Καρπούζι: Οι περσινές τιμές αυξάνουν το καλλιεργητικό ενδιαφέρον

Ξεκίνησαν οι φυτεύσεις των υπό κάλυψη υπαίθριων κηπευτικών καρπουζιού στις πρώιμες περιοχές της χώρας. Η διαδικασία αυτή θα συνεχιστεί και το επόμενο διάστημα, μέχρι τα τέλη Μαΐου, αλλά και σε οψιμότερες περιοχές, στις αρχές καλοκαιριού.

Σύμφωνα με τους παραγωγούς καρπουζιού, η μέχρι τώρα εικόνα παραπέμπει σε αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων, λόγω των τιμών που οι ίδιοι αποκόμισαν την προηγούμενη χρονιά. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι το καρπούζι είναι ένα προϊόν που δεν έχει μεγάλο ανταγωνισμό από το εξωτερικό, συνεπώς οι τιμές του εξαρτώνται από την εσωτερική παραγωγή.

Σύμφωνα με τον Γιώργο Σεληκούνα, καρπουζοπαραγωγό από το Μακρυχώρι Λάρισας, οι φυτεύσεις στην περιοχή του έχουν ξεκινήσει εδώ και λίγες μέρες και θα συνεχιστούν καθ’ όλη τη διάρκεια της άνοιξης, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες που θα επικρατήσουν. «Κάνουμε χρήση εμβολιασμένων καρπουζιών από την αρχή μέχρι το τέλος των φυτεύσεων. Το σύνολο των σπορόφυτων φυτεύεται ακόμα και μέχρι τον Μάιο, σε χαμηλά τολ, σκεπασμένα με νάιλον. Στις πρώιμες φυτεύσεις χρησιμοποιούμε θερμικό νάιλον, ώστε να περιορίσουμε σε μεγάλο βαθμό τις χαμηλές θερμοκρασίες που τυχόν θα επικρατήσουν εκείνη την περίοδο».

Ο ίδιος εξηγεί ότι η πρακτική αυτή ανεβάζει το κόστος παραγωγής, που μαζί με τα εργατικά χέρια προσεγγίζει τα 1.000 ευρώ ανά στρέμμα. Το κόστος παραγωγής για τα σπορόφυτα ανέρχεται περίπου σε 200 ευρώ ανά στρέμμα. Το μαύρο νάιλον για την εδαφοκάλυψη κυμαίνεται στα 250 ευρώ, ενώ περίπου 200 ευρώ στοιχίζει το θερμικό νάιλον για την κάλυψη των φυτών. Τα υπόλοιπα 350 ευρώ αφορούν τις καλλιεργητικές φροντίδες και τις εισροές (φυτοφάρμακα, λιπάσματα), αλλά και το κόστος των εργατικών χεριών.

Ωστόσο, υπάρχουν αστάθμητοι παράγοντες που ενδέχεται να εκτοξεύσουν το κόστος. «Πρόκειται για μια καλλιέργεια που ενέχει σημαντικό ρίσκο, διότι εκτίθεται σε μεγάλο βαθμό στις καιρικές συνθήκες που επικρατούν από την έναρξη της φυτείας μέχρι και πριν από τη συγκομιδή», προσθέτει ο κ. Σεληκούνας.

Στο ερώτημά μας για τη διαχείριση του νάιλον που χρησιμοποιείται στο σύνολο της καλλιέργειας για εδαφοκάλυψη, όπως επίσης και την κάλυψη των φυτών, ο ίδιος είναι σαφέστατος: «Κάθε χρόνο, χιλιάδες στρέμματα καλύπτονται με νάιλον στην περιοχή μας. Εφόσον δεν διαχειριστούν σωστά, οι μεγάλες αυτές ποσότητες δημιουργούν προβλήματα στο περιβάλλον, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για τη δική μας παραγωγή. Μετά την ολοκλήρωσή της, εμείς συλλέγουμε όλα αυτά που χρησιμοποιήσαμε και τα στέλνουμε στην Τρίπολη για ανακύκλωση. Η πρακτική αυτή εντάσσεται στις συμβατικές μας υποχρεώσεις για την προστασία του περιβάλλοντος».

Τα σούπερ μάρκετ προτιμούν τα μικρού μεγέθους καρπούζια

Ο κ. Σεληκούνας τοποθετείται στην «ΥΧ» για τις υφιστάμενες τάσεις στην αγορά σε ό,τι αφορά τα μεγέθη των καρπουζιών, καθώς ο ίδιος συνεργάζεται με εταιρείες του εξωτερικού, όπως επίσης και της εγχώριας αγοράς. Όπως υποστηρίζει, οι δυτικές χώρες δείχνουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον προς τα στρόγγυλα καρπούζια, σε σχέση με τα τύπου βαρέλα, που ήθελαν παλαιότερα. «Οι μικρόκαρπες ποικιλίες δεν έχουν μεγάλη ζήτηση από το εξωτερικό και συνήθως αγοράζονται από τα σούπερ μάρκετ της χώρας μας, λόγω της καλύτερης διαχείρισης από τους καταναλωτές, αλλά και τους ίδιους», προσθέτει.

Μικρή η αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων στην Αμαλιάδα

Ήδη από τον Ιανουάριο είχε ξεκινήσει η φύτευση των καρπουζιών στα θερμοκήπια ψυχρού τύπου της Αμαλιάδας. Όπως μας ενημερώνει ο Θανάσης Ραφτόπουλος, παραγωγός από την Αμαλιάδα, οι παραγωγοί της περιοχής στοχεύουν στα υπερπρώιμα καρπούζια και στα πρώιμα χαμηλής κάλυψης, των οποίων οι φυτεύσεις ξεκίνησαν από τις 20 Φεβρουαρίου. «Στις αρχές Μαΐου θα έχουμε τις πρώτες παραγωγές, αν φυσικά μας το επιτρέψουν και οι καιρικές συνθήκες», δηλώνει ο ίδιος. Υποστηρίζει, επίσης, ότι οι αποδόσεις στα θερμοκήπια κυμαίνονται από 3 έως 4 τόνους το στρέμμα.

Σε ό,τι αφορά τα υπαίθρια και υπό κάλυψη καρπούζια, ο κ. Ραφτόπουλος τονίζει ότι «οι αποδόσεις τους μπορεί να είναι μεγαλύτερες, ανάλογα φυσικά με το έδαφος, όπως επίσης και τη διαχείριση από τον παραγωγό». Αναφερόμενος στο θέμα της αγοράς του καρπουζιού, ο ίδιος επισημαίνει ότι υπάρχει ενδιαφέρον για το πρώιμο και το όψιμο. «Θέλει, όμως, μία καλύτερη οργάνωση και για τον λόγο αυτόν απαιτείται ένα σύγχρονο συλλογικό σχήμα ή μια ομάδα παραγωγών, που θα μπορούν να συγκεντρώνουν μεγαλύτερες ποσότητες και να κλείνουν καλύτερες τιμές».

Αυξημένο το κόστος στα σπορόφυτα

Για μεγαλύτερη ζήτηση εμβολιασμένων φυτών καρπουζιού κάνει λόγο και ο Μιχάλης Κούτρας, παραγωγός σπορόφυτων από τη Χαλκίδα. Όπως εκτιμά, οι περσινές καλές τιμές του καρπουζιού αύξησαν το ενδιαφέρον των παραγωγών για φυτεύσεις σε μεγαλύτερες εκτάσεις. Υποστηρίζει, επίσης, ότι αυτό θα συνεχιστεί και το καλοκαίρι. «Όλα θα εξαρτηθούν από τις καιρικές συνθήκες, αλλά και την επάρκεια του νερού», σημειώνει. Αναφερόμενος στο κόστος των σπορόφυτων, ο ίδιος κάνει λόγο για μια αύξηση που υπερβαίνει το 20%. «Το πολλαπλασιαστικό υλικό που έχουμε στα χέρια μας είναι ήδη ανεβασμένο σε σύγκριση με πέρσι. Εάν σε αυτό συνυπολογιστεί και το κόστος συσκευασίας, ενέργειας κ.ά., οι δαπάνες θα αυξηθούν περισσότερο».