Καλλιέργεια ρεβιθιού: «Κλειδί» το πότε θα σπαρθεί

Η έγκαιρη ανοιξιάτικη σπορά καθοριστικός παράγοντας επιτυχίας της καλλιέργειας στη Βόρεια Ελλάδα

revithi-kalliergeia

Η οικογένεια των ψυχανθών (Fabaceae ή Leguminosae) είναι μια μεγάλη και οικονομικά σημαντική οικογένεια φυτών, γνωστή ως η οικογένεια των οσπρίων. Η συνεισφορά των ψυχανθών στη γεωργία, στη διατροφή και στην αειφορία της αγροτικής παραγωγής είναι ιδιαίτερα σημαντική. Το ρεβίθι (Cicer arietinum L.) είναι το τρίτο σε σπουδαιότητα καρποδοτικό ψυχανθές παγκοσμίως, κατάλληλο τόσο για τη διατροφή του ανθρώπου, όσο και των ζώων.

των Σπύρου Κουτρούμπα, Χρήστου Δαμαλά και Σιδέρη Φωτιάδη, Εργαστήριο Γεωργίας, Τμήμα Αγροτικής Ανάπτυξης, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Σε παγκόσμιο επίπεδο, το ρεβίθι καλλιεργείται σε έκταση 13,98 εκατομμυρίων εκταρίων, με μέση απόδοση σε σπόρο 98,2 kg ανά στρέμμα (FAOSTAT, 2014). Οι μεγαλύτερες χώρες παραγωγής ρεβιθιού (σε εκατομμύρια τόνους) είναι η Ινδία (9,88), η Αυστραλία (0,63), η Μιανμάρ (0,56), η Αιθιοπία (0,46), η Τουρκία (0,45) και το Πακιστάν (0,40). Στην ΕΕ, το ρεβίθι καλλιεργείται σε 62.507 εκτάρια, κυρίως στην Ισπανία (46.000 εκτάρια), στην Ιταλία (9.037 εκτάρια) και στην Ελλάδα (5.511 εκτάρια) (FAOSTAT, 2014). Υπάρχουν δύο βασικοί εμπορικοί τύποι ρεβιθιού: Ο τύπος desi (ινδικής προέλευσης), ο οποίος καταλαμβάνει το 85% της συνολικής παραγωγής σπόρου και ο τύπος kabuli (Μεσόγειος και Μέση Ανατολή), ο οποίος καταλαμβάνει το υπόλοιπο 15%. Ο τύπος kabuli περιλαμβάνει μεγαλόσπερμες ποικιλίες (βάρος 100 σπόρων > 25 g), με φυτά μεσαίου ή μεγάλου ύψους και μεγάλα φύλλα. Τα φυτά έχουν άσπρα άνθη χωρίς ανθοκυανίνες, τα οποία παράγουν κρεμ χρώματος σπόρους με λεπτό περίβλημα. Ο τύπος desi περιλαμβάνει φυτά συνήθως με κόκκινα άνθη και ανθοκυανίνες, τα οποία παράγουν μικρούς καφέ ή μαύρους σπόρους, με λεπτό περίβλημα.

Ρεβίθι και νέα ΚΑΠ

Η καλλιέργεια του ρεβιθιού ανταποκρίνεται στους νέους κανόνες της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) της ΕΕ και υποστηρίζεται, όπως και άλλα είδη ψυχανθών, με ένα επιπλέον ποσό μέσω της συνδεδεμένης ενίσχυσης.

Εκτός όμως της συνδεδεμένης ενίσχυσης που λαμβάνουν οι καλλιεργητές οσπρίων, η νέα ΚΑΠ παρέχει τη δυνατότητα για χορήγηση επιδότησης ενός επιπλέον ποσού 2% σε όσους παράγουν πρωτεϊνούχα φυτά, όπως τα ψυχανθή. Επιπρόσθετα, η αξιοποίηση των πρωτεϊνούχων σπόρων του ρεβιθιού στη διατροφή των ζώων μπορεί να μειώσει σημαντικά τις εισαγωγές σόγιας στη χώρα μας και στην ΕΕ γενικότερα.

Στις χώρες της Μεσογείου, με τη στροφή των καταναλωτών προς τη Μεσογειακή δίαιτα, το ρεβίθι καταλαμβάνει σημαντικό μερίδιο στη ανθρώπινη διατροφή. Στην Ελλάδα, το 97% της παραγωγής ρεβιθιών χρησιμοποιείται για ανθρώπινη κατανάλωση και το 3% για ζωοτροφή. Το ρεβίθι προσαρμόζεται σε ξηρές και θερμές περιοχές, αποδίδει σε φτωχά και ελαφριά εδάφη, παρουσιάζει σχετική αντοχή στα άλατα, δεν προσβάλλεται εύκολα από έντομα και μπορεί να συγκομιστεί μηχανικά, επειδή δεν πλαγιάζει. Προσαρμόζεται καλά σε ξηρικές συνθήκες, δεδομένου ότι η κύρια ρίζα του μπορεί να φτάσει σε βάθος 120-150 cm. Επιπρόσθετα, το ρεβίθι, ως ψυχανθές, καλύπτει ένα σημαντικό ποσοστό των αναγκών του σε άζωτο μέσω της αζωτοδέσμευσης, επομένως μπορεί να καλλιεργηθεί και σε υποβαθμισμένα εδάφη, βελτιώνοντας τη γονιμότητά τους.

revithi-xorafiΠερίπου το 90% της καλλιέργειας του ρεβιθιού είναι ξηρική, όμως ακραίες συνθήκες ξηρασίας στο έδαφος, σε συνδυασμό με υψηλή θερμοκρασία της ατμόσφαιρας, αποτελούν τους κυριότερους περιοριστικούς παράγοντες για την αύξηση και την ανάπτυξη του φυτού. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας για την αύξηση της απόδοσης και τη βελτίωση της ποιότητας του ρεβιθιού είναι η επιλογή του κατάλληλου χρόνου σποράς, η οποία καθορίζει το μήκος της καλλιεργητικής περιόδου, καθώς και το περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεται η καλλιέργεια.

«Κλειδί» το πότε θα σπαρθεί

Από την άποψη αυτή, η επιλογή της κατάλληλης ημερομηνίας σποράς από τους παραγωγούς θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μέσο βελτιστοποίησης της καλλιέργειας. Η σπορά μπορεί να γίνει είτε το φθινόπωρο, είτε την άνοιξη.

Σε πολλές έρευνες έχει αποδειχθεί ότι η φθινοπωρινή σπορά πλεονεκτεί της ανοιξιάτικης, επειδή τα φυτά εκμεταλλεύονται μεγαλύτερη βλαστική περίοδο, που συντελεί σε υψηλότερη απόδοση. Η υπεροχή της φθινοπωρινής σποράς έναντι της ανοιξιάτικης ως προς την απόδοση εξαρτάται από την ποικιλία και τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν και βρέθηκε να ανέρχεται έως 188% στην Ελλάδα, 80% στην Ισπανία, 70% στη Συρία και 60% στην Ιταλία. Παρόλα αυτά, στις πιο ψυχρές περιοχές της Μεσογείου, όπως η Βόρεια Ελλάδα, η φθινοπωρινή σπορά συχνά αποτυγχάνει, επειδή οι περισσότερες καλλιεργούμενες ποικιλίες δεν αντέχουν στις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα. Έτσι, στις περιοχές αυτές επιβάλλεται η ανοιξιάτικη σπορά. Την άνοιξη, όμως, το εύρος της περιόδου σποράς είναι περιορισμένο, επειδή από τη μία η πολύ πρώιμη σπορά οδηγεί συχνά στη μείωση του φυτρώματος, από την άλλη η πολύ όψιμη σπορά συντομεύει την καλλιεργητική περίοδο και αυξάνει τον κίνδυνο τα φυτά να υποστούν θερμική και υδατική καταπόνηση.

Σε διετή πειράματα αγρού, στο αγρόκτημα του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης στην Ορεστιάδα, διερευνήθηκαν οι επιδράσεις της ημερομηνίας σποράς και της ποικιλίας στην παραγωγικότητα, καθώς και σε διάφορα αγροκομικά γνωρίσματα στην ανοιξιάτικη καλλιέργεια ρεβιθιού. Αξιολογήθηκαν τρεις ελληνικές ποικιλίες (Άνδρος, Κάσος και Σέριφος) και μία βουλγάρικη (Zehavit-27) σε δύο ημερομηνίες σποράς (Μάρτιο και Απρίλιο). Η σπορά τον Μάρτιο έδωσε μεγαλύτερη συσσώρευση ξηράς ουσίας, αζώτου, φωσφόρου και καλίου από τα φυτά, υψηλότερη πρωτεΐνη στους σπόρους και μεγαλύτερη απόδοση σε σπόρο σε σχέση με τη σπορά του Απριλίου. Η σπορά του Μαρτίου σε σύγκριση με εκείνη του Απριλίου έδειξε μία αύξηση της απόδοσης σε σπόρο από 48% έως 80% και τα δύο έτη πειραματισμού. Η όψιμη σπορά (Απριλίου) οδήγησε, κατά μέσο όρο, σε μείωση της απόδοσης από 2,2 έως 5 kg/στρ./ημέρα καθυστέρησης της σποράς, σε σύγκριση με την πρώιμη σπορά (Μαρτίου). Επιπρόσθετα, για κάθε βαθμό αύξησης της θερμοκρασίας του αέρα κατά την αναπαραγωγική περίοδο, παρατηρήθηκε μείωση του αριθμού των σπόρων ανά τετραγωνικό μέτρο, περίπου κατά 20%.

Αποτελέσματα και συμπεράσματα

Τα πειράματα έδειξαν ότι η ποικιλία Άνδρος ήταν καταλληλότερη σε ξηροθερμικό περιβάλλον, ενώ σε περιοχές με επαρκείς βροχοπτώσεις ή με δυνατότητα άρδευσης, η ποικιλία Zehavit-27 ήταν πιο παραγωγική. Η ποσότητα αζώτου που παρέμεινε στο έδαφος μέσω των υπολειμμάτων των φυτών κυμάνθηκε από 0,36 έως 4,6 kg Ν/στρ., ανάλογα με το έτος καλλιέργειας, την ημερομηνία σποράς και την ποικιλία. Το υπολειμματικό αυτό άζωτο μπορεί να αποδοθεί στην επόμενη καλλιέργεια.

Συμπερασματικά, η σπορά του ρεβιθιού από τους παραγωγούς της Βόρειας Ελλάδας την άνοιξη συνιστάται να γίνεται νωρίς, εφόσον οι συνθήκες το επιτρέπουν (τουλάχιστον έως το πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου), ώστε η άνθηση των φυτών και το γέμισμα των σπόρων να μη συμπίπτουν με υψηλές θερμοκρασίες, οι οποίες επηρεάζουν αρνητικά την καρπόδεση, μειώνοντας τον αριθμό των λοβών και των σπόρων και, συνεπώς, την απόδοση.

Οι παραγωγοί πρέπει να γνωρίζουν πως η όψιμη σπορά, δηλαδή αυτή του Απριλίου, οδηγεί σε μικρότερη απόδοση σε σπόρο και καθιστά την οικονομικότητα της καλλιέργειας προβληματική.

Εν κατακλείδι, το ρεβίθι μπορεί να καλλιεργηθεί επιτυχώς από τους παραγωγούς ως εναλλακτική εαρινή καλλιέργεια στις ψυχρότερες περιοχές της χώρας, υπό την προϋπόθεση ότι η σπορά θα γίνει νωρίς την άνοιξη.