Κάστανο: Μια καλλιέργεια στο στόχαστρο της κλιματικής αλλαγής

19/09/2024
8' διάβασμα
kastano-mia-kalliergeia-sto-stochastro-tis-klimatikis-allagis-332414

Παγκοσμίως, η καστανιά (Castanea spp., οικογένεια Fagaceae) είναι ένας σημαντικός πόρος από οικολογική, οικονομική και πολιτιστική άποψη. Οι καστανιές αναπαράγονται με χρήση σπορόφυτων ή αγενούς πολλαπλασιασμού. Αυτά τα δέντρα μπορούν να βρεθούν σε φυσικές και ημιφυσικές δασικές συστάδες ή σε διαχειριζόμενες συστάδες, συμπεριλαμβανομένων παραδοσιακών οπωρώνων και σύγχρονων φυτειών. Καλλιεργούνται για τη σημασία του καρπού και του ξύλου τους.

Ο καρπός χρησιμοποιείται σε παρασκευές πολλών συνταγών λόγω της υψηλής θρεπτικής του αξίας και μπορεί να καταναλωθεί με δύο διαφορετικούς τρόπους: Ως φρέσκο φρούτο ή ως επεξεργασμένο προϊόν.

Σήμερα, είναι γνωστά τέσσερα είδη καστανιάς που αναπτύσσονται σε υποτροπικά, μεσογειακά και εύκρατα δάση στο Βόρειο Ημισφαίριο: Η κινέζικη καστανιά (Castanea mollissima), η ιαπωνική καστανιά (Castanea crenata), η αμερικάνικη καστανιά (Castanea dentata) και η ευρωπαϊκή καστανιά (Castanea sativa), που καλλιεργούνται ευρέως λόγω της οικονομικής σημασίας για τους καρπούς τους. Το 2019, η παγκόσμια ποσότητα παραγωγής κάστανου ήταν περίπου 2,5 εκατομμύρια τόνοι, με κυρίαρχη την παραγωγή Castanea mollissima στην Ασία (2005 × 103 τόνους), ακολουθούμενη από την Castanea sativa στην Ευρώπη (311 × 103 τόνους). Σύμφωνα με τις τελευταίες διαθέσιμες αναφορές, οι παγκόσμιοι κύριοι παραγωγοί, ανά ποσότητα, είναι η Κίνα (77%), η Ισπανία (8%), η Τουρκία (3%), η Δημοκρατία της Κορέας (2%), η Ιταλία (2%) και η Πορτογαλία (1%).

Επιπτώσεις

Η καστανιά είναι ένα μεσόφιλο είδος από θερμά εύκρατα κλίματα, καθώς οι καλύτερες συνθήκες για την ανάπτυξή της είναι η μέτρια θερμοκρασία και υγρασία. Επιπλέον, η καστανιά είναι ένα μέτριο θερμόφιλο είδος, που προσαρμόζεται καλά σε οικοσυστήματα με μέση ετήσια θερμοκρασία μεταξύ 8-15 βαθμών Κελσίου και με μέσες μηνιαίες θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια του βλαστικού του κύκλου πάνω από 6-8 βαθμούς Κελσίου. Ανέχεται ένα ευρύ φάσμα κλιματικών συνθηκών που ποικίλλουν: Από δροσερές και υγρές συνθήκες στη βιοκλιματική περιοχή του Ατλαντικού, έως θερμές και ξηρές συνθήκες στη βιοκλιματική περιοχή της Μεσογείου.

Η φαινολογία του κάστανου επηρεάζεται από κλιματικές μεταβλητές που επηρεάζουν την ανάπτυξη και την αναπαραγωγή των φυτών. Η ικανότητα προσαρμογής του είδους σε εξωτερικούς παράγοντες εκφράζεται στα χαρακτηριστικά κάθε ποικιλίας, τη φαινολογία, τον χρόνο ωρίμανσης, την ωρίμανση του καρπού, την αντοχή στο στρες, την αντοχή σε παράσιτα και ασθένειες, μεταξύ άλλων. Η Castanea sativa, που είναι και καλλιεργούμενη, θεωρείται απειλούμενη λόγω της ευαισθησίας της σε διάφορες ασθένειες, όπως αυτή της μελάνωσης, που ευθύνονται για την παρακμή οπωρώνων καστανιάς σε πολλές χώρες του κόσμου.

Νέες προκλήσεις

Στο μέλλον, αναμένονται νέες προκλήσεις που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, οι οποίες θα μπορούσαν να απειλήσουν αυτή την καλλιέργεια. Δεδομένου ότι η καλλιέργεια καστανιάς για παραγωγή καρπών συγκεντρώνεται κυρίως στη Νότια Ευρώπη, και πιο συγκεκριμένα στη λεκάνη της Μεσογείου, η κλιματική αλλαγή μπορεί να αποτελεί σημαντική απειλή.

Η θερμοκρασία επηρεάζει τις κύριες φυσιολογικές διεργασίες, όπως είναι οι ρυθμοί ανάπτυξης των φυτών, ο φαινολογικός συγχρονισμός, η παραγωγικότητα και η ποιότητα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι υψηλότερες θερμοκρασίες μπορεί να φέρουν κάποια οφέλη, όπως αυξημένη παραγωγικότητα, με επιτάχυνση της ωρίμανσης των καρπών, προκαλώντας την πρώιμη συγκομιδή.

Επιπλέον, η θερμοκρασία του αέρα συνδέεται στενά με την ακτινωτή ανάπτυξη των στελεχών των δέντρων, καθώς είναι ο μέγιστος ρυθμός ανάπτυξης που συσχετίζεται τόσο με τη θερμοκρασία όσο και με το μέγιστο διάρκειας ημέρας.

Είναι σημαντικό να εντοπιστούν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στις καστανιές, βελτιώνοντας την τρέχουσα κατανόηση των διασυνδέσεων κλίματος-δέντρου

Από την άλλη πλευρά, η ανεπαρκής συσσώρευση ψύχους μπορεί να μειώσει την καρπόδεση, με επιζήμιες συνέπειες στις αποδόσεις. Σε άλλες περιπτώσεις, οι ανοδικές τάσεις της θερμοκρασίας μπορεί να μειώσουν τη διαθεσιμότητα νερού και τις απαιτούμενες ώρες ψύχους για το σπάσιμο του λήθαργου. Το υδάτινο στρες μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ένα ευρύ φάσμα αρνητικών επιπτώσεων, όπως χαμηλή άνθιση και καρπόδεση, χαμηλή φυλλική επιφάνεια, περιορισμένη φωτοσύνθεση, αποβολή ανθέων κ.λπ. Αυτή την κατάσταση τη βιώνουμε και στη χώρα μας.

Είναι σημαντικό, λοιπόν, να εντοπιστούν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στις καστανιές, βελτιώνοντας την τρέχουσα κατανόηση των διασυνδέσεων κλίματος-δέντρου. Για την αντιμετώπιση αυτών των προβλεπόμενων αλλαγών πρέπει να σχεδιαστούν στρατηγικές προσαρμογής.

Συμπεράσματα

Η κλιματική αλλαγή έχει επηρεάσει την ανάπτυξη των καστανιών σε φαινολογικό, φυσιολογικό και γενετικό επίπεδο. Ως εκ τούτου, ποικιλίες και υποκείμενα ανθεκτικά στις ασθένειες είναι επιθυμητά για την παραγωγή κάστανων.

Ουσιαστικά, η γενετική ποικιλότητα παρέχει τη θεμελιώδη βάση για την εξέλιξη μέσω της φυσικής επιλογής. Η διατήρησή της εντός και μεταξύ των πληθυσμών ενός είδους είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της δυνατότητάς του να προσαρμοστεί στις μελλοντικές περιβαλλοντικές αλλαγές.

Συνοψίζοντας, αυτό που αναμένεται είναι ότι οι καλλιεργητές θα χρειαστεί να αντικαταστήσουν τις ευπαθείς ποικιλίες με πιο ανθεκτικές στο κλίμα. Η παρατήρηση των στενών σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ του κλίματος και της γενετικής μεταβλητότητας είναι απαραίτητη για τα βιώσιμα πλαίσια. Ως άμεση αναγκαιότητα, λοιπόν, αναδύονται οι στρατηγικές προσαρμογής της καλλιέργειας.

Στρατηγικές μετριασμού και προσαρμογής

Για την καταπολέμηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, οι στρατηγικές μετριασμού και προσαρμογής αποτελούν πρωταρχικά μέσα προς εφαρμογή. Η διαχείριση αυτών των μέτρων γίνεται με διακριτό τρόπο, λόγω των διαφορών στις προτεραιότητες για τα μέτρα και των διαχωρισμένων πολιτικών σχεδιασμού και εφαρμογής σε διεθνές και εθνικό επίπεδο.

Τα μέτρα προσαρμογής προάγουν την προσαρμοστική ικανότητα και μειώνουν την ευπάθεια στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, ενώ ταυτόχρονα επωφελούνται από θετικές ευκαιρίες που προκύπτουν από την κλιματική αλλαγή. Εάν η διαχείριση των αρνητικών επιπτώσεων σχεδιαστεί και εφαρμοστεί σωστά, η κλιματική αλλαγή μπορεί να προσφέρει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα σε καλλιεργητές που θα τα υιοθετήσουν πρώιμα. Οι στρατηγικές προσαρμογής εξαρτώνται κυρίως από τον χρόνο εφαρμογής και χωρίζονται σε:

  • Βραχυπρόθεσμες στρατηγικές προσαρμογής: Πρόκειται για ενέργειες που αναλαμβάνουν οι καλλιεργητές και προσδιορίζονται ως απλές αλλαγές στις παρεμβάσεις στον οπωρώνα που μπορούν να εφαρμοστούν μέσα σε μία ή δύο εποχές, όπως διαχείριση άρδευσης – εδάφους και καλλιεργητικές πρακτικές, για την προστασία από ακραία καιρικά φαινόμενα, παράσιτα και ασθένειες.
  • Μακροπρόθεσμες στρατηγικές προσαρμογής: Είναι γνωστό ότι υπάρχει μια στενή σχέση μεταξύ του κλίματος και της γενετικής παραλλακτικότητας, η οποία θα μπορούσε να βοηθήσει στην κατανόηση των διαδικασιών προσαρμογής των ειδών που θα βοηθήσουν στη διαχείριση και στη διασφάλιση της διατήρησης των καλλιεργειών με την αλλαγή ποικιλιών. Υπάρχουν ποικιλίες και υποκείμενα ανθεκτικά στις ασθένειες, αλλά και με προσαρμοστικότητα σε επιθυμητά περιβάλλοντα που παρουσιάζουν αβιοτικές συνθήκες καταπόνησης.

ΓΡΑΦΕΙ:

Καθηγητής εχνολογίας, Ασφάλειας και Ανάπτυξης Λειτουργικών Τροφίµων και Υγειοπροστατευτικών Προϊόντων στη Δηµόσια Υγεία, Πανεπιστήµιο Δυτικής Αττικής (ΠΑΔΑ)