Καπνός… έγιναν οι καπνοπαραγωγοί μέσα σε μια επταετία

των Αντώνη Ανδρονικάκη, Μαρίας Αμπατζή

Aποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία που δημοσιεύει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας σε έκθεσή του, που πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με θέμα τις βιώσιμες λύσεις για τη μετάβαση των παραγωγών καπνού σε άλλες διεξόδους.

Σύμφωνα με αυτά, η πάλαι ποτέ δυναμική καλλιέργεια, που αποτελούσε οικονομικό αιμοδότη της περιφέρειας, αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση συρρίκνωσης. Βεβαίως, τα παραπάνω δεν αποτελούν κάτι το καινούριο. Στις τάξεις των καπνοκαλλιεργητών, που για επί σειρά ετών ζούσαν τις οικογένειές τους από το προϊόν, και μέχρι το πρόσφατο παρελθόν άγγιζαν τις 150.000, σημείο καμπής αποτέλεσε η μεταρρύθμιση της ΚΑΠ που εφαρμόστηκε το 2006, έτος κατά το οποίο ο όγκος της παραγωγής περιορίστηκε σε 22.240 τόνους, μειωμένος κατά σχεδόν 80% σε σχέση με το αμέσως προηγούμενος έτος.

Τότε, η δραστική περικοπή των ενισχύσεων των καπνοπαραγωγών ώθησε μεγάλο αριθμό αυτών εκτός της καλλιέργειας. Η πραγματικότητα αποτυπώνεται με επικαιροποιημένα στοιχεία όπως αυτά του παρακάτω πίνακα και αποτελεί πάντοτε μια αφορμή για προβληματισμό και επαναστοχασμό. Η φθίνουσα πορεία συνεχίζεται και αφορά το σύνολο της ΕΕ. Όπως απεικονίζεται στο σχετικό πίνακα την περίοδο 2012-2018 ο αριθμός των καλλιεργητών μειώθηκε σχεδόν στο μισό για το σύνολο της ΕΕ αλλά και τις βασικές παραγωγικές χώρες-μέλη, δηλαδή την Ελλάδα, την Βουλγαρία, την Ιταλία και την Πολωνία.

Αξίζει ωστόσο να τονισθεί ότι η Ελλάδα αποτελεί πλέον τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή χώρα με κριτήριο τον αριθμό των καλλιεργητών.

Τα στοιχεία αύξησης της παγκόσμιας κατανάλωσης που ξαφνιάζουν

Υπάρχουν 1,1 δισεκατομμύρια καταναλωτές καπνού παγκοσμίως, με πρόβλεψη αυτός ο αριθμός να αυξηθεί σε 1,6 δισ. έως το 2035. Η παγκόσμια κατανάλωση καπνού αυξάνεται, παρά το γεγονός ότι μειώνεται σε ορισμένες χώρες μεσαίου και υψηλού εισοδήματος. Αξίζει πάντως να αναφερθεί ότι το 80% των καταναλωτών καπνού διαβιούν σε χώρες μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος. Μάλιστα, στις αναπτυσσόμενες χώρες, οι καπνιστές δαπανούν έως και 30% του εισοδήματός τους στον καπνό.

Τα παραπάνω είναι αποτέλεσμα της ταύτισης της αντικαπνιστικής πολιτικής με την αντικαπνική πολιτική. Η «ΥΧ» συνομίλησε με τον γραμματέα της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ακατέργαστου Καπνού, Βασίλη Μελενεκλή, ο οποίος σχολίασε τα ανωτέρω στοιχεία. «Η μεγάλη χειρωνακτική εργασία χαρακτηρίζει την καπνοκαλλιέργεια, καθώς ένα στρέμμα καπνού απαιτεί 150-170 εργατοώρες», σύμφωνα με τον καπνοπαραγωγό. Ο ίδιος σημειώνει για τον Μπασμά ότι χρειάζεται διαφορετική στρατηγική, «ώστε να διασφαλίζεται αξιοπρεπές εισόδημα στους παραγωγούς και θετική πορεία για τις επιχειρήσεις». Θυμίζει ότι με την εφαρμογή της νέας ΚΑΠ, η καπνοκαλλιέργεια στην Ελλάδα συρρικνώθηκε.

 

Αριθμός καπνοκαλλιεργητών στις τέσσερις μεγαλύτερες καπνοπαραγωγικές χώρες – μέλη της ΕΕ

  2012 2018
Ελλάδα 14.968 8.669
Βουλγαρία 20.460 6.857
Ιταλία 2.971 2.010
Πολωνία 10.000 4.639
Σύνολο ΕΕ 51.603 26.032

 

Πρόβλημα το υψηλό κόστος παραγωγής και τα περιορισμένα έσοδα

Μιλώντας για ανεξέλεγκτο κόστος παραγωγής σε όλα τα προϊόντα, ο κ. Μελενεκλής αναφέρει ότι η Διεπαγγελματική προσδιορίζει το κόστος για τον καπνό στα 4 ευρώ. «Μια οικογένεια μπορεί να καλλιεργήσει έως 1,5 τόνο. Αν το προϊόν πουληθεί με 4,70 συγκεντρώνονται 7.000 ευρώ μεικτού κέρδους. Αφαιρούμε 1.500 ευρώ για έξοδα. 4.500 ευρώ διαιρεμένα δια πέντε μήνες, σε τέσσερα άτομα αναλογούν 225 ευρώ μηνιαίως κατ’ άτομο», εξηγεί και τονίζει ότι ο καπνοπαραγωγός εργάζεται σε καθεστώς εξανδραποδισμού και παραμένει στον καπνό, γιατί είναι μονοκαλλιέργεια.

Ο ίδιος αναδεικνύει ένα ζήτημα το οποίο μέχρι πρόσφατα είχε επανέλθει εμφαντικά στην αγροτική ατζέντα, αλλά στη συνέχεια η κυβέρνηση σταδιακά το απέσυρε: «Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα που δεν έχει αγροτικό πετρέλαιο, γιατί δεν ξεκαθαρίζουν τους πραγματικούς αγρότες από τους “δορυφόρους”». Εξηγεί, βέβαια, ότι το μεγαλύτερο κόστος στον καπνό είναι η εργασία στο χωράφι.

Κλείνοντας, ο κ. Μελενεκλής ανέφερε: «Βέβαια να πούμε ότι και η προηγούμενη πολιτική των επιδομάτων δεν βοήθησε να ξεπεραστεί η κρίση και να ενισχυθούν τα ποιοτικά παραγόμενα προϊόντα και οι παραγωγοί τους».