Η καλλιέργεια της χαρουπιάς στην Ελλάδα:Από την ιστορία μέχρι τις νέες δυνατότητες

της Δρος Θηρεσίας – Τερέζας Τζατζάνη,
εντεταλμένης ερευνήτριας, Δενδροκομία Υποτροπικών Φυτών, Ινστιτούτο Ελιάς Υποτροπικών Φυτών και Αμπέλου,
Ελληνικός Γεωργικός Οργανισμός ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ

Εικόνα 1. Ιερογλυφικό σύμβολο αρχαίων Αιγυπτίων για τη χαρουπιά.

Η χαρουπιά (Ceratonia siliqua) είναι ένα είδος γνωστό από την αρχαιότητα στις χώρες της Μεσογείου. Η αξία της αποδεικνύεται από το γεγονός ότι τα σπέρματά της χρησιμοποιούνταν για τη ζύγιση πολύτιμων λίθων («καράτι», «karat», Ceratonia), ενώ τη σημαντικότητά της φανερώνει η περιγραφή της από ξεχωριστό ιερογλυφικό σύμβολο που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι (Εικ. 1).

Η χαρουπιά αποτέλεσε και για τη χώρα μας είδος με πολύχρονη παρουσία και μεγάλη σημασία. Κατά τη διάρκεια των πολέμων, η χαρουπιά και τα προϊόντα της διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη διαβίωση των κατοίκων, ειδικά στην Κρήτη. Ως αλεύρι, σιρόπι, αλλά και νωπός καρπός, το χαρούπι ήταν το γλύκισμα και η «σοκολάτα» των φτωχών για πολλά χρόνια.

Οι μνήμες όμως των ανθρώπων, που συνέδεσαν το χαρούπι με δύσκολες περιόδους, οδήγησαν στον εξοστρακισμό του από την καθημερινή διατροφή, καθώς με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου, νέα τρόφιμα εισήχθησαν στο τραπέζι.

Μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες, οι μνήμες αυτές επηρέαζαν αρνητικά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπιζόταν το χαρούπι, το οποίο χρησιμοποιούνταν σχεδόν αποκλειστικά για κτηνοτροφική χρήση. Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις μειώθηκαν και η καλλιέργεια συρρικνώθηκε αισθητά.

Εμβληματικό είδος για την Ελλάδα

Όμως, η φυσική παρουσία της χαρουπιάς είναι έντονη σε πολλά σημεία της νησιωτικής χώρας και σε περιοχές της Νότιας Ελλάδας με υψόμετρο χαμηλότερο από 600 μ., όπου ενδημεί. Χαρακτηριστικό είναι το τουριστικό μονοπάτι στη Νότια Κρήτη, που οδηγεί στο μεγαλύτερο φυσικό δάσος χαρουπιάς της Ευρώπης, το Χαρουπόδασος των Τριών Εκκλησιών.

Σήμερα, η χαρουπιά αποτελεί εμβληματικό είδος για τη χώρα μας, αναγνωρισμένη από την UNESCO, που συμπεριλαμβάνεται στον Εθνικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς Ελλάδας και Κύπρου.

Συχνές δράσεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο (www.carobofcrete.gr, Συμπόσιο Χαρουπιού 2022, Μεσογειακό Συνέδριο Χαρουπιάς 2023, INGENIUM-The Carob Challenge 2024 κ.ά.) αποδεικνύουν την αυξανόμενη αναγνώριση που δίνεται στο χαρούπι, αλλά και τη χαρουπιά, ως καλλιεργούμενο, δασικό και καλλωπιστικό είδος για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και της επισιτιστικής κρίσης.

Καθώς πληθώρα επιστημονικών εργασιών αναφέρονται στις ευεργετικές ιδιότητες από την κατανάλωση χαρουπιού, ανακαλύπτουμε εκ νέου αυτό το ξεχασμένο προϊόν, για ανθρώπινη κατανάλωση αυτήν τη φορά.

Μέχρι πρόσφατα, η καλλιέργεια της χαρουπιάς είχε εκτατικό χαρακτήρα (αραιά ή διάσπαρτα δέντρα) που χρησίμευαν ως «όρια» αγροτεμαχίων ή για επικουρική κτηνοτροφική χρήση. Όμως, τα τελευταία 20-30 χρόνια, η καλλιέργεια έχει γίνει πιο συστηματική και οργανωμένη, με σκοπό την εμπορική απόδοση. Η ελληνική ετήσια παραγωγή υπολογίζεται σήμερα σε 15.000 τόνους, με τάση αύξησης, καθώς η καλλιέργεια κερδίζει συνεχώς έδαφος.

Ιδανική εναλλακτική καλλιέργεια

Η ανθεκτικότητα της χαρουπιάς σε ακραίες περιβαλλοντικές συνθήκες με έντονες ξηρασίες την καθιστά ιδανική εναλλακτική καλλιέργεια. Το είδος αναπτύσσεται καλύτερα σε θερμές, ηπειρωτικές περιοχές και αντέχει στις υψηλές θερμοκρασίες και την υγρασία των παραθαλάσσιων περιοχών, ενώ προσαρμόζεται σε συνθήκες υψηλής ατμοσφαιρικής υγρασίας, όπως οι υποτροπικές περιοχές της Κρήτης.

Μοναδικές ευαισθησίες παρουσιάζει σε χαλάζι και χιόνι. Ως αυτοφυές είδος, η χαρουπιά αποτελεί παράγοντα προστασίας του εδάφους από τη διάβρωση λόγω του εκτεταμένου ριζικού συστήματος που αναπτύσσει και έχει ελάχιστες απαιτήσεις σε νερό, οι οποίες καλύπτονται από τις ετήσιες βροχοπτώσεις.

Άρδευση απαιτείται μόνο σε περίπτωση αναδασώσεων και για την ταχύτερη ανάπτυξη νεαρών δέντρων ή σε εμπορικές φυτείες. Προσαρμόζεται καλά σε φτωχά, ασβεστώδη και υποβαθμισμένα εδάφη, τα οποία είναι ακατάλληλα για την καλλιέργεια άλλων ειδών. Επιπλέον, εμφανίζει ελάχιστα προβλήματα εχθρών και ασθενειών, καθιστώντας εφικτό στόχο τη βιολογική καλλιέργεια.

Ως συνέπεια, η χαρουπιά παρουσιάζει χαμηλό κόστος παραγωγής, με ικανοποιητική δυνατότητα κέρδους. Τα προϊόντα χαρουπιού χρησιμοποιούνται επιπλέον σε διάφορους τομείς της βιομηχανίας (τροφίμων, καλλυντικών, ενέργειας κ.ά.), προσφέροντας ακόμη μεγαλύτερες δυνατότητες αξιοποίησης του προϊόντος.

Ως δασικό και αυτοφυές είδος, η χαρουπιά μπορεί να αναπτυχθεί και να παράγει καρπούς χωρίς λίπανση. Η χρήση της ως δασικού είδους της μεσογειακής χλωρίδας θεωρείται σωτήρια για την αναδάσωση και την αποφυγή καταστροφών από πυρκαγιές, καθώς καίγεται με αργό ρυθμό και αναβλαστάνει γρήγορα. Τα δέντρα χαρουπιάς έχουν αναπτύξει μηχανισμούς για να επιβιώνουν στο ξηρό μεσογειακό κλίμα και δεν επηρεάζονται από τις ακραίες συνθήκες που επικρατούν.

Αυτό τα καθιστά εξαιρετική επιλογή ως καλλωπιστικό φυτό, ιδανικό για φύτευση σε αστικά πάρκα και πεζοδρόμια. Με βάση τα παραπάνω, η εγκατάσταση της χαρουπιάς είναι δυνατή σχεδόν στη μισή Ελλάδα, σε περιοχές με κατάλληλο μικροκλίμα, όπως είναι η Πελοπόννησος, η Κρήτη, τα Νησιά Ανατολικού Αιγαίου και τα Δωδεκάνησα.

Συμβολή στη βιοποικιλότητα της ελληνικής χλωρίδας

Η Ελλάδα διαθέτει μεγάλο αριθμό γενοτύπων χαρουπιάς με διαφορετικά βοτανικά χαρακτηριστικά, συμβάλλοντας στη βιοποικιλότητα της ελληνικής χλωρίδας. Ζαχαροχάρουπα, Πλάτσες, Κατσούνια, Στραβοχάρουπα και Ήμερα (Εικ. 2-6) είναι οι κύριες κατηγορίες γενοτύπων, που συναντώνται στον ελληνικό χώρο, με επίκεντρο την Κρήτη.Οι γενότυποι αυτοί βρίσκονται σήμερα υπό μελέτη από τον ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, με σκοπό να προσδιοριστούν ελληνικές ποικιλίες χαρουπιάς και να δημιουργηθεί πιστοποιημένο φυτικό υλικό, που θα προσφέρει στους παραγωγούς τη δυνατότητα να εγκαταστήσουν ποικιλίες με επιλεγμένα καλλιεργητικά και εμπορικά χαρακτηριστικά.

Αναγκαία μια νέα προσέγγιση

Οι σύγχρονες γεωργικές απαιτήσεις οδηγούν στην ανάγκη νέας προσέγγισης μιας εμπορικής καλλιέργειας χαρουπιάς, με σκοπό τη βιωσιμότητα του παραγωγού και τον σεβασμό στο περιβάλλον. Για κάποιον παραγωγό που θα ήθελε να καλλιεργήσει χαρουπιές, η προσέγγιση αυτή περιλαμβάνει: 

 Ανάλυση χώματος και προφυτευτικές κατεργασίες εδάφους, για αποφυγή μελλοντικών έντονων επεμβάσεων (Ζωντανοί Αγροί). 

 Φύτευση, υποστύλωση, προστασία από ζώα, εγκατάσταση αρδευτικού συστήματος. 

 Εφαρμογή άρδευσης και λίπανσης ακριβείας, σύμφωνα με εργαστηριακές αναλύσεις και μετρήσεις. 

✱ Εφαρμογή σύγχρονων καλλιεργητικών τεχνικών για βελτιστοποίηση της παραγωγής. 

Τελικός στόχος είναι η δημιουργία μιας αλυσίδας αξίας για το χαρούπι, που θα στηρίξει παραγωγούς, μεταποιητές και εμπόριο, ενώ παράλληλα θα αυξήσει την εμπιστοσύνη και το αίσθημα ασφάλειας των καταναλωτών, προς τα προϊόντα χαρουπιού. Σκοπός είναι όχι μόνο η παραγωγή πρώτης ύλης (χαρούπι), αλλά και η μεταποίησή της ανάλογα με τα εμπορικά και οργανοληπτικά κριτήρια κάθε ποικιλίας.

Τα προϊόντα που θα προκύψουν μπορούν να φέρουν την «ταυτότητα προέλευσης», δηλαδή τη σύνδεση του προϊόντος με τη χώρα προέλευσης, που θα τους προσδώσει προστιθέμενη αξία. Η προώθηση ελληνικών προϊόντων χαρουπιού ΠΟΠ και ΠΓΕ σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, σε συνδυασμό με την άριστη ποιότητα που διαθέτουν, μπορεί να αυξήσει την ήδη υπάρχουσα ζήτηση σε προϊόντα χαρουπιού.

Αυτό με τη σειρά του θα οδηγήσει σε αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων και θα αποτελέσει εφαλτήριο για την ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα, με τη χρήση της χαρουπιάς ως εναλλακτικής καλλιέργειας.

Οι μνήμες των ανθρώπων, που συνέδεσαν το χαρούπι με δύσκολες περιόδους, οδήγησαν στον εξοστρακισμό του από την καθημερινή διατροφή, καθώς με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου, νέα τρόφιμα εισήχθησαν στο τραπέζι μας

Συμπερασματικά, η χαρουπιά είναι από τα λίγα είδη που μπορούν να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή σε επίπεδο περιβάλλοντος και παραγωγής. Όπως και στο παρελθόν, η καλλιέργειά της μπορεί να στηρίξει την επισιτιστική κρίση με χρήση άγονων και ανεκμετάλλευτων περιοχών.

Οι ελληνικοί γενότυποι θα οδηγήσουν μελλοντικά στην καταχώριση ελληνικών ποικιλιών και θα προσφέρουν τη λεγόμενη «ταυτότητα προέλευσης προϊόντος», γεγονός που θα δημιουργήσει μια αλυσίδα αξίας και θα βοηθήσει στην ανάδειξη ελληνικών προϊόντων χαρουπιάς. Γνωρίζουμε πλέον πως τα τρόφιμα χαρουπιού διαθέτουν μεγάλη εμπορική αξία και μπορούν να συνεισφέρουν στη βιωσιμότητα και την ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα.