των Γιάννη Τσατσάκη, Αντώνη Ανδρονικάκη

Αντιμέτωπους με μια πολύ δύσκολη πραγματικότητα φέρνει τους Έλληνες αγρότες το κύμα αυξήσεων στις τιμές των εισροών που βρίσκεται σε εξέλιξη το τελευταίο διάστημα, δίχως μάλιστα για την ώρα να φαίνεται στον ορίζοντα κάποια προοπτική αποκλιμάκωσης.

Πρόσφατο εσωτερικό έγγραφο των COPA & COGECA, που έχει στην κατοχή της η «ΥΧ», αποτυπώνει με σαφήνεια την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στον κλάδο και η οποία αγγίζει ολόκληρο το εύρος της πρωτογενούς παραγωγής, από την κτηνοτροφία και τις εκτατικές καλλιέργειες μέχρι τη δενδροκομία και τα θερμοκήπια.

Όπως σημειώνουν χαρακτηριστικά οι οργανώσεις, μέσα στους τελευταίους 12 μήνες, το κόστος των ζωοτροφών σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχει αυξηθεί μεσοσταθμικά από 25% έως 35%. Σε ορισμένες μάλιστα χώρες η κατάσταση είναι πλέον οριακή, ιδίως στο πεδίο της χοιροτροφίας, όπου οι τιμές πώλησης του χοιρινού κρέατος υπολείπονται του κόστους εκτροφής, εξαντλώντας τα περιθώρια βιωσιμότητας των παραγωγών.

Πανάκριβο το φυσικό αέριο, δυσεύρετη η αμμωνία

Εκεί βέβαια που τα πράγματα δείχνουν να ξεφεύγουν και μάλιστα λίγο πριν από τις φθινοπωρινές σπορές είναι τα λιπάσματα, οι τιμές των οποίων από τις αρχές του έτους βρίσκονται σε ανοδική τροχιά, όμως το τελευταίο δίμηνο, ιδίως σε ό,τι αφορά τα αζωτούχα, μοιάζουν έτοιμες να εκτοξευτούν.

Πέρα από την εντονότερη ζήτηση, η τάση αυτή αποδίδεται στις αυξήσεις στα κόστη των πρώτων υλών και, εσχάτως, στον υπερδιπλασιασμό των τιμών του φυσικού αερίου, ο οποίος οδήγησε μεγάλες βιομηχανίες στην απόφαση να αναστείλουν τη λειτουργία κάποιων μονάδων λόγω του δυσβάσταχτου κοστολογίου. Η αρχή έγινε από τη CF Industries, η οποία έκλεισε προσωρινά δύο εργοστάσιά της στη Μεγάλη Βρετανία, ενώ ακολούθησε η Yara, η οποία ανακοίνωσε ότι προχωράει στη μείωση κατά 40% της παραγωγής αμμωνίας στην Ευρώπη.

Στην εξίσωση έρχονται να προστεθούν και τα ακριβότερα ναύλα, ενώ, κατά τις COPA & COGECA, σημαντικό ρόλο παίζει και ο μειωμένος ανταγωνισμός στην ευρωπαϊκή αγορά λόγω των δασμών με τους οποίους επιβαρύνονται οι εισαγωγές UAN (μείγμα ουρίας και νιτρικής αμμωνίας) από τρίτες χώρες. Πέρα από αυτά, οι αγρότες καλούνται να διαχειριστούν και το αυξημένο κόστος ενέργειας που αφορά τόσο το πετρέλαιο, όσο και το ηλεκτρικό ρεύμα.

Όλα τα παραπάνω αντανακλώνται στο Δελτίο Τιμών Αγροτικών Προϊόντων και Εισροών (DG AGRI Price Dashboard) που εκδίδει σε μηνιαία βάση η Κομισιόν. Στο πιο πρόσφατο εξ αυτών (Ioύλιος 2021), οι τιμές του φυσικού αερίου στην ΕΕ εμφανίζονται αυξημένες κατά σχεδόν 600% σε σχέση με πέρυσι, ενώ εκείνες του πετρελαίου Brent κατά 74%. Αντίστοιχα, στα λιπάσματα, οι τιμές της ουρίας είναι αυξημένες κατά σχεδόν 106%, ενώ στο φωσφορικό διαμμώνιο (DAP) η αύξηση ξεπερνά το 100%.

Δέντρα και κηπευτικά πληρώνουν τη νύφη

Έως έναν βαθμό, θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι ανατιμήσεις στις εισροές και δη στα λιπάσματα και στην ενέργεια αποτελούν την… άλλη όψη του νομίσματος στο ράλι των εμπορευμάτων, από το οποίο επωφελήθηκαν τα περισσότερα αγροτικά προϊόντα τους τελευταίους μήνες. Το ζήτημα ωστόσο είναι ότι υπάρχουν αρκετά προϊόντα, τα οποία είτε δεν συμμετείχαν καθόλου στο ράλι αυτό, είτε οι αυξήσεις τιμών οι οποίες «έλαβαν» επ’ ουδενί δεν συγκρίνονται με εκείνες που καταγράφηκαν π.χ. στο σκληρό σιτάρι ή στο καλαμπόκι.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα εδώ το αγελαδινό γάλα και τα φρουτολαχανικά, όπου μάλιστα, λόγω των καιρικών συνθηκών και των φυσικών καταστροφών, αρκετοί παραγωγοί είδαν το εισόδημά τους να μειώνεται (π.χ. πυρηνόκαρπα, σταφύλια, ελιές). Επιπλέον, έντονη είναι η ανησυχία σε μεγάλη μερίδα του αγροτικού κόσμου ότι οι σημερινές υψηλές τιμές σε βασικά προϊόντα δύσκολα θα διατηρηθούν και την επόμενη σεζόν, ενώ, αντίθετα, οι αυξήσεις στα κόστη παραγωγής ήρθαν για να μείνουν.

Από τον Νοέμβριο οι πλήρεις αυξήσεις

Αρκετούς από τους προβληματισμούς αυτούς συμμερίζεται και ο πρόεδρος του Συνδέσμου Παραγωγών και Εμπόρων Λιπασμάτων (ΣΠΕΛ), Γιάννης Βεβελάκης. «Είναι γεγονός ότι, σε όλη αυτή την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, κάποιοι παραγωγοί έχουν λόγους να αισθάνονται αδικημένοι.

Οι τιμές ανέβηκαν στις λεγόμενες μεγάλες καλλιέργειες όπως είναι το σιτάρι, το καλαμπόκι, το βαμβάκι, η σόγια κ.ά. που, εκτός των άλλων, διαπραγματεύονται και χρηματιστηριακά», λέει στην «ΥΧ» και προσθέτει: «Για την Ελλάδα, εξίσου σημαντικές, αν όχι και περισσότερο, είναι η ελαιοκαλλιέργεια, η δενδροκομία, τα οπωροκηπευτικά. Τα προϊόντα αυτά σε γενικές γραμμές δεν ακολούθησαν την πορεία των υπόλοιπων. Ως εκ τούτου, κάποιοι παραγωγοί ενδεχομένως να αναγκαστούν να πληρώσουν τα εφόδια ακριβότερα, τη στιγμή που δεν έχουν λάβει υψηλότερο εισόδημα».

Ο ίδιος εκτιμά ότι από αυτά τα προϊόντα θα προέλθει, κατά κύριο λόγο, η μείωση της κατανάλωσης το αμέσως επόμενο διάστημα. «Αναμένουμε ότι θα υπάρξει επίπτωση από τις καλλιέργειες, οι οποίες δεν επωφελήθηκαν από το ράλι των τιμών. Αυτήν τη στιγμή, βέβαια, δεν είμαστε σε θέση να την προσδιορίσουμε», αναφέρει χαρακτηριστικά. Εξηγώντας τις ανατιμήσεις των λιπασμάτων, στέκεται σε δύο σημεία: «Αρχικά να πούμε ότι το λίπασμα είναι ένα εμπόρευμα, η τιμή του οποίου καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση. Επειδή το προηγούμενο διάστημα αυξήθηκαν πολύ οι τιμές βασικών προϊόντων (σιτάρι, καλαμπόκι, σόγια, φοινικέλαιο), η ζήτηση για προϊόντα θρέψης ανέβηκε -είτε για να αυξηθούν οι καλλιεργούμενες εκτάσεις, είτε για να αυξηθούν οι αποδόσεις. Κάπως έτσι ξεκίνησαν να ανεβαίνουν οι τιμές από τις αρχές του χρόνου».

Στην πορεία, ωστόσο, όπως συμπληρώνει, προστέθηκε ένας ακόμα παράγοντας, που δεν είναι άλλος από την τιμή του φυσικού αερίου, η οποία, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «ειδικά τον τελευταίο μήνα έχει κάνει αλλεπάλληλα άλματα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλές μονάδες αμμωνίας να κλείσουν επειδή δεν “έβγαιναν” κοστολογικά. Με τη σειρά του, αυτό οδήγησε σε μεγάλες αυξήσεις των τιμών όλων των αζωτούχων προϊόντων». Επιπλέον, λάδι στη φωτιά ήρθαν να ρίξουν και οι προαγορές μεγάλων ποσοτήτων, τις οποίες έσπευσαν να κάνουν πολλοί αγοραστές, προκειμένου να προλάβουν μια περαιτέρω αύξηση των τιμών ή ακόμα κι ένα ενδεχόμενο έλλειμμα διαθεσιμότητας.

Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΠΕΛ, μέχρι το καλοκαίρι οι αυξήσεις στις τιμές των λιπασμάτων κυμαίνονταν μεσοσταθμικά από 25% σε 30% σε σχέση με πέρυσι. «Τα ποσοστά αυτά βέβαια σαφώς περιλαμβάνουν και κάποια προϊόντα, όπως το κάλι, οι τιμές του οποίου δεν έχουν μεταβληθεί. Όμως, η ουρία, για παράδειγμα, έχει ανέβει υπέρμετρα. Έχει φτάσει να πουλιέται μέχρι και 600 δολάρια/τόνο όταν πέρυσι ήταν κάτω από 300 δολάρια», υπογραμμίζει.

Ο κ. Βεβελάκης εκτιμά μάλιστα ότι μέχρι στιγμής οι αυξήσεις αυτές δεν έχουν «περάσει» εξ ολοκλήρου στις τιμές που πληρώνουν οι αγρότες στη χώρα μας και το πλήρες εύρος τους θα αποτυπωθεί από τον Νοέμβριο και μετά. «Μέχρι τώρα υπήρχε στοκ που είχε αγοραστεί σε χαμηλότερες τιμές, ενώ έγιναν και αρκετές πωλήσεις στους λεγόμενους “μέσους όρους”, δηλαδή σε μια τιμή μεταξύ των παλαιότερων αποθεμάτων και των ποσοτήτων που αγοράστηκαν από τα καταστήματα στις καινούργιες, ανεβασμένες τιμές».

Τιμές εισροών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Ιούλιος 2021

Γεωργικές εισροές

Μηνιαίος Μ.Ο.

Ετήσια
μεταβολή (%)

Μηνιαία
μεταβολή (%)

Ενέργεια
(έτος αναφοράς 2010 =100)

97,7

90,8

4,8

Αργό πετρέλαιο,
Brent (δολ./βαρέλι)

74,4

73,8

1,8

Φυσ. αέριο, Ευρώπη
(δολ./MMBtu)

12,5

594,6

21,4

Λιπάσματα
(έτος αναφοράς 2010 =100)

127

81,8

6

Φωσφορίτης
(δολ./τόνο)

125

66,7

0

Φωσφορικό διαμμώνιο
(δολ./τόνο)

613

100,9

1,4

Ουρία (δολ./τόνο)

441,5

105,9

12,3

Πηγή: Κομισιόν

«Υπερβολή η κατάσταση που βιώνουμε»

Το πόσο θα κρατήσει αυτή η κούρσα αυξήσεων στις τιμές των λιπασμάτων είναι, σύμφωνα με τον συνομιλητή μας, δύσκολο να απαντηθεί επί του παρόντος. «Νομίζω ότι είμαστε σε μια κατάσταση υπερβολής. Κάτι παρόμοιο είχαμε δει άλλωστε και το 2008, όταν οι τιμές αποκλιμακώθηκαν μέσα σε έναν χρόνο. Θεωρώ ότι είναι καλό να έχουμε όλοι στο πίσω μέρος του μυαλού μας ότι βιώνουμε ένα ακραίο φαινόμενο, το οποίο δεν θα κρατήσει για πάντα. Γιατί, στο τέλος της ημέρας, το τρόφιμο δεν μπορεί να αυξάνεται με αυτούς τους εκθετικούς ρυθμούς χωρίς παράλληλα να βελτιώνεται το εισόδημα των καταναλωτών και, ιδίως, των φτωχότερων εξ αυτών», καταλήγει.

Ανατιμήσεις και σε σπόρους και φυτοπροστατευτικά

Για αυξήσεις σε αρκετές κατηγορίες φυτοπροστατευτικών προϊόντων κάνει λόγο στην «ΥΧ» ο γεωπόνος και αντιπρόεδρος του Γεωπονικού Συλλόγου Μαγνησίας, Θανάσης Κούντριας: «Σε ό,τι αφορά τα προϊόντα φυτοπροστασίας έχουν γίνει συνεχείς ανατιμήσεις τους τελευταίους μήνες σε δύο προϊόντα: Σε ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο ζιζανιοκτόνο με βάση τη γλυφοσάτη και στα χαλκούχα βιολογικά μυκητοκτόνα. Οι αυξήσεις στα ανωτέρω κυμαίνονται από 20% έως 30% το τελευταίο εξάμηνο. Στις υπόλοιπες κατηγορίες προϊόντων φυτοπροστασίας δεν έχουν σημειωθεί αυξήσεις», σημειώνει.

Όσον αφορά τα λιπάσματα, επισημαίνει ότι «οι πρόσφατες ανατιμήσεις αφορούν κυρίως φωσφορούχα και καλιούχα, όπου η αύξηση τιμής ξεπερνά το 50%. Για παράδειγμα, στο ευρέως χρησιμοποιούμενο λίπασμα “16-20-0” έχει σημειωθεί αύξηση τιμής στα αναφερόμενα επίπεδα, δηλαδή 200 ευρώ/τόνο, σε σχέση με πέρσι».

Ο Ιωάννης Χαρμπής, γεωπόνος από τη Θεσσαλία, όπου διατηρεί κατάστημα γεωργικών εφοδίων, παραδέχεται στην «ΥΧ» ότι «υπάρχουν μεγάλες αυξήσεις στα γεωργικά εφόδια. Στα λιπάσματα υπάρχει αύξηση τουλάχιστον 150 ευρώ/τόνο το τελευταίο δωδεκάμηνο. Μεγάλες είναι οι αυξήσεις στα χαλκούχα σκευάσματα, ενώ φαίνεται ότι και οι σπόροι στο σκληρό σιτάρι θα είναι ακριβότεροι.

Στην ελαιοκράμβη οι τιμές των σπόρων φαίνεται ότι θα παραμείνουν σταθερές, γεγονός θετικό». Ο ίδιος σημειώνει ότι «το ζήτημα δεν είναι μόνο οι αυξήσεις φέτος, είναι και το αν του χρόνου η τιμή παραγωγού στα προϊόντα επανέλθει στα επίπεδα των τελευταίων ετών, ενώ οι τιμές στα εφόδια παραμείνουν αυξημένες, πώς θα αντεπεξέλθουν οι αγρότες; Αν, δηλαδή, το κόστος από τα εφόδια, το πετρέλαιο, την ηλεκτρική ενέργεια παραμείνει στα τρέχοντα επίπεδα ενώ οι τιμές παραγωγού πέσουν, εκεί τι θα συμβεί;», αναρωτιέται.

Εκτός από τους παραγωγούς αροτραίων, που ετοιμάζονται να μπουν στα χωράφια για να σπείρουν, πολλοί συνάδελφοί τους ακόμη δεν έχουν προβεί σε αγορές εφοδίων, ωστόσο αγωνιούν για τα δεδομένα που θα διαμορφωθούν μέσα στους αμέσως επόμενους μήνες. Όπως δήλωσε στην «ΥΧ» ο πρόεδρος της ομάδας παραγωγών «Νηλέας» από τη Μεσσηνία, Γιώργος Κόκκινος: «Προς το παρόν, δεν γίνονται αγορές εφοδίων από τους παραγωγούς, καθώς έχει ολοκληρωθεί η συγκομιδή και είμαστε σε περίοδο αναμονής. Οι αγορές θα γίνουν από τις αρχές του νέου έτους. Προφανώς, υπάρχει ανησυχία για τα δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί ως προς το κόστος παραγωγής και με δεδομένο ότι τα περιθώρια κέρδους για αρκετούς ελαιοπαραγωγούς έχουν καταστήσει την καλλιέργεια οριακά βιώσιμη».