πολιτική καλείται να επαναπροσδιοριστεί στο νέο πλαίσιο.

Η πιθανή ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ δημιουργεί σοβαρές προκλήσεις. Το δημοσιονομικό κόστος ένταξής της στην ΚΑΠ εκτιμάται στα 96,6 δισ. ευρώ. Η χώρα διαθέτει περισσότερα από 450 εκατομμύρια στρέμματα καλλιεργήσιμης γης –δηλαδή πάνω από το 1/4 του συνόλου της ΕΕ–, ενώ το 25% αυτής της έκτασης ελέγχεται από μόλις 70 μεγάλες επιχειρήσεις.

Το παράδειγμα της εταιρείας Kernel, που δύναται να εισπράττει έως και 148 εκατ. ευρώ ετησίως, είναι ενδεικτικό της νέας πραγματικότητας. Εάν δεν υιοθετηθούν μηχανισμοί, όπως ανώτατα όρια ενίσχυσης (cap) ή μεταβατικές περίοδοι, τότε οι μικρομεσαίοι αγρότες των υφιστάμενων κρατών-μελών θα υποστούν σοβαρές απώλειες.

Εξίσου κρίσιμη είναι η συζήτηση για την εξωτερική σύγκλιση, δηλαδή την κατανομή ίσης ενίσχυσης ανά στρέμμα σε όλα τα κράτη-μέλη. Αν και φαινομενικά δίκαιη, μια τέτοια κατανομή θα έχει καταστροφικές συνέπειες για την Ελλάδα, η οποία σήμερα λαμβάνει κατά μέσο όρο 48,7 ευρώ/στρέμμα –τη δεύτερη υψηλότερη ενίσχυση στην ΕΕ– σε αντίθεση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο των 26,1 ευρώ. Εάν εφαρμοστεί αυτή η προσέγγιση, η χώρα μας θα χάσει πάνω από 1 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση.

Η ισότητα δεν ισοδυναμεί με δικαιοσύνη. Η δίκαιη κατανομή ενισχύσεων προϋποθέτει την αναγνώριση των ιδιαιτεροτήτων κάθε χώρας: Της δομής των εκμεταλλεύσεων, των εδαφικών περιορισμών, των αναγκών των κατ’ επάγγελμα αγροτών.

Στην Ελλάδα, το 88% των εκμεταλλεύσεων είναι μικρές ή πολύ μικρές. Δεν μπορούμε να στερήσουμε ενισχύσεις από αυτούς που συντηρούν τη γεωργική μας ταυτότητα για να χρηματοδοτήσουμε υπερσυγκεντρωμένες παραγωγικές μονάδες. Η Πράσινη Συμφωνία, αν και αναγκαία, δεν μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς ευελιξία. Δεν μπορούμε να επιβάλουμε οριζόντια περιβαλλοντικά πρότυπα σε χώρες με χαμηλό οικολογικό αποτύπωμα όπως η Ελλάδα, χωρίς αντισταθμιστικά μέτρα και ειδικά εργαλεία μετάβασης.

Μέχρι σήμερα, η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) δεν αποτελεί απλώς ένα εργαλείο κατανομής επιδοτήσεων. Είναι ο μεγαλύτερος διανεμητικός μηχανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βασικός πυλώνας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και θεμέλιο της διατροφικής ασφάλειας, της περιφερειακής ισορροπίας και της περιβαλλοντικής ανθεκτικότητας.

Η επερχόμενη διαπραγμάτευση για την Κοινή Αγροτική Πολιτική μετά το 2027 δεν είναι μια τεχνοκρατική διαδικασία· είναι μια στρατηγική επιλογή για το μέλλον της γεωργίας και της συνοχής της Ευρώπης. Η Ελλάδα, μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας για 44 χρόνια, δεν έχει αξιοποιήσει πλήρως τη δυναμική της ΚΑΠ. Οι στρατηγικές ελλείψεις στην αγροτική πολιτική, η περιορισμένη στήριξη των συνεταιρισμών, η υποβάθμιση της αγροτικής εκπαίδευσης και η έλλειψη επενδύσεων σε καινοτομία αποτυπώνονται σε ένα μοντέλο γεωργίας που πασχίζει να ανταγωνιστεί σε διεθνές επίπεδο.

Στην επόμενη προγραμματική περίοδο (μετά το 2028), η Ελλάδα θα βρεθεί ενώπιον κρίσιμων ερωτημάτων: Θα υπάρχει ενιαίο ευρωπαϊκό ταμείο με κοινή διαχείριση πόρων; Θα οδηγηθούμε σε εθνικοποίηση της αγροτικής πολιτικής; Πώς θα κατανεμηθούν οι πόροι μεταξύ του Πυλώνα Ι (άμεσες ενισχύσεις) και του Πυλώνα ΙΙ (αγροτική ανάπτυξη); Θα διατηρηθεί το ύψος των άμεσων ενισχύσεων; Ποια θα είναι η σχέση της νέας ΚΑΠ με την Πράσινη Συμφωνία;

Σε κάθε περίπτωση, η χώρα μας στο νέο πλαίσιο διεκδίκησης οφείλει να προτάσσει μια στρατηγική για την ΚΑΠ που να βασίζεται στη δίκαιη κατανομή ενισχύσεων, στην ενίσχυση των κατ’ επάγγελμα αγροτών, στην εθνική αυτάρκεια και στην επισιτιστική ασφάλεια, στη στήριξη της υπαίθρου και των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων, στην προώθηση της αγροτικής καινοτομίας και της ψηφιακής γεωργίας.

Η επόμενη ΚΑΠ δεν πρέπει να είναι αποτέλεσμα τεχνοκρατικών ισορροπιών, αλλά έκφραση πολιτικής βούλησης για μια δίκαιη, βιώσιμη και ανταγωνιστική γεωργία. Η Ελλάδα οφείλει να προσέλθει στη διαπραγμάτευση με σχέδιο, σαφή εθνική γραμμή και την ευρύτερη δυνατή κοινωνική και πολιτική συναίνεση.

του Αθανάσιου Πετρόπουλου, γραμματέα Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής

ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΑΠΟ: