Κοινό Κέντρο Ερευνών (JRC) – «Αχίλλειος πτέρνα» οι καταναλωτές στη σπατάλη τροφίμων της εφοδιαστικής αλυσίδας

Οι Έλληνες πολίτες έχουν το μικρότερο μερίδιο ευθύνης πανευρωπαϊκά, αλλά και σχεδόν τον υψηλότερο συντελεστή σε ό,τι αφορά τη ζημιά που προκαλεί ο εγχώριος πρωτογενής τομέας

Κάθε χρόνο, περίπου το 1/3 των τροφίμων που παράγονται παγκοσμίως καταλήγει στα σκουπίδια. Μόνο στην Ευρώπη, παράγονται περίπου 90 εκατομμύρια τόνοι αποβλήτων τροφίμων και 700 εκατομμύρια τόνοι αγροτικών απορριμμάτων. Εάν σκεφτεί κανείς ότι η πλειονότητα των τροφίμων που σπαταλούνται είναι κατάλληλα για κατανάλωση, η ετήσια οικονομική ζημιά για το κάθε κράτος-μέλος ανέρχεται σε δεκάδες δισ. ευρώ. Τώρα, χάρη σε μια νέα εναρμονισμένη μεθοδολογία του Κοινού Κέντρου Ερευνών (JRC) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έχουμε την ευκαιρία να μάθουμε ποιες χώρες της ΕΕ και ποια σκέλη της εφοδιαστικής αλυσίδας ευθύνονται περισσότερο για την επιβάρυνση.

Το νεοσύστατο μοντέλο του JRC ποσοτικοποιεί τα απόβλητα τροφίμων σε κάθε στάδιο της εφοδιαστικής αλυσίδας τροφίμων (πρωτογενής παραγωγή, επεξεργασία και μεταποίηση, λιανικό εµπόριο και διανοµή, κατανάλωση, τόσο στις υπηρεσίες τροφίμων όσο και στα νοικοκυριά).

Οι ομάδες τροφίμων για τις οποίες υπολογίζονται τα απόβλητα είναι οι εξής: ζαχαρότευτλα, σιτηρά, φρούτα, λαχανικά, πατάτες, ελαιούχοι σπόροι, κρέας, ψάρι, αβγά και γαλακτοκομικά προϊόντα.

Εάν λάβουμε υπόψη το συνολικό αποτύπωμα της εφοδιαστικής αλυσίδας κάθε χώρας, το μεγαλύτερο ποσοστό ευθύνης φαίνεται να βαραίνει μεσογειακές χώρες, με τις Ιταλία (14.309 χιλιάδες τόνοι) και Ισπανία (13.124 χιλιάδες τόνοι) να καταλαμβάνουν την κορυφή της πυραμίδας στην τελευταία επίσημη καταμέτρηση του 2017.

Η Ελλάδα, με 2.184 χιλιάδες τόνους αποβλήτων τροφίμων υπολείπεται σημαντικά, κάτι που εν μέρει μπορεί να αποδοθεί στη μικρότερη έκτασή της (αλλά και πάλι η αναλογία αποβλήτων ανά τετραγωνικό μέτρο είναι χαμηλότερη σε σύγκριση με τις προαναφερθείσες χώρες).

Εξετάζοντας τα επιμέρους σκέλη της ευρωπαϊκής αλυσίδας εφοδιασμού, η μελέτη διαπιστώνει ότι το μεγαλύτερο τμήμα της συνολικής ποσότητας τροφίμων που απορρίπτεται προκύπτει στο στάδιο της κατανάλωσης, κάτι που ισχύει για όλες τις χώρες ανεξαιρέτως.

Παρότι η Ελλάδα δεν ξεφεύγει από αυτόν τον κανόνα, το ποσοστό 56,8% επί της συνολικής επιβάρυνσης που αποδίδεται στους καταναλωτές είναι το μικρότερο που καταγράφεται πανευρωπαϊκά. Αντιθέτως, η Ελλάδα αγγίζει την κορυφή της Ευρώπης όσον αφορά την αναλογία της επιβάρυνσης που αποδίδεται στον αγροτικό της τομέα σε σύγκριση με τα υπόλοιπα στάδια της αλυσίδας της. Πιο συγκεκριμένα, η πρωτογενής παραγωγή της χώρας μας ευθύνεται για το 18,7% των συνολικών εθνικών αποβλήτων τροφίμων, ποσοστό που υπερβαίνουν –οριακά– μόνο η Ισπανία και η Ολλανδία (18,8% αμφότερες).

Στα συνολικά απόβλητα τροφίμων του αγροτικού τομέα, η Ελλάδα με 408 χιλιάδες τόνους βρίσκεται στην έβδομη θέση της κατάταξης της ΕΕ. Στην κορυφή βρίσκονται τρεις χώρες που βρέχονται από τη Μεσόγειο: Η Ισπανία (2.445 χιλιάδες τόνοι), η Ιταλία (1.811 χιλιάδες τόνοι) και η Γαλλία (1.020 χιλιάδες τόνοι). Βέβαια, εάν ληφθεί ξανά υπόψη η μεγαλύτερη έκταση των εν λόγω χωρών, αντιλαμβάνεται κανείς ότι εδώ ο υπολογισμός βάσει μιας αναλογίας έκτασης θα τοποθετούσε την Ελλάδα πολύ υψηλότερα στην κατάταξη.

Τα προϊόντα που βρέθηκαν ότι συντελούν στις μεγαλύτερες ποσότητες αποβλήτων τροφίμων είναι τα λαχανικά, τα φρούτα και τα δημητριακά, αν και υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις από χώρα σε χώρα. Πάντως, στην Ελλάδα, το άθροισμα φρούτων και λαχανικών αντιστοιχεί στη συντριπτική πλειοψηφία (65,1%) της συνολικής επιβάρυνσης από απόβλητα τροφίμων. Όσον αφορά τη μεμονωμένη κατηγορία των φρούτων, το ποσοστό 27,4% συνιστά για τη χώρα μας τη δεύτερη υψηλότερη αναλογία επιβάρυνσης που κατέχει το συγκεκριμένο προϊόν πανευρωπαϊκά, καθώς υπολείπεται μόνον της Ιταλίας.