Η κλιματική αλλαγή αυξάνει το ρίσκο για τα funds που επενδύουν στη γεωργία

Η μεταβλητότητα των τιμών αναγκάζει τους διαχειριστές κεφαλαίων να επενεξετάσουν τις τοποθετήσεις τους

των Μαρία Αντωνίου, Γιάννη Τσατσάκη

Σαν να μην έφτανε ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας και η αβεβαιότητα που αυτός έχει «σπείρει» στις αγορές αγροτικών προϊόντων, έρχεται τώρα και η κλιματική αλλαγή να εντείνει τον προβληματισμό των επενδυτικών funds που τοποθετούνται ή σκέφτονται να τοποθετηθούν σε επιχειρήσεις, οι οποίες παράγουν από τρακτέρ μέχρι λιπάσματα.

Το ζήτημα δεν είναι τόσο ο «απρόβλεπτος καιρός», αλλά ο τρόπος και το «βάθος» στο οποίο ακραία φαινόμενα, όπως οι παρατεταμένες ξηρασίες ή οι καταστροφικές πλημμύρες, μπορούν να επηρεάσουν μακροπρόθεσμα τις τιμές των εμπορευμάτων, άρα και τις δαπάνες των αγροτών, π.χ. για εξοπλισμό ή σπόρους.

Έκθεση που δημοσίευσε τον περασμένο Νοέμβριο το USDA προέβλεπε ότι η κλιματική αλλαγή θα αυξήσει τα κόστη σε κλάδους όπως η ενέργεια ή η αγροτική παραγωγή, ενώ οι πρώτες εκτιμήσεις τοποθετούν στο 1 δισ. δολάρια τις ζημιές σε φυτικό και ζωικό κεφάλαιο από τις πλημμύρες στη Νεμπράσκα. Το ίδιο το αμερικανικό υπουργείο Γεωργίας δεν είναι σε θέση να αποζημιώσει τους παραγωγούς για τέτοιου μεγέθους απώλειες.

Πονοκέφαλος για τους managers

Ακόμα και έμπειροι αναλυτές και διαχειριστές κεφαλαίων δυσκολεύονται να «διαβάσουν» τα νέα δεδομένα: «Δεν ξέρω πώς να αποτιμήσω αυτές τις εταιρείες πλέον», σχολιάζει στο Reuters ο Κρίστοφερ Τέρρι, διαχειριστής χαρτοφυλακίου στη Hodges Capital με έδρα το Ντάλας.

Είναι πιο δύσκολο να επενδύσεις σε έναν τομέα, όταν μιλάμε για επιπτώσεις με ορίζοντα πολλών δεκαετιών

προσθέτει, φέρνοντας ως παράδειγμα τις πλημμύρες που έπληξαν τη φετινή άνοιξη της μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ και οι οποίες θα αυξήσουν το κόστος των ζωοτροφών, περιορίζοντας ταυτόχρονα τα περιθώρια κέρδους κτηνοτροφικών και πτηνοτροφικών επιχειρήσεων, όπως η Cal-Maine Foods.

Άλλοι fund managers αναζητούν επιχειρήσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να επωφεληθούν από τις ακραίες μεταπτώσεις του καιρού. Για παράδειγμα, ο Μάικλ Άντερχιλ της Capital Innovations εκτιμά ότι εταιρείες όπως η ADM (Archer Daniels Midland, εκ των μεγαλύτερων διακινητών σιτηρών παγκοσμίως) ή η John Deere μπορεί να βγουν κερδισμένες από τη μεταβλητότητα των τιμών π.χ. η δεύτερη με το σκεπτικό ότι οι υψηλότερες τιμές σε ορισμένες καλλιέργειες (λόγω των απωλειών σε παραγωγή ή αποθέματα) μπορούν να ωθήσουν τους αγρότες να επενδύσουν σε νέο εξοπλισμό.

Σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος τονίζει στο Reuters ότι «αν νομίζει κανείς ότι τα επόμενα δέκα χρόνια θα μοιάζουν με τα προηγούμενα δέκα, είναι γελασμένος».

Eκτιμήσεις κινδύνου από ιδιωτικές εταιρείες

Μέχρι σήμερα, τα τιμ αναλυτών από εταιρείες όπως η William Blair ή η Wedbush στις εκτιμήσεις τους για την πορεία των μετοχών μεγάλων εισηγμένων αγροτικών επιχειρήσεων απέφευγαν κατά κανόνα να ενσωματώσουν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, κυρίως γιατί είναι ομολογουμένως δύσκολο να γίνουν προβλέψεις επί των επιπτώσεων αυτών σε επίπεδο τριμήνου ή μίας καλλιεργητικής σεζόν. Καθώς, όμως, αυτό καθίσταται αναγκαίο, το κενό αρχίζουν να καλύπτουν ιδιωτικές ερευνητικές εταιρείες όπως η Four Twenty Seven, η οποία παρέχει τριμηνιαίες εκτιμήσεις κλιματικού κινδύνου σε επιχειρήσεις, οι οποίες δραστηριοποιούνται σε όλα τα στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας.

«Κανείς, πλέον, δεν μπορεί να ξέρει τι θα συμβεί με τις τιμές των βασικών προϊόντων και είναι σχεδόν αδύνατον να προβλέψουμε», δηλώνει στο Reuters ο Λούκας Γουάιτ, διαχειριστής χαρτοφυλακίου στην GMO, μεταξύ άλλων, εστιάζει και στον κλάδο των λιπασμάτων, ο οποίος δεν αποκλείεται να βρεθεί μπροστά σε αυξημένη ζήτηση, καθώς οι ισχυρές καταιγίδες «απογυμνώνουν» το έδαφος από πολύτιμα θρεπτικά συστατικά. Ο ίδιος επισημαίνει ότι γίνεται πλέον όλο και πιο δύσκολο «να παράξει κανείς αγροτικά προϊόντα σε έναν κόσμο που επηρεάζεται ολοένα και περισσότερο από την κλιματική αλλαγή».