Κτηνοτροφία: Χορεύοντας με τους λύκους

Μείζον πρόβληµα για την ορεινή κτηνοτροφία ο αυξανόµενος πληθυσµός τους

Ο ήδη αποδομημένος κτηνοτροφικός ιστός της ελεύθερης ή μετακινούμενης κτηνοτροφίας δείχνει μία σημαντική συρρίκνωση, που σε κάποια σημεία αγγίζει και τον αφανισμό. Εκτός από τα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα, μείζον πρόβλημα αποτελεί η παρουσία λύκων, όπου καθημερινά αποδεκατίζουν μεγάλο αριθμό ζώων. Παράλληλα, οι κτηνοτρόφοι αισθάνονται απροστάτευτοι από την πλευρά της πολιτείας, όχι μόνο από την απώλεια του εισοδήματός τους σε ζωικό κεφάλαιο, αλλά ακόμα και για τον φόβο που διατρέχουν για τη ζωή τους.

των Ελίνας Μακρή, Γιάννη Σάρρου

Οπως είναι γνωστό, ο λύκος προστατεύεται από τη νομοθεσία και για τον λόγο αυτόν απαγορεύεται η εξόντωσή του. Πρόκειται για ένα δίκοπο μαχαίρι, καθώς η απαραίτητη προστασία του είδους οδηγεί πολλές φορές σε αδιέξοδο, ακόμα και σε κόντρες μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών.

Από τη μία πλευρά, βρίσκονται οι οικολογικές και περιβαλλοντικές οργανώσεις, οι οποίες στηρίζουν την προστασία του λύκου, από την άλλη, οι κτηνοτρόφοι, οι οποίοι αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις στα κοπάδια τους, και στη μέση η πολιτεία, η οποία προσπαθεί επί ματαίω να δώσει λύση σε αυτό το οξυμένο πρόβλημα.

Τα ίχνη της αγέλης

Στην περιοχή των Αγράφων σημειώνονται καθημερινά περιστατικά επιθέσεων από λύκους, χωρίς να φαίνεται λύση στον ορίζοντα. Οι κτηνοτρόφοι με τους οποίους μιλήσαμε βρίσκονται σε απόγνωση, ενώ οι κανόνες φύλαξης που προτείνει ο ΑΡΚΤΟΥΡΟΣ έχουν δύσκολη έως ανέφικτη εφαρμογή στα δύσβατα εδάφη της Ευρυτανίας, αλλά και στην ελεύθερη κτηνοτροφία.

Σύμφωνα με τον Σωτήρη Ντάλλα, αντιπρόεδρο της Κοινότητας Κερασοχωρίου Ευρυτανίας, ο πληθυσμός των λύκων έχει αυξηθεί πάρα πολύ. «Πριν από 20 χρόνια, στην περιοχή μας υπήρχαν 3-4 λύκοι, τώρα υπολογίζουμε πως είναι πολύ περισσότεροι.

Τον χειμώνα βλέπουμε τα πατήματα, τα χνάρια του λύκου, δεν είναι ένας λύκος, μπορείς να βρεις δέκα μαζί, σε άλλο βουνό θα βρεις 15 κ.λπ. Δεν είναι οι ίδιοι, γιατί τα χνάρια δεν γυρίζουν πάλι πίσω, πηγαίνουν προς μία κατεύθυνση. Στο επόμενο βουνό είναι άλλη αγέλη. Δεν υπάρχει περίπτωση να είναι η ίδια, γιατί οι λύκοι δεν μπορούν να πάνε εύκολα σε περιοχή όπου υπάρχει άλλη αγέλη.

Μαρκάρουν το βουνό που μένουν. Οι κτηνοτρόφοι επικοινωνούν μεταξύ τους για τα χνάρια που βρίσκουν και τους καταμετρούν εμπειρικά».

Τα ζητήματα με τον λύκο δεν επιλύονται εύκολα, είναι από τα πιο δύσκολα γιατί εμπεριέχουν ζητήματα νομοθεσίας, διαχείρισης των κοπαδιών, του πληθυσμού και των βιότοπων, ενώ υπάρχουν και ηθικά διλήμματα

Ανεφάρμοστα μέτρα

«Οι επιθέσεις είναι πιο πολλές και τώρα τρώνε και τα κυνηγόσκυλα. Παλιότερα αυτό δεν γινόταν. Όταν ο λύκος άκουγε φωνές ή κάποιο κτηνοτρόφο να φωνάζει εξαφανιζόταν. Πλέον έχει εξοικειωθεί με την ανθρώπινη παρουσία», εξηγεί ο ίδιος, ενώ προσθέτει ότι «τα μέτρα φύλαξης που προτείνει ο ΑΡΚΤΟΥΡΟΣ είναι θεωρητικά. Στην πράξη, ο τρόπος περίφραξης που προτείνει η οργάνωση δεν είναι κατάλληλος για την περιοχή των Αγράφων. Δεν μπορούν να περιορίσουν όλοι οι κτηνοτρόφοι τα ζώα και να είναι από το πρωί μέχρι το βράδυ παρόντες, άσχετα αν τώρα εξαιτίας των λύκων οι περισσότεροι βρίσκονται συνέχεια δίπλα στο κοπάδι τους. Ακόμα και έτσι όμως, το κοπάδι δεν γίνεται να περιοριστεί, είναι ελευθέρας βοσκής, δηλαδή όχι σταβλισμένο», καταλήγει.

Το ίδιο επιβεβαιώνει και ο Κώστας Μάκκας, κτηνοτρόφος από το τον Κρέντη Αγράφων: «Τις ώρες βοσκής πώς θα προστατέψουμε όλα τα ελεύθερα ζώα που θα σκορπιστούν να φάνε; Ο λύκος μπορεί να επιτεθεί από άλλη πλευρά. Επίσης, το πλέγμα που προτείνει ο ΑΡΚΤΟΥΡΟΣ δεν γίνεται να μπει σε τόσο δύσβατα μέρη όπως τα δικά μας. Τι να κάνουμε, να ρίξουμε μπετό;», αναρωτιέται.

«Είναι θέμα δεδομένων δυστυχώς», τόνισε ο αντιπεριφερειάρχης ΠΕ Ευρυτανίας, Αριστείδης Τασιός, ερωτώμενος σχετικά από την «ΥΧ». «Η πολιτεία έχει λάθος δεδομένα, και όσο συνεχίζει να έχει λάθος δεδομένα δεν μπορεί να προχωρήσει στις απαραίτητες διαδικασίες», συμπλήρωσε.

Προβλήματα και με τις αποζημιώσεις

«Όταν ένας κτηνοτρόφος ενημερώνει τον ΕΛΓΑ για μία επίθεση, η αυτοψία γίνεται στην καλύτερη περίπτωση μετά από πέντε μέρες. Στο μεταξύ, θα πάνε αλεπούδες ή αγριογούρουνα και θα φάνε τα ζώα, ή θα πάρουν τα κουφάρια. Και έρχεται μετά ο ΕΛΓΑ και σε ρωτάει “πού είναι;” και δεν έχεις τι να απαντήσεις, δεν μπορείς να τους πείσεις ότι υπήρξε επίθεση στο κοπάδι και μάλιστα από λύκους».

Οι κτηνοτρόφοι των Αγράφων αναζητούν άμεσες και πρακτικές λύσεις, τη στιγμή που δεν υπάρχουν επίσημα δεδομένα στο ΥΠΑΑΤ, ενώ η τελευταία καταγραφή ήταν το 2014! Όπως αναφέρει ο κ. Ντάλλας, «εγώ θέλω να έρθει κάποιος από τις οργανώσεις και να τους πάω στα μέρη που βοσκάμε τα κοπάδια, να μας πουν τι πρέπει να κάνουμε σε αυτές τις περιοχές. Όχι στη θεωρία, στην πράξη. Οι πιο πολλοί κτηνοτρόφοι πούλησαν τα ζώα τους, γιατί δεν άντεχαν άλλο».

Δεν υπάρχει εθνικό σύστημα παρακολούθησης

Όπως επισημαίνει o Δρ. Γιώργοs Ηλιόπουλος, βιολόγος με διδακτορική διατριβή στην οικολογία του λύκου (Canis lupus) και επιστημονικός συνεργάτης στην οργάνωση «Καλλιστώ», η ανάλυση που έγινε το 2014 πραγματοποιήθηκε σε εθνική κλίμακα.

Αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει σύστημα παρακολούθησης του λύκου στην Ελλάδα ή οποιουδήποτε άλλου είδους, όπως έχουν οι Γερμανοί, οι Σουηδοί, οι Γάλλοι κ.ά. «Οι όποιες παρακολουθήσεις γίνονται σε τοπικό επίπεδο, ανάλογα με τα προγράμματα που μπορούμε να βρούμε εμείς, τα χρήματα που έχουμε, το διαθέσιμο προσωπικό και τους πόρους. Δεν υπάρχει εθνικό σύστημα παρακολούθησης», τονίζει.

Ο κ. Ηλιόπουλος δημοσίευσε το 2018 μία λεπτομερή ενημερωτική έκθεση, με τίτλο «Η κατάσταση διατήρησης του λύκου στην Ελλάδα, ζητήματα σύγκρουσης και τρόποι αντιμετώπισης».

Σύμφωνα με τον ίδιο «η διαφοροποίηση που υπάρχει χωρικά, σε κάθε περιοχή των ζημιών, επηρεάζεται από πάρα πολλές παραμέτρους. Μία από αυτές είναι ο πληθυσμός των σαρκοφάγων και ίσως δεν είναι αυτή με τη μεγαλύτερη σημασία».

Το πρόβλημα των δεδομένων του ΕΛΓΑ

Αναφερόμενος στο θέμα του ΕΛΓΑ, ο κ. Ηλιόπουλος είπε ότι «τα στοιχεία του ΕΛΓΑ είναι μία άλλη δύσκολη ιστορία. Αν τα δείτε, αποτυπώνουν μία πτωτική τάση, αλλά αυτή η πτωτική τάση είναι μόνο των δεδομένων». Υποστήριξε ότι ο κανονισμός λειτουργίας, τον οποίο εφαρμόζουν όσο το δυνατόν πιο αυστηρά στον Οργανισμό, δεν επιτυγχάνει να καταγράψει το πραγματικό μέγεθος των επιθέσεων, αλλά μόνο ένα μικρό ποσοστό.

«Είτε γιατί δεν ειδοποιούν οι ίδιοι οι παραγωγοί, είτε γιατί δεν τους καλύπτει ο κανονισμός, είτε γιατί δεν μπορούν να βρουν τα ζώα εκεί που τα σκοτώνουν οι λύκοι, είτε γιατί όταν τα βρίσκουν δεν τους τα καταγράφουν», καταλήγει.

Καταθέτοντας την πρότασή του για τη λύση του προβλήματος, ο κ. Ηλιόπουλος εκτιμά ότι «μπορεί να παίρνει ο κτηνοτρόφος τη ζημιά του προκαταβολικά σαν επιδότηση, δηλαδή βγαίνει ένα ρίσκο θήρευσης -δεν έχουν όλοι οι παραγωγοί την ίδια επικινδυνότητα για να πάθουν ζημιά- και αυτή να εξαρτάται από το πού βοσκούν, από τον τύπο των κτηνοτροφικών ζώων που έχουν και από τον τύπο της πρόληψης».

Τα ζητήματα με τον λύκο δεν επιλύονται εύκολα, είναι από τα πιο δύσκολα γιατί εμπεριέχουν ζητήματα νομοθεσίας, διαχείρισης των κοπαδιών, του πληθυσμού και των βιότοπων, ενώ υπάρχουν και ηθικά διλήμματα. «Η λύση δεν μπορεί να είναι ένα πράγμα, χρειάζεται συνδυασμός πραγμάτων κατά περίπτωση και κατά περιοχή», αναφέρει ο βιολόγος.

Δεν έχει ποσοτικά στοιχεία το υπουργείο

Σύμφωνα με την Κωνσταντίνα Μασίκα, από τη Διεύθυνση Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος και Βιοποικιλότητας του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, πάνω από το 90% των μέτρων διαχείρισης έχει χρηματοδοτηθεί ή συγχρηματοδοτηθεί από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Υποδομές Μεταφορών, Περιβάλλον και Βιώσιμη Ανάπτυξη 2014-2020» (ΥΜΕΠΕΡΑΑ 2021-2027).

«Ποσοτικά στοιχεία για τους πληθυσμούς του λύκου διαθέτουν ΜΚΟ που ασχολούνται με τα μεγάλα θηλαστικά, όπως ο ΑΡΚΤΟΥΡΟΣ και η “Καλλιστώ”. Το υπουργείο μας θα αναθέσει σύντομα μελέτη εποπτείας και παρακολούθησης οικότοπων και ειδών, στα οποία περιλαμβάνεται και ο λύκος και αναμένεται στο πλαίσιο της μελέτης να υπάρχουν ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία των πληθυσμών».

ΑΡΚΤΟΥΡΟΣ: Δώσαμε 1.500 ποιμενικούς σκύλους για την προστασία των κοπαδιών

Σαφής είναι και η εκτίμηση από τον ΑΡΚΤΟΥΡΟ ότι ο λύκος προκαλεί τις μεγαλύτερες ζημιές στην κτηνοτροφία από όλα τα σαρκοφάγα της ελληνικής πανίδας (αρκούδες, τσακάλια, αλεπούδες, αδέσποτα σκυλιά). «Το επίπεδο των ζημιών στην Ελλάδα αποτελεί ίσως ένα από τα υψηλότερα της Ευρώπης και προφανώς αντανακλά τη μεγάλη τροφικά εξάρτηση των λύκων από ανθρωπογενείς πηγές τροφής», αναφέρει η οργάνωση.

Επίσης, διασαφηνίζει ότι η εφαρμογή των κανόνων ορθής φύλαξης και διαχείρισης των κτηνοτροφικών ζώων θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση αφενός για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των ζημιών στα κτηνοτροφικά ζώα, αφετέρου για την προστασία των σπάνιων σαρκοφάγων θηλαστικών από την ανεξέλεγκτη καταδίωξή τους.

Η συνεχής παρουσία του βοσκού στο κοπάδι, η συγκέντρωση των ζώων, η βόσκηση των ζώων σε ακάλυπτες περιοχές, η απομάκρυνση πτωμάτων και τροφών όπως επίσης και η χρήση ηλεκτροφόρας περίφραξης μπορούν σε μεγάλο βαθμό να αποτρέψουν τις επιθέσεις των λύκων. Η οργάνωση όμως επιμένει στην παρουσία του ελληνικού ποιμενικού και για τον λόγο αυτόν δίνει δωρεάν τους σκύλους στους κτηνοτρόφους.

Λεπτές ισορροπίες

Η μέχρι τώρα εικόνα που παρουσιάζει η πολιτεία στον τομέα της πρόληψης ή καταστολής των επιθέσεων από λύκους στα κοπάδια είναι άκρως αποκαρδιωτική. Είναι απαράβατο γεγονός ότι ο λύκος είναι ένας σημαντικός κρίκος της αλυσίδας του οικοσυστήματος και ως τέτοιος χρήζει προστασίας. Δεν γίνεται όμως τη διατήρηση αυτής της ισορροπίας στο οικοσύστημα να την πληρώνει ο κτηνοτρόφος και ειδικά η ελεύθερη και η μετακινούμενη κτηνοτροφία, η οποία διαδραματίζει πρωταγονιστικό ρόλο στον τομέα, με την παραδοσιακή, την περιβαλλοντική, την πολιτιστική και την κοινωνική της διάσταση.

Η απώλεια αυτού του ρόλου θα σημάνει άμεσα και την κατάρρευση της κτηνοτροφίας συνολικά, γιατί και η κλειστή κτηνοτροφία θα απολέσει όλα τα κέρδη από τις άυλες αξίες της. Αν μέσα από αυτήν τη διαδικασία δούμε τον κτηνοτρόφο όχι μόνο με την οικονομική του ιδιότητα, δηλαδή παραγωγό ζωικών προϊόντων, αλλά και ως τροφοδότη των λύκων, τότε προσφέρει ένα σημαντικό έργο στην προστασία της πανίδας, χωρίς ο ίδιος φυσικά να το θέλει.

Υπό αυτή την έννοια, θα πρέπει αντίστοιχα και η πολιτεία να τον καλύψει. Μέσα από μία γραφειοκρατική διαδικασία, όπως είναι αυτή του ΕΛΓΑ, τα αποτελέσματα δυστυχώς είναι αποκαρδιωτικά και το σύνολο των κτηνοτρόφων δεν τα ενστερνίζεται. Όμως, για παράδειγμα, μία εφάπαξ συνδρομή μέσα από τις εξισωτικές αποζημιώσεις ή με συστήματα παθητικής και ενεργητικής προστασίας σε όλους τους μόνιμους κτηνοτρόφους αυτών των περιοχών, θα έλυνε εν μέρει ένα σημαντικό και χρόνιο πρόβλημα.

 

“Η κατάσταση διατήρησης του λύκου στην Ελλάδα, ζητήματα σύγκρουσης και τρόποι αντιμετώπισης”

του Δρ. Γιώργου Ηλιόπουλου, βιολόγου και επιστημονικού συνεργάτη στην οργάνωση Καλλιστώ  

“Σίγουρα υπάρχει μία επανάκαμψη του πληθυσμού αλλά δεν πρέπει να σταθεί κάποιος στα νούμερα αυτή τη στιγμή. Πιστεύουμε ότι αν αρχίσουμε και σκοτώνουμε τους λύκους θα λύσουμε το πρόβλημα; Όχι. Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω στη δεκαετία του ’50-’60 που χορηγούσε η αστυνομία στρυχνίνη, δηλαδή εκτεταμένη χρήση δηλητηρίων. Τα προβλήματα στην κτηνοτροφία χρειάζονται άλλου τύπου προσέγγιση. Χρειάζεται εκσυγχρονισμός των μεθόδων πρόληψης, εκσυγχρονισμό του συστήματος ασφάλισης, ενδεχομένως κατηγοριοποίση των περιοχών διαχείρισης του λύκου.

Η λύση δεν μπορεί να είναι ένα πράγμα, χρειάζεται συνδυασμός δράσεων κατά περίπτωση και κατά περιοχή. Προφανώς ένας κτηνοτρόφος που έχει γίδια στα Άγραφα που έχει κλήση 50-60 μοίρες στο βουνό, δεν μπορεί να βάλει περίφραξη όπως στο Εθνικό Πάρκο του Αξιού. Εκεί η περίφραξη δουλεύει τέλεια. Δυστυχώς, τόσα χρόνια δεν το έχουμε πετύχει γιατί δεν έχει γίνει ένα σχέδιο δράσης που ζητάμε εμείς δεκαετίες τώρα.” 

Πατήστε ΕΔΩ για την ενημερωτική έκθεση του Δρ. Ηλιόπουλου